Γελοιογραφία του Αλεξέι Γιορς |
Στανισλάβ Ζίζνιν, ειδικά για τη RBTΗ
Ποιος θα κερδίσει από ενδεχόμενη ενεργειακή διαμάχη ΕΕ-Ρωσίας;
Κανένας. Αν προχωρήσει, όμως, το «δυναμικό σενάριο απεξάρτησης» της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο, περισσότερο χαμένοι θα βγουν οι βιομηχανίες και οι ευρωπαίοι καταναλωτές.
Τους τελευταίους μήνες, υπό την επίδραση της ουκρανικής κρίσης, καθώς και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, η συζήτηση για τη μελλοντική πορεία των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έρχεται ολοένα συχνότερα στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Και το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται, είναι ποιος και από ποιόν εξαρτάται περισσότερο; Η Ρωσία από την ΕΕ, ή οι ευρωπαϊκές χώρες από τη Ρωσία;
Το ερώτημα έθεσε πιο στοχευμένα ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ντέϊβιντ Κάμερον, όταν μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, στις 21 Μαρτίου 2014, δήλωσε ότι η Ρωσία εξαρτάται περισσότερο από την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Την ίδια στιγμή, ο Κάμερον σημείωσε ότι σε περίπτωση πιθανών κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας στον τομέα του εμπορίου ενεργειακών πόρων, η ΕΕ θα πρέπει να δει ταυτόχρονα και το ζήτημα της διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας φυσικού αερίου σε μακροπρόθεσμη βάση, ώστε να εξαρτάται από τη Ρωσία στο ελάχιστο.
Ποιος θα κερδίσει από ενδεχόμενη ενεργειακή διαμάχη ΕΕ-Ρωσίας;
Κανένας. Αν προχωρήσει, όμως, το «δυναμικό σενάριο απεξάρτησης» της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο, περισσότερο χαμένοι θα βγουν οι βιομηχανίες και οι ευρωπαίοι καταναλωτές.
Τους τελευταίους μήνες, υπό την επίδραση της ουκρανικής κρίσης, καθώς και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, η συζήτηση για τη μελλοντική πορεία των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έρχεται ολοένα συχνότερα στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Και το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται, είναι ποιος και από ποιόν εξαρτάται περισσότερο; Η Ρωσία από την ΕΕ, ή οι ευρωπαϊκές χώρες από τη Ρωσία;
Το ερώτημα έθεσε πιο στοχευμένα ο Βρετανός πρωθυπουργός, Ντέϊβιντ Κάμερον, όταν μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, στις 21 Μαρτίου 2014, δήλωσε ότι η Ρωσία εξαρτάται περισσότερο από την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Την ίδια στιγμή, ο Κάμερον σημείωσε ότι σε περίπτωση πιθανών κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας στον τομέα του εμπορίου ενεργειακών πόρων, η ΕΕ θα πρέπει να δει ταυτόχρονα και το ζήτημα της διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας φυσικού αερίου σε μακροπρόθεσμη βάση, ώστε να εξαρτάται από τη Ρωσία στο ελάχιστο.
