Ἰωάννη Δρούγκα
Ἀντιστράτηγου ε.α.
Πολλὲς δεκαετίες πρίν, ἡ ὕπαιθρος ἔσφιζε ἀπὸ ζωή. Οἱ καταπράσινες πλαγιὲς ἦταν γεμάτες ἀπὸ αἰγοπρόβατα.
Τὸ θρὸϊσμα τῶν φύλλων τῶν δέντρων ἀναμειγνύετο μὲ τὸ γαύγισμα τῶν σκύλων, τὰ βελάσματα τῶν αἰγοπροβάτων καὶ ἡ φλογέρα τοῦ τσοπάνη δημιουργοῦσαν μία, κατὰ φαντασία, μελωδικὴ χορωδία.
Στὰ χωριὰ οἱ κάτοικοι, ζώντας πιὸ φτωχικὰ ἀπὸ τὰ τελευταῖα χρόνια, ποὺ ζοῦσαν μὲ δανεικά, ἦσαν ἀγαπημένοι μεταξύ τους. Παρόντες ὅλοι στὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες τῶν συγχωριανῶν τους.
Στὶς γιορτὲς, στὶς πλατεῖες τῶν χωριῶν παρέες–παρέες ἔπιναν τὸ ἀνόθευτο, οἰκολογικὸ ἀπὸ μόνο του, κρασὶ καὶ σχεδίαζαν τὸ αὔριο, ἐνῶ οἱ νέες καὶ οἱ νέοι ἔσερναν τὸ χορὸ συνοδεία λαϊκῶν ὀργάνων καὶ ὅταν αὐτὰ δὲν ὑπῆρχαν, χόρευαν τραγουδώντας τοπικὰ τραγούδια.
Ἡ κάθε οἰκογένεια παρήγαγε ὅλα ὅσα εἶχε ἀνάγκη (σιτάρι, κηπευτικά, φασόλια, ρεβύθια, φακὴ, σουσάμι, μέλι), προϊόντα γιὰ τὰ ζῶα (καλαμπόκι, κριθάρι κ.λ.π.). Εἶχε 8-10 πρόβατα γιὰ τὸ γάλα, τὸ τυρί, τὸν τραχανὰ καὶ τὸ κρέας καὶ γιὰ συμπλήρωμα σὲ κρέας διατηροῦσε ἕνα χοῖρο καὶ 10-20 κοτόπουλα.
Οἱ πόλεις τῆς ὑπαίθρου μὲ τὰ κτίρια ποὺ θεωροῦνταν ἔργα τέχνης καὶ μοντέλα ἀρχιτεκτονκής, ὅπως ἡ Βέροια, ἡ Νάουσα, ἡ Ἔδεσσα, τὰ Ἰωάννινα καὶ ὄχι μόνο, παρεῖχαν στοὺς κατοίκους μία ἀνθρώπινη ζωή, μὲ τὴν ὕπαρξη κήπων, παρτεριῶν, ἐλάχιστο τσιμέντο καὶ ὁ καθένας ἀπὸ τὸ παράθυρό του, τὶς ἀνέφελες νύχτες, παρακολουθοῦσε τὶς κινήσεις τῶν ἀστεριῶν.
Ἀκολούθησαν οἱ δεκαετίες 1960-2000. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς ὑπαίθρου ἄρχισε σταδιακὰ μέ τὴ μετανάστευση στὸ ἐσωτερικὸ καὶ παράλληλα, σὲ μικρότερη κλίμακα, στὸ ἐξωτερικό. Σιγὰ -σιγὰ τὰ χωριὰ ἐρήμωσαν, οἱ ἐπαρχιακὲς πόλεις, γιὰ νὰ χωρέσουν ὅλοι αὐτοὶ ἄρχισαν τὴν ἄναρχη τσιμεντοποίηση. Τὰ ἀρχιτεκτονικὰ στολίδια, γιὰ νὰ γίνουν διαμερίσματα, κατεδαφίστικαν, ἡ κονσερβοποίηση τῶν ἀνθρώπων ἄρχισε. Ὅταν καὶ αὐτὲς γέμισαν, ἄρχισε ἡ μετακίνηση πρὸς τὶς μεγαλοπόλεις. Προτιμοῦσαν νὰ ἐργάζονται στὶς οἰκοδομὲς στὰ ἐργοστάσια, ἀρκεῖ νὰ μὴ γυρίσουν στὸ χωριό. Δὲν τοὺς στεναχωροῦσε πού διέμεναν στὰ ὑπόγεια ἢ ἰσόγεια καὶ μερικὲς φορὲς στὸν 1ο ὄροφο τῶν πολυκατικιῶν, ἀρκεῖ νὰ ζοῦν σὲ πόλη. Θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτοὺς τους ΙΝ καὶ μειωνεκτικὸ νὰ ὀνομάζονται χωριάτες, γεωργοὶ κτηνοτρόφοι.
