Με
μια εθνική τραγωδία άμεσα, τώρα, κινδυνεύει να ολοκληρωθεί η οικονομική
και κοινωνική καταστροφή που πλήττει, εδώ και τέσσερα χρόνια, τον
ελληνικό λαό σε Ελλάδα και Κύπρο, μετατρέποντας τα δύο κράτη σε
«αποικίες χρέους» της «παγκοσμιοποίησης», αφαιρώντας τους δηλαδή όση
εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία διέθεταν... προ της κρίσεως και
υπονομεύοντας τον δημοκρατικό τους χαρακτήρα. Στην Κύπρο αύριο, στην
Ελλάδα μεθαύριο, ο ελληνικός λαός κινδυνεύει με οριστική απώλεια των…
κεκτημένων του 1821 και του 1955, των κρατών του δηλαδή!
Ο
κίνδυνος στην Κύπρο δεν είναι τόσο η «διχοτόμηση», όπως ήταν στις
δεκαετίες του 1960 και 1970. Ο αληθινός κίνδυνος είναι η οριστική
κατάργηση του δημοκρατικού χαρακτήρα, της κυριαρχίας και της
ανεξαρτησίας του κυπριακού κράτους, εν ονόματι μιας δήθεν επανένωσης,
όπως παρολίγον να συμβεί το 2004 με το υποστηριχθέν φανατικά από τους
Αγγλοαμερικανούς και το εγχώριο κατεστημένο σχέδιο Ανάν.
Ο
Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, υπερβαίνοντας και αυτό το ιστορικό
ρεκόρ της απάτης ΓΑΠ («Λεφτά υπάρχουν»), έδωσε την περασμένη άνοιξη
καίριο πλήγμα στο κράτος του επιτρέποντας ένα κούρεμα καταθέσεων, που
είχε αποκλείσει κατηγορηματικά πριν και μετά την εκλογή του και
υπογράφοντας στη συνέχεια μια δανειακή σύμβαση που υπονομεύει την
κυριαρχία, ανεξαρτησία και δημοκρατία στην Κύπρο. Τώρα, ο «’Αδης», όπως
τον αποκαλούν οι πιο μαχητικοί επικριτές του, δίκην «Υπερεφιάλτη»,
ολοκληρώνει το κακό επαναφέροντας τις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, που
δεσμεύτηκε να μην κάνει, μέσω ενός «κοινού ανακοινωθέντος» που
ετοιμάζεται να υπογράψει από κοινού με τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων κ.
‘Ερογλου. ‘Εχουμε, φαίνεται, βαλθεί ως ‘Ελληνες, να ξεπεράσουμε κάθε
παγκόσμιο ρεκόρ υποτέλειας!
Κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας
Τι
γράφει αυτό το «κοινό ανακοινωθέν», σύμφωνα τουλάχιστο με όσες
πληροφορίες έχουν δει το φως της δημοσιότητας; ‘Όπως και το σχέδιο Ανάν
αναφέρεται αρχικά σε αυτές τις ωραίες αρχές, της ενιαίας κυριαρχίας,
ιθαγένειας κλπ. Μετά, τις αναιρεί μία προς μία προβλέποντας ότι θα
υπάρχει μεν η «μία ιθαγένεια» θα υπάρχουν όμως και οι ιδιότητες του
πολίτη ενός εκάστου των συνιστώντων κρατών, ότι η κυριαρχία θα εκπηγάζει
όχι από τον κυπριακό λαό αλλά «ισότιμα από τους Ελληνοκύπριους και τους
Τουρκοκύπριους» και από τα δύο «συνιστώντα κράτη». Με άλλα λόγια, το
νέο κράτος δεν θα είναι συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας που ιδρύθηκε
το 1960, ούτε πραγμάτωση του δικαιώματος του κυπριακού λαού στην
αυτοδιάθεση, αλλά της θέλησης της Κυπριακής Δημοκρατίας – υποβιβαζόμενης
σε ελληνοκυπριακό κρατίδιο - και του ψευδοκράτους που ίδρυσε, εισβάλλων
στην Κύπρο, ο τουρκικός στρατός. Πρόκειται για κατάλυση της Κυπριακής
Δημοκρατίας και επειδή, δεδομένης της απόλυτης και απολύτως
αντιδημοκρατικής ισότητας πλειοψηφίας και μειοψηφίας, το νέο «κράτος»
δεν θα είναι κυβερνήσιμο, πιθανώς θα προβλεφθεί τελικά μηχανισμός
επιδιαιτησίας (όπως οι ξένοι δικαστές του σχεδίου Ανάν) που θα παίρνουν
τις αποφάσεις – δηλαδή η Κύπρος θα ξαναγίνει αποικία των
Αγγλοαμερικανών.
