με τις οποίες θα μπορεί να απειλήσει τον πυρήνα της προβολής ισχύος της Αμερικής - το αεροπλανοφόρο. Ειδικά οι νέοι βαλλιστικοί πύραυλοι κατά-πλοίων πρέπει να αλλάξουν την στρατιωτική ισορροπία στον Ειρηνικό. Πόσο επισφαλής είναι πραγματικά η κατάσταση για τις πλωτές αεροπορικές βάσεις της Αμερικής;
«Θα ήταν χειρότερο από το Περλ Χάρμπορ και την 9/11 μαζί» διαπιστώνει ο Tζόν Πάικ σύμφωνα με την εφημερίδα Japan Times, «εάν η Κίνα [...] βύθιζε ένα αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ». Ο ιδρυτής της δεξαμενής σκέψης Global Security με έδρα την Ουάσιγκτον, περιγράφει τη χειρότερη δυνατή στροφή για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ στον Δυτικό Ειρηνικό, στο νέο ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Αυτό άρχισε το αργότερο όπως η κυβέρνηση του Ομπάμα, με την μορφή της Υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, για πρώτη φορά το 2011 σήμανε την στρατηγική αλλαγή των ΗΠΑ στην στρατιωτική ισορροπία στον Δυτικό Ειρηνικό.
Η μετατόπιση του επίκεντρου της γεωπολιτική των ΗΠΑ έρχεται όπως αυξάνεται η ισχύς της Κίνας. Η σφαίρα του ενδιαφέροντος του Μέσου Βασιλείου στον Ειρηνικό έχει αυξηθεί σημαντικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και δεν περιλαμβάνει πλέον μόνο την παράκτια ζώνη και την Ταϊβάν, αλλά επεκτείνεται πλέον σε όλη την Νότια και Ανατολική Θάλασσα της Κίνας - αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Το Πεκίνο δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο ωκεάνιο στόλο και φιλοδοξεί να κρατήσει τους Αμερικανούς έξω από την περιοχή ενδιαφέροντος. Η Αμερική με τη σειρά της, βλέπει την ηγετική της θέση σε κίνδυνο και την ανάγκη να αντιμετωπίσει την πρόκληση εν μέσω μιας σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης.
Η αυξημένη παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών βασίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη χρήση των αεροπλανοφόρων. Εάν αυτό εξακολουθεί να είναι το αδιαμφισβήτητο μέσο προβολής ναυτικής ισχύος, είναι αμφισβητήσιμο. Η Κίνα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να αντιταχθεί στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα και στις ομάδες μάχης που τα συνοδεύουν.
Στο πλαίσιο αυτό, η πιο εντατική συζήτηση εξελίσσεται γύρω από το οπλικό σύστημα των βαλλιστικών πυραύλων κατά-πλοίων, στα αγγλικά «Αnti-Ship Ballistic Missiles» ή «ASBM» σε συντομογραφία.
Η ανάπτυξη τέτοιων όπλων από την Κίνα είναι μια απάντηση στην ανάπτυξη των αμερικανικών αεροπλανοφόρων κατά τη διάρκεια της τελευταίας μεγάλη κρίσης της Ταϊβάν το 1996, όπως για την ηγεσία στο Πεκίνο έγινε σαφές το σχετικό άτρωτο των αμερικανικών αεροπλανοφόρων από τις δικές του δυνάμεις. Με τον πύραυλο μεσαίου βεληνεκούς DF-21D η Λαϊκή Δημοκρατία έχει περίπου από το 2009 στα χέρια της τον πρώτο στον κόσμο βαλλιστικό πύραυλο για να επιτεθεί σε μια ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου.
Η αρχή λειτουργίας του είναι παρόμοια των πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές: Ο ASBM πετά σε μια μεγάλη μη κατευθυνόμενη τροχιά έξω από την ατμόσφαιρα της Γης. Στη φθίνουσα πορεία, απελευθερώνει ένα - ή κατά πάσα πιθανότητα στις περισσότερο αναπτυγμένες εκδόσεις του DF-21D περισσότερα - ευέλικτα οχήματα (Maneuverable Reentry Vehicle, εν συντομία MaRV). Αυτό μπορεί στη συνέχεια να καθορίσει μια περιοχή-στόχο, του οποίο η θέση και η έκταση είναι δεδομένη της βαλλιστικής τροχιάς, και να οδεύσει προς ένα στόχο.