Αργότερα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορέσουν σύντομα να προμηθεύουν τις ευρωπαϊκές χώρες με περισσότερο φυσικό αέριο απ’ ό,τι καταναλώνει η ΕΕ. Για το ίδιο ζήτημα, η Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμματίζει μέχρι την Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου, να αναπτύξει ένα σχέδιο δράσης που αφορά στη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας φυσικού αερίου ώστε να μειώσει την εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Μακροχρόνιες σχέσεις αμοιβαίου οφέλους
Θα ξεκινήσω με την πραγματικότητα. Σύμφωνα με την Eurostat, το 2013 το
μερίδιο του ρωσικού φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της ΕΕ ήταν
περίπου 25%. Ταυτόχρονα, τα κράτη της Βαλτικής, η Φινλανδία και αρκετές
άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, εξαρτώνται από το ρωσικό φυσικό
αέριο κατά σχεδόν 100%, ενώ ορισμένες άλλες χώρες, από 28%-40%. Ο
ρωσικός «γαλάζιος χρυσός», αποτέλεσε την πηγή για να μπορέσει η ΕΕ να
αποκτήσει σημαντικά οικονομικά οφέλη που μετρώνται σε εκατοντάδες
δισεκατομμύρια δολάρια, να εξασφαλίσει μια καλή ποιότητα ζωής στην
καθημερινότητα των πολιτών της, να προμηθεύει με το απαραίτητο καύσιμο
για την απρόσκοπτη λειτουργία τους εκατοντάδες μονάδες παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας και επιχειρήσεις. Δηλαδή, μιλάμε για την άμεση ή
έμμεση δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας, καθώς και την ισορροπημένη –
οικονομικά και ενεργειακά - λειτουργία ενός μεγάλου αριθμού βασικών
βιομηχανιών στις ευρωπαϊκές χώρες. Με άλλα λόγια, διαμορφώθηκε ένα
ισχυρό σύστημα αμοιβαίου οικονομικού οφέλους.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του τμήματος φυσικού αερίου, άνθρακα και
ηλεκτρικής ενέργειας του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), Λάζλο Βάρο
(Laszlo Varro), οι χώρες της
ΕΕ θα παραμείνουν ο μεγαλύτερος καταναλωτής ρωσικού φυσικού αερίου και
στις επόμενες δεκαετίες. Αυτό οφείλεται πρωτίστως σε οικονομικούς
παράγοντες. Για παράδειγμα, για την αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού
αερίου θα απαιτηθούν σημαντικοί πόροι και η τιμή του φυσικού αερίου από
τις νέες εξωτερικές πηγές, μπορεί να είναι τελικά σημαντικά υψηλότερη
από την τιμή του φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ένας από τους τρόπους για
να μειωθεί η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, είναι η πολιτική της
ΕΕ για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, καθώς και η μεγαλύτερη
χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αν και παρατηρείται μια θετική
τάση στο θέμα της ενεργειακής απόδοσης, οι ελπίδες για την ενεργό
ανάπτυξη των εναλλακτικών πηγών ενέργειας δεν δικαιολογούνται από τα
μέχρι σήμερα αποτελέσματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα της ΕΕ
«20-20-20» που είχε σαν στόχο την αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων
πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ μέχρι το 2020 στο 20%, έχει
«παγώσει».
Τα μελλοντικά σενάρια
Ποιές είναι οι επιλογές και τα «σενάρια» για την αντικατάσταση του
ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη; Για την πλήρη διακοπή ή για μια
σημαντική μείωση των εισαγωγών ρωσικού «γαλάζιου χρυσού», η ΕΕ θα πρέπει
να βρει προμηθευτές φυσικού αερίου από άλλες χώρες. Αυτό όμως θα
απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και η σταδιακή αντικατάσταση του ρωσικού
φυσικού αερίου θα διαρκέσει από 10 έως 20 χρόνια.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εταιρείας «Bernsten & Co», για την
υλοποίηση του σεναρίου της πλήρους εγκατάλειψης του συστήματος
τροφοδοσίας της Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο, θα χρειαστούν τεράστιες
επενδύσεις που θα ανέρχονται -μόνο στα επόμενα 4 χρόνια- στα 215 δις
δολάρια. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα πρέπει να πληρώσουν
«πρόστιμα» στη «Gazprom» για τις μη – παραδοθείσες ποσότητες φυσικού
αερίου, στο πλαίσιο του όρου «take-or-pay» των μακροπρόθεσμων συμβολαίων
που ισχύουν για την περίοδο έως το 2020 και για ορισμένα, ακόμη και
μέχρι το 2035.
Το δίκτυο των αγωγών
Το κύριο μέρος του συστήματος μεταφοράς φυσικού αερίου της ΕΕ είναι
προσαρμοσμένο στην προμήθεια και εμπορία φυσικού αερίου μέσω αγωγών. Οι
επιπρόσθετες δυνατότητες διοχέτευσης φυσικού αερίου από τη Νορβηγία
είναι περιορισμένες.