Σε
αντίθεση με την προηγούμενη απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας, το
2004, με το σχέδιο Ανάν, αυτά δεν παρουσιάζονται στο τέλος, αλλά στην
αρχή της διαπραγμάτευσης! ‘Ένα ανακοινωθέν δεν έχει ασφαλώς την οριστική
νομική βαρύτητα μιας διεθνούς σύμβασης, δεν παύει όμως να είναι ένα
επίσημο κείμενο που υπογράφεται από τους εκπροσώπους της Κυπριακής
Δημοκρατίας και των Ελληνοκυπρίων και το οποίο μπορεί να επικαλείται εις
το διηνεκές η άλλη πλευρά. ‘Όλα φυσικά μπορούν κάποια στιγμή να
αμφισβητηθούν, είναι όμως πολύ πιο εύκολο να μην υπογραφούν, από το να
υπογράφονται και να απορρίπτονται στο τέλος. Κανένα κράτος, κανένα
έθνος, κανένας λαός με στοιχειώδη αξιοπρέπεια δεν υπογράφει τέτοια
πράγματα δια των εκπροσώπων του. Και κανείς λαός που ανέχεται επί μακρόν
τέτοια αναξιοπρέπεια από τους ηγέτες του δεν επιβιώνει ελεύθερος επί
μακρόν.
Αν
οι νομικοί όροι που αναφέραμε παραπάνω σας φαίνονται «κορακίστικα», δεν
παύουν να έχουν όμως μεγάλη σημασία στην πράξη, εξ ου και η επιμονή
Τούρκων και του «διεθνούς παράγοντα» στη συμφωνία των Ελληνοκυπρίων.
Στην πραγματικότητα, οι Τουρκοκύπριοι, ακριβέστερα η Τουρκία και οι εξ
αυτής έποικοι θα διατηρήσουν το κρατίδιο που τώρα διαθέτουν στον βορρά
του νησιού, ίσως επιστρέφοντας μερικές, λίγες περιοχές και θα ασκούν
εκεί, πρακτικά ανεμπόδιστοι, την κυριαρχία που ασκούν και σήμερα.
Ταυτόχρονα όμως θα αποκτήσουν δικαιώματα «συνιδιοκτήτη» 50% επί του όλου
κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας που είναι σήμερα στα χέρια των
Ελληνοκυπρίων, συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού (82%). Φυσικά,
κάθε μειοψηφία έχει δικαίωμα συμμετοχής στη διακυβέρνηση του κράτους της
και δικαίωμα ιδιαίτερων προνοιών για την προστασία της. Δεν μπορούν
όμως τα δικαιώματα της μειοψηφίας να ακυρώσουν τα πιο θεμελιώδη
δικαιώματα της πλειοψηφίας, το δικαίωμα δηλαδή να διαθέτει ένα κάπως
κανονικό κράτος, όπου να ισχύει ο κανόνας της πλειοψηφίας και το
δικαίωμα της αυτοάμυνας!
Όροι νέας «Βοσνίας»
Τέτοιου
είδους σχέδια κινδυνεύουν όχι να λύσουν, αλλά να ξανανοίξουν στην
πραγματικότητα το «παγωμένο» σήμερα κυπριακό, υπό πολύ δυσμενέστερες
συνθήκες, δημιουργώντας όρους νέας «Βοσνίας» στο νησί, αν κάτι τέτοιο
χρειασθεί στον διεθνή παράγοντα. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, η
στέρηση των Ελληνοκυπρίων από το κράτος τους θα συμβάλλει πιθανότατα στη
μετανάστευση όσων τουλάχιστο μπορούν να φύγουν, θα οδηγηθούμε σταδιακά
σε μια «Κύπρο χωρίς ‘Ελληνες», όπου άλλωστε οδηγούμεθα και με οικονομικά
μέσα.
Περιττό
να σημειώσουμε ότι μια τέτοια «λύση» του κυπριακού θα «ομηροποιήσει» τη
μητροπολιτική Ελλάδα. Καμμιά κυβέρνηση στην Αθήνα δεν μπορεί να
αδιαφορήσει για την τύχη του εναπομείναντος κυπριακού ελληνισμού, που θα
γίνει έτσι ένα επιπλέον όργανο ελέγχου της Ελλάδας από την Τουρκία και
τους δυτικούς και άλλους «προστάτες» της Κύπρου.
Η
ελλαδική αριστερά (για το ΑΚΕΛ τι να πούμε, φέρει βαρύτατες ιστορικές
ευθύνες η ηγεσία του για το σημείο που βρίσκεται το νησί) θα έχει κάποιο
μέλλον μόνο αν αντιληφθεί εγκαίρως την εθνική σημασία της πολύπλευρης
επίθεσης που δέχεται ο ελληνικός λαός και τα δύο κράτη του. «Το εθνικό
είναι και λαϊκό, το λαϊκό και εθνικό», καταπώς έλεγε ο Γληνός στο «Τι
είναι και τι θέλει το ΕΑΜ».