Εκτός από την απαραίτητη τεχνολογία ελέγχου του πυραύλου, η πρόσκτηση και παρακολούθηση του στόχου είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια για τον ASBM. Πρώτον, πρέπει να βρεθεί μια ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου. Τα πλέον κατάλληλα μέσα για τον σκοπό αυτό είναι οι δορυφόροι, οι οποίοι μπορούν να εντοπίσουν ένα αεροπλανοφόρο με ραντάρ, με οπτική ανίχνευση ή θα μπορούσαν να το εντοπίσουν ηλεκτρομαγνητικά. Μετά τον εντοπισμό της ακριβής θέσης, το σύστημα πρέπει να συνεχίσει να είναι σε θέση να παρακολουθεί το αεροπλανοφόρο, έως ότου έχει προγραμματίσει τους πυραύλους στην περιοχή-στόχο. Κατά τη διάρκεια της πτήσης στη συνέχεια, μόνο ελάχιστες διορθώσεις είναι δυνατές. Η συνεχή παρακολούθηση απαιτεί ένα πυκνό δίκτυο δορυφόρων - το οποίο συμπληρώνεται με κάποια ανεπάνδρωτα αναγνωριστικά αεροσκάφη σε μεγάλα ύψη - που μπορούν να παρακολουθούν συνεχώς την επιθυμητή περιοχή-στόχο.
Ένα τέτοιο σύστημα, RORSAT, δημιουργήθηκε από την Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου για να μπορούν τα μεγάλης εμβέλειας βομβαρδιστικά αεροσκάφη να επιτεθούν στις νηοπομπές του ΝΑΤΟ και των δυνάμεων συνοδείας στον Ατλαντικό. Αυτοί οι φορείς όπλων, δηλαδή τα αεροσκάφη, σε σύγκριση με τους ASBM, διέθεταν το πλεονέκτημα ότι δέχονταν διορθώσεις καθόλη της διάρκεια της πτήσης τους.
Εκτός από τις υψηλές απαιτήσεις που πρέπει να πληροί ο ASBM κατά την παρακολούθηση, υπάρχουν δύο άλλα προβλήματα: Πρώτον, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν προειδοποιητικές βολές λόγω ότι αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αποτυχημένη επίθεση - ή λόγω της σχετικής ανακρίβεια των ASBM, θα μπορούσαν αρχικά να προγραμματιστούν λανθασμένα για τον σκοπό της προειδοποίησης, και παραδόξως να πλήξουν τον στόχο. Δεύτερον, μια επίθεση με ASBM, σε έναν μαζικό αριθμό που θα μπορούσε να φέρει τον κορεσμό της άμυνας του αντιπάλου, κατά την εκτόξευση θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτοί ως μια συνολική επίθεση, και η εκτόξευση να ερμηνευθεί ως επίθεση βαλλιστικών πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές κατά χερσαίων στόχων. Αυτό θα μπορούσε να επάγει αντίστοιχη αντίδραση όσο οι τροχιές των ASBM δεν έχουν προσδιοριστεί επακριβώς.
Η καλύτερη προστασία του αεροπλανοφόρου ενάντια στον ASBM είναι η ευελιξία του: Ο ASBM πρέπει πρώτα να προγραμματιστεί σε μια περιοχή-στόχο, και στο μεσοδιάστημα το αεροπλανοφόρο μπορεί να έχει αλλάξει την θέση του. Ωστόσο, για τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα δεν υπάρχει τρόπος να καταπολεμήσουν ενεργά τους ASBM, χωρίς να υπεισέρθουν στην εμβέλειά τους. Η από απόσταση και με ασφάλεια καταπολέμηση των εκτοξευτών θα μπορούσε πιθανότατα να είναι δυνατή μόνο με πυραύλους κρουζ που εκτοξεύονται από υποβρύχια, εκτός και εάν οι εκτοξευτές είναι κινητά συστήματα. Στους κινητούς εκτοξευτές θα είναι ζωτικής σημασίας το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να είναι έτοιμοι για την βολή.
Οι ΗΠΑ διαθέτουν επίσης ένα εκτεταμένο δίκτυο δορυφόρων αναγνώρισης για την ανίχνευση και την παρακολούθηση των βαλλιστικών πυραύλων. Ως εκ τούτου, είναι μάλλον απίθανο η διενέργεια αιφνιδιαστικής επίθεσης ASBM εναντίον μιας ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου. Το πρόγραμμα Ballistic Missile Defence (BMD) των ΗΠΑ βασίζεται εν μέρει σε χερσαίες πυραυλικές εγκαταστάσεις αναχαίτισης και σταθμούς ραντάρ, αλλά σε μεγάλο βαθμό στα αντιτορπιλικά και καταδρομικά με το σύστημα ραντάρ Aegis και τους πυραύλους αναχαίτισης που εκτοξεύονται από αυτά τα πλοία. Παρόλο που αυτός ο συνδυασμός δοκιμάστηκε ήδη με επιτυχία πολλές φορές, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία του συστήματος. Η παρακολούθηση των βαλλιστικών πυραύλων εναντίον πλοίων είναι τεχνικά πολύ απαιτητική διαδικασία και δεν έχει ποτέ δοκιμαστεί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της κρίσης στην χερσόνησο της Κορέας, την άνοιξη του τρέχοντος έτους, για πρώτη φορά μετέφεραν μια πυροβολαρχία της χερσαίας έκδοσης του Terminal High Altitude Air Defense (THAAD) στο Γκουάμ. Αυτό το όπλο θα μπορούσε σε μια περίπτωση έκτατης ανάγκης να αναχαιτίσει σε μια ακτίνα 200 χιλιομέτρων γύρω από την αμερικανική βάση του νησιού τους βαλλιστικούς πυραύλους από την Κίνα.