Όσον αφορά (στα σχέδια) της κατασκευής αγωγών φυσικού αερίου από τη Μέση
Ανατολή και το Ιράν, λόγω της πολιτικής αστάθειας στην περιοχή,
υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι που εμποδίζουν την υλοποίηση των σχετικών
έργων. Η μεταφορά φυσικού αερίου από το Τουρκμενιστάν μέσω του «αγωγού
φυσικού αερίου της Κασπίας», που θα διέρχεται από τον πυθμένα της
Κασπίας Θάλασσας στη διαδρομή Μπακού - Τουρκία - Ευρώπη, δεν είναι
ρεαλιστική, λόγω της έλλειψης νομικού καθεστώτος για την Κασπία Θάλασσα.
Ο ρόλος του LNG
Τι γίνεται με την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ - LNG);
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη σήμερα λειτουργούν
περίπου 20 τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου (συνολική
αποθηκευτική ικανότητα 190 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων ΥΦΑ ετησίως).
Ωστόσο, οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, σύμφωνα με τη «BG
Group», μειώθηκαν από τα 90 δις κυβικά μέτρα ετησίως το 2011 στα 48 δις
κ.μ. το 2013. Δηλαδή, οι υφιστάμενοι τερματικοί σταθμοί υπολειτουργούν
και η κατασκευή νέων, δεν είναι πάντα ένα οικονομικά βιώσιμο project.
Αυτό οφείλεται στις ιδιαιτερότητες της αγοράς υγροποιημένου φυσικού
αερίου. Έτσι, τα επιχειρηματικά σχέδια είναι αποτελεσματικά και
οικονομικά βιώσιμα εάν το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται σε περιοχές κοντά
στους θαλάσσιους τερματικούς σταθμούς ΥΦΑ. Για την ηπειρωτική Ευρώπη,
τα έργα αυτά δεν είναι πολύ κερδοφόρα, γιατί όπως έχει ήδη αναφερθεί, το
κύριο μέρος της υποδομής μεταφοράς φυσικού αερίου έχει σχεδιαστεί για
το «γαλάζιο χρυσό» που μεταφέρεται μέσω αγωγού.
Ανάμεσα στους πολλά υποσχόμενους προμηθευτές LNG στην Ευρώπη, είναι κατά
κύριο λόγο η Νορβηγία, η οποία μπορεί να παρέχει ετησίως περίπου 20
δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Στη συνέχεια, είναι οι χώρες
της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, καθώς και της Ανατολικής
Μεσογείου. Στις χώρες αυτές υπάρχουν σχέδια για την αύξηση της παραγωγής
«γαλάζιου χρυσού», κατασκευής τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού
αερίου και της εξαγωγής του. Αλλά κάθε ένα από αυτά τα έργα βρίσκεται
αντιμέτωπο με μια σειρά από πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, που
εμποδίζουν την υλοποίησή τους στο εγγύς μέλλον.
Όσον αφορά στις προμήθειες φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ και τον Καναδά που
συνδέονται με την «επανάσταση του σχιστόλιθου», αξίζει να σημειωθεί το
εξής: Πρώτον, η περαιτέρω αύξηση της παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού
αερίου στις ΗΠΑ σε μεγάλη κλίμακα κατά τα επόμενα χρόνια, μπορεί να
αντιμετωπίσει μια σειρά από οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που
θα σταματήσουν αρκετά από αυτά τα φιλόδοξα έργα. Επιπλέον, για να
προχωρήσουν σε σημαντικές εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, οι
Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επενδύσουν τεράστιους οικονομικούς
πόρους στην κατασκευή τερματικών σταθμών στην Ανατολική Ακτή. Αυτό θα
καταστεί δυνατό μόνο εάν οι αμερικανικές εταιρείες σιγουρευτούν ότι ο
υπερατλαντικός «γαλάζιος χρυσός» θα βρει τη θέση του στην αγορά της ΕΕ
σε καλές και προσιτές τιμές. Προς το παρόν, οι συνθήκες της αγοράς δεν
είναι ευνοϊκές για την εξαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ
και τον Καναδά στην Ευρώπη.
