Κελλιά στα Καρούλια. |
«Εκεί
εις τους πρόποδας του Άθω, εις τους προβούνους του “Καρμηλίου” αρχίζουν εκτεινόμενα
εις απόκρημνον προς την θάλασσαν κατωφέρειαν, τα φοβερά και την θέαν ακόμη, “Kαρούλια”. Τόπος απαρηγόρητος μηδέ ίχνος χλόης, μηδέ
σταγών πηγαίου ύδατος, ξηρότης άκρα, πέτρα επί πέτρας όπου μικρά κοιλότης και
συμπαγής βράχος η όλη περιοχή, η δε κλίσις τόσο απότομο, ώστε από θαλάσσης, νομίζει
τις αυτήν κρεμάμενον πίνακα με ζωγραφισμένους εν αυτώ τους λευκούς οικίσκους
των αναχωρητών, διότι αναχωρηταί και εκτός του κόσμου λογίζονται οι οικήτορες
των “Καρουλίων”, “τα πετροχελίδονα του Όρους”, κατά τινα λαογράφον.
Εις
αυτήν την άνικμον πέτραν έστησαν τας καλιάς των 20 περίπου φιλέρημοι τρυγόνες,
ψυχαί ποθούσαι την ησυχίαν, σκοπούσαι προς τον Παράδεισον. Οι πλείονες είναι Ρώσοι
και οι λοιποί Έλληνες, αμφότεροι δε πολιτογραφημένοι εις την Βασιλείαν των
Ουρανών. το εργόχειρόν των είναι πενιχρόν. Κομβοσχοίνια,
κομβολόγια εκ κογχυλίων, βιβλιοδεσία, σαρωθροποιία και ταύτα ίνα μη τρώγωσιν “άρτον
αργόν”, ως εργασίαν μόνιμον και κυρίαν έχοντες την προσευχήν.
Εκ
των Ρώσων οι πλείστοι ζώσιν ως έγκλειστοι, μηδόλως αφιστάμενοι της περιοχής της
καλύβης των, έχουσι δε ως οικονόμον των τον αγαθόν πατέρα Αλέξανδρον, επί δεκάδας
ετών περιερχόμενον το Όρος, ίνα εκ του πενιχρού εργοχείρου του, των εκ θάμνων
σαρώθρων και της ελεημοσύνης των Ιερών Μονών, επαρκή εις τας στοιχειώδεις ανάγκας
των αδελφών. Και ίνα μη χάσει την εκ της ησυχίας ψυχικήν γαλήνην επί τόσα έτη
δεν εξέμαθε ή προσποιείται ότι δεν εξέμαθε διόλου ελληνικά.
Οι
Έλληνες είναι σχεδόν όλοι πρώην μοναστηριακοί, σκανδαλισθέντες εκ της αλλαγής του
θρησκευτικού ημερολογίου εκ τω κόσμω, και μη ανεχόμενοι το μνημόσυνον του
Οικουμενικού Πατριάρχου, ως αιτίου της τοιαύτης αλλαγής. Κατά τα άλλα εισίν άξιοι
παντός σεβασμού, και θαυμασμού δια την άκραν αυταπάρνησίν των, σεβαστοί και δι΄
αυτήν την πλάνην των, εφόσον προέρχεται εξ ακριβείας, κατ΄ αυτούς, θρησκευτικής,
θαυμαστοί δια την εκουσίαν στέρησιν και πτωχείαν, χάριν της ψυχικής των σωτηρίας.
Ό,τι ήτο δια την Αίγυπτον και τους μοναχούς
της η “Βαθύτατη έρημος”, είναι δια τον Άθω και τους πατέρας του τα “φοβερά Καρούλια”.
Από
του ύψους 15-20 μέτρων υπέρ την θάλασσαν αναμένει ο έγκλειστος ερημίτης ως “νεοσσός
κοράκων”, πότε θα διέλθει λέμβος τις και αποθέσει εντός του κρεμαμένου καλαθιού
τεμάχιον άρτου. και τούτω εν καιρώ γαλήνης. Αλλά και πότε γαλήνην
εις την Ξερξοφάγον εκείνην θάλασσαν ; Και πότε χορτασμός εκ μέρους πτωχών αλιέων
και λεμβούχων ; Αλιείς και αυτοί του ξηρού επιούσιου εις την ακρώρειαν εκείνην,
ανασύρωσι πρωίας και εσπέρας τα “καρούλια” των, αλλ΄ ως επί το πολύ κενά, αφ΄ ότου
τας κωπάς αντικατέστησαν αι μηχαναί και τα δίκτυα, αι σαγήναι του πελάγους.
Εκ
των αρτοαλιευτικών τούτωνκαρουλίων προήλθεν η τοπωνυμία. Ως όστρακα κολλημένοι
εις τον αλίκτυπον βράχον του ακρωτηρίου, απεκδέχονται τον υετόν του ουρανού, ίνα
δροσίσωσι την γλώσσαν των. Πόσοι εξ ημών, και πόσοι από τε ξηράς και θαλάσσης,
παρερχόμενοι και διαπορευόμενοι δεν κινούσι τας κεφαλάς, οικτήροντες αυτούς ως
απονενοημένους ; Έχουσι δίκαιον, οι εκ της γης ούτω σκέπτονται και ομιλούσιν.
οι εκ του ουρανού, ουράνια φρονούσι και εις ουρανούς περιπολεύουσιν, αετοί υψηπέται
αυτοί, και ημείς νήσσαι χαμερπείς, α ου δυνάμεθα ποιείν χλευάζοντες».
ΠΗΓΗ
: ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Ο
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1987, σσ. 153 κ.ε.