Ο ASBM όμως, είναι μόνο ένα συστατικό στοιχείο στους σχεδιασμούς της Κίνας για να απειλήσει τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα. Σε μια κρίση με την Κίνα, οι ΗΠΑ θα είναι αντιμέτωπες με έναν αντίπαλο ο οποίος είναι σε θέση να επιτεθεί στον ανοιχτό ωκεανό, ενώ παράλληλα έχει μια ισχυρή άμυνα για την παράκτια προστασία. Και τα δύο στοιχεία βασίζονται σε σχετικά τεχνικά προηγμένα μέσα, τα οποία διατίθενται επίσης σε μεγάλους αριθμούς: Ταχύπλοα και χερσαία ναυτικά βλήματα σε επιθέσεις κορεσμού των αεροπλανοφόρων, με τις οποίες η άμυνα της ομάδας μάχης αεροπλανοφόρου έχει να αντιμετωπίσει περισσότερους πυραύλους σε σχέση με τα μέσα που διαθέτει για να τους καταπολεμήσει.
Με πολλά από τα συστήματα όπλων που διαθέτει σήμερα η Κίνα, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο ήταν αντιμέτωπο με την Σοβιετική Ένωση. Σε μεγάλο βαθμό, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός και το Ναυτικό του, διαθέτουν ελαφρώς εκσυγχρονισμένες μορφές γνωστών όπλων, για τα οποία οι ΗΠΑ διαθέτουν αποδεδειγμένα τα μέσα και τις τακτικές για να τα αντιμετωπίσουν. Παρ 'όλα αυτά, το Ναυτικό των ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να θεωρήσει τη ναυτική υπεροχή του στον χώρο του Δυτικού Ειρηνικού ως δεδομένη, αλλά θα πρέπει τουλάχιστον να την υπερασπιστεί, αν όχι να την κερδίσει.
Για την υπεράσπιση των ακτών της, η Κίνα έχει διαμορφώσει δύο θαλάσσιες περιοχές, για τις οποίες επιδιώκει την λεγόμενη ικανότητα «αντι-πρόσβαση / άρνηση περιοχής» ( εν συντομία A2/AD), επιδιώκοντας να αρνηθεί στον αντίπαλο την πρόσβαση και την ελευθερία της κυκλοφορίας σε ορισμένες περιοχές. Για την Λαϊκή Δημοκρατία είναι οι περιοχές που οριοθετούνται μέσω της «πρώτης» και «δεύτερης νησιωτικής αλυσίδας». Η «πρώτη νησιωτική αλυσίδα» τρέχει από την Ιαπωνία και την Ταϊβάν, κατά μήκος της δυτικής ακτής των Φιλιππίνων, της βόρειας ακτή του Βόρνεο έως τη νότια ακτή του Βιετνάμ. Η «δεύτερη νησιωτική αλυσίδα» εισχωρεί βαθιά μέσα στον Ειρηνικό και εκτείνεται από τη νοτιοανατολική Ιαπωνία, τα νησιά Μπονίν, Μαριάνες, Δυτικές Καρολίνες, έως το βόρειο-δυτικό άκρο της Νέας Γουινέας.
Η υπεράσπιση της «δεύτερης νησιωτικής αλυσίδας» βασίζεται κυρίως στα όπλα ASBM και στα μεγάλου βεληνεκούς βομβαρδιστικά εξοπλισμένα με πυραύλους κρουζ.