Δεύτερον, στην περίπτωση υλοποίησης του σεναρίου της πλήρους
«απεξάρτησης» από το ρωσικό φυσικό αέριο στο εγγύς μέλλον, οι χώρες της
Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης δεν θα μπορούν πλέον να
ανταπεξέλθουν στην κάλυψη στοιχειωδών αναγκών του πληθυσμού τους, όπως
είναι η θέρμανση και η παροχή επαρκούς ηλεκτρικής ενέργειας. Για τις
άλλες χώρες της ΕΕ, οι συνέπειες δεν θα είναι τόσο καταστροφικές, αλλά,
παρ’ όλα αυτά, μια τέτοια εξέλιξη θα επιφέρει σημαντικές αρνητικές
επιπτώσεις στην οικονομία της ενωμένης Ευρώπης. Ειδικότερα, αυτό θα
σημαίνει διακοπή ή πολύ σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του 30% των
ευρωπαϊκών Θερμοηλεκτρικών Σταθμών (ΘΗΣ) και σε περισσότερο από τις
μισές μεταλλουργικές και χημικές εταιρείες.
Για τη Ρωσία, στην περίπτωση σημαντικής μείωσης των εξαγωγών φυσικού
αερίου μέχρι το 2020 (στο ένα τέταρτο των ποσοτήτων), οι απώλειες μπορεί
να φτάσουν πάνω από 15 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Για να
αντισταθμίσει τη ζημιά, η Ρωσία θα πρέπει να ενεργοποιήσει τα
«ανατολικά» projects. Τα έργα που αφορούν στην εξαγωγή φυσικού αερίου
μέσω αγωγών και ΥΦΑ στις χώρες της βορειοανατολικής Ασίας. Επιπλέον, η
Ρωσία ήδη σχεδιάζει να αυξήσει την παροχή υγροποιημένου φυσικού αερίου
προς την Κίνα και σε άλλες χώρες της περιοχής .
Συμπεράσματα και προβλέψεις
Τα συμπεράσματα από μια τέτοια εξέλιξη έρχονται σαν λογικό επακόλουθο
της γεω-οικονομικής πραγματικότητας και είναι πολύ σημαντικά για το
μέλλον των ενεργειακών σχέσεων και των οικονομικών αλληλεπιδράσεων στην
Ευρασία. Καταρχήν, εάν αφαιρέσουμε τα πολιτικά προβλήματα που ανέκυψαν
κατά τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης, τις κυρώσεις και την πιθανότητα
διακοπής ή σοβαρής μείωσης των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου προς την
ΕΕ, γίνεται σαφές ότι και οι δύο πλευρές θα υποφέρουν, αλλά εντέλει, η
ζημία για την ΕΕ θα είναι πιο σημαντική.
Δεύτερον, δεν θα πρέπει να περιμένουμε ούτε απότομες, ούτε βιαστικές
κινήσεις από την ΕΕ στον τομέα των σχέσεων με τη Ρωσία που αφορά στην
προμήθεια φυσικού αερίου, στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Τρίτον. Ξεκινάμε τις υποθέσεις μας από την παραδοχή, ότι η ουκρανική
κρίση θα διευθετηθεί με τον καλύτερο τρόπο και ότι η συνεργασία στον
τομέα φυσικού αερίου μεταξύ Ρωσίας - ΕΕ θα αναπτυχθεί με βάση την
ισορροπία των (αμοιβαίων) συμφερόντων των δύο πλευρών, ανάμεσα στα άλλα
και στο πλαίσιο του ενεργειακού διαλόγου που διενεργείται μεταξύ Ρωσίας
και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο διδάκτωρ οικονομικών επιστημών Στανισλάβ Ζίζνιν, είναι καθηγητής του Κρατικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας (MGIMO) και πρόεδρος του Κέντρου Ενεργειακής Διπλωματίας και Γεωπολιτικής.