Με αυτά τα όπλα ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να προσδιορίσει την εμβέλειά του, για να να κρατήσει τις ομάδες αεροπλανοφόρων των ΗΠΑ σε μια συγκεκριμένη απόσταση. Η Λαϊκή Δημοκρατία θα είναι επίσης σε θέση εντός της «δεύτερης νησιωτικής αλυσίδας» να καταστρέψει όλες τις αεροποικές βάσεςι των ΗΠΑ ή να ασκήσει πολιτική πίεση για την απομάκρυσνη αυτών από το έδαφος της Ιαπωνίας και των Φιλιππίνων. Σε αυτήν την θαλάσσια ζώνη μεταξύ των δύο «νησιωτικών αλυσίδων» ένα αεροπλανοφόρο θα μπορούσε πιθανώς να αποκρούσει όλες τις εχθρικές επιθέσεις - ίσως εξαίρεση των επιθέσεων ASBM - και να εξασφαλίσει τη ναυτική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών. Το πλαίσιο της «πρώτης νησιωτικής αλυσίδας» ενέχει τον πραγματικό κίνδυνο της επιτυχούς επίθεσης κορεσμού.
Παράλληλα με τη δημιουργία αυτού του δικτύου άμυνας, το Πεκίνο αναπροσαρμόζει την στρατηγική επέκταση του στόλου του, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης των αεροπλανοφόρων. Για να είναι το πρώτο πλοίο αυτού του στρατηγικού προγράμματος - το αεροπλανοφόρο Liaoning - πλήρως έτοιμο για χρήση, θα πρέπει να περάσουν δύο χρόνια ακόμη. Για να είναι πραγματικά ένα ολοκληρωμένο συστατικό στοιχείο για πολεμική χρήση, απαιτούνται να κατασκευαστούν τουλάχιστον δύο άλλα αεροπλανοφόρα. Η ναυπήγηση της Κίνας ενός ωκεάνιου ναυτικού στοιχείου (Blue-Water Navy) είναι η πρώτη πρόκληση για την αμερικανική ναυτική υπεροχή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου - και στον Ειρηνικό από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου - αν και αρχικά μόνο σε μια περιορισμένη θαλάσσια περιοχή, και σε συνδυασμό με την ικανότητα A2/AD.
Η γέννηση ενός ωκεάνιου ναυτικού και η ικανότητα A2/AD είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους: Aποτελούν μαζί το φόντο της θαλάσσιας επέκτασης της Λαϊκής Δημοκρατίας. Εάν η χρήση των αεροπλανοφόρων εντός της «δεύτερης νησιωτικής αλυσίδας» δεν είναι πλέον άλλο δυνατή λόγω του βαθμού επικινδυνότητας, οι ΗΠΑ δεν θα είναι πλέον η κυρίαρχη ναυτική δύναμη σε αυτή την περιοχή, αλλά ο στόλος της Κίνας, ο οποίος μπορεί ακόμη και να χρησιμοποιήσει και κατώτερης τεχνολογίας αεροπλανοφόρα. Στη συνέχεια, η Κίνα θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο της ηγεμονικής ναυτικής δύναμης, δηλαδή να έχει την ικανότητα της άμεσης προβολής ισχύος, χωρίς να πρέπει να ανησυχεί για την παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Από το σημείο αυτό, η εκτεταμένη δομή του στοιχείου ASBM δεν θα ήταν μια αμυντική ασπίδα έναντι μιας αμερικανικής επέμβασης για την πρόληψη μιας κινεζικής επιχείρησης, αλλά ένα επιθετικό μέσο που θα επέτρεπε τη Λαϊκή Δημοκρατία την άμεση ανάμειξη στις υποθέσεις των κρατών της «δεύτερης νησιωτικής αλυσίδας».
«Αν είχε η Κίνα ένα τέτοιο όπλο», δήλωσε ο Μάικλ Ρίτσαρσον, ερευνητής στο Ινστιτούτο Σπουδών της Νοτιοανατολικής Ασίας στη Σιγκαπούρη, το 2011 στην εφημερίδα Japan Times εικάζοντας σχετικά με την εφαρμογή του DF-21D, «θα είναι δύσκολο για την Ουάσιγκτον, αν όχι αδύνατο, να στείλει τις ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων στην Ιαπωνία, στη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν ή οποιοδήποτε άλλο συμμαχικό ή φιλικό έθνος στον Δυτικό Ειρηνικό, για να τις πυερασπίσει όπως απειλούνται από τις κινεζικές δυνάμεις ή δέχονται επίθεση.»
Ακόμα οι Κινέζοι δεν έφθασαν στο επίπεδο να αρνηθούν την πρόσβαση των αμερικανικών αεροπλανοφόρων στην Ανατολική Κίνα και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, αλλά αυτό πιθανότατα θα μπορούσε να αλλάξει στο μέλλον. Και εάν η Κίνα αποκτήσει την ικανότητα και την χρησιμοποιήσει στην πραγματικότητα; «Η Αμερική θα ζητήσει εκδίκηση», είναι πεπεισμένος ο εμπειρογνώμονας γεωπολιτικών θεμάτων Τζον Πάικ. «Θα το ρισκάρει αυτό το Πεκίνο;»
defencenews.gr