Μία ἄλλη αἰτία ἐρήμωσης τῆς ὑπαίθρου, ἦταν ὅτι ὅσοι παρέμειναν στὴν ὕπαιθρο ἠσχολοῦντο μὲ μονοκαλλιέργειες συγκεκριμένων προϊόντων, ὅπως βαμβάκι, καλαμπόκι, τεῦτλα, ἐλιὲς, λάδι, καπνό, ἑσπεριδοειδῆ, ροδάκινα. Ἡ μονοκαλλιέργεια αὐτὴ ποτὲ δὲν ὁλοκληρώθηκε, οὔτε ἐνσωματώθηκε σὲ ποιοτικὰ, τοπικὰ ἀγροτοβιομηχανικὰ προϊόντα ἢ ἀγροτουριστικὰ συστήματα.
Οἱ Διοικοῦντες τὸ κράτος, ἀντὶ νὰ βελτιώσουν τὴν ζωὴ τῶν νέων τῆς ὑπαίθρου, ἐκπαιδεύοντάς τους σὲ νέες καὶ πιὸ ἀποδοτικὲς καλλιέργειες, ἀντὶ νά δημιουργήσουν ἀνάλογες ὑποδομὲς, ὥστε ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ παραμείνουν στὰ μέρη τους, τοὺς προέτρεπαν, γιὰ τοὺς σὲ ὅλους μας γνωστοὺς λόγους, νὰ γίνουν Στρατιωτικοὶ Πενταετοῦς διάρκειας, φύλακες συνόρων, λιμενοφύλακες κ.λ.π. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πέτυχαν νὰ δημιουργήσουν τὴν πιὸ ἀκατοίκητη ὕπαιθρο στὴν Εὐρώπη.
Ποιοὶ ἔμειναν στά χωριά; Οἱ γέροι. Τὰ σπίτια ἐρήμωσαν, τὰ σχολεῖα ἔκλεισαν, λόγῳ ἐλλείψεως παιδιῶν. Ἐὰν ἐπισκεφθεῖς τὴν ὕπαιθρο διακρίνεις μία κατήφεια, μία θλίψη. Ἡ «θλίψη» αὐτὴ τῆς ὑπαίθρου ἐκφράζεται στὸ πρόσωπο τῶν μαυροντυμένων γυναικῶν, ποὺ σήμερα τὴν κατοικοῦν.
Ἡ πατρίδα μας, μία κυρίως ἀγροτικὴ χώρα, ἀντὶ νὰ ἐξάγει γεωργικὰ προϊόντα, δυστυχῶς τὰ εἰσάγει. Ἡ μαζικὴ ἀνεξέλεγκτη εἰσαγωγὴ προϊόντων διατροφῆς μᾶς ὁδήγησε νὰ τρῶμε κοτόπουλα μὲ ὁρμόνες, μὲ διοξίνες. Σαρκοφάγες ἀγελάδες, ποὺ εἶναι θανατηφόρες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καταναλωτές. Νὰ τρῶμε ἴσως προϊόντα μεταλλαγμένα καὶ ἐπικίνδυνα.
Στὰ χωριὰ, ἀντὶ νὰ παράγουν, ἔστω καὶ τὰ ἀπαραίτητα εἴδη μαναβικῆς, νὰ ζημώσουν τὸ βιολογικό τους ψωμὶ, περιμένουν τὸ μανάβη καὶ τὸν ἀρτοποιὸ τῆς διπλανῆς πόλεως γιὰ νὰ «ἀκουμπίσουν» τὴν πενιχρὴ συνταξή τους.
Ἡ οἰκονομικὴ κρίση, ποὺ ταλανίζει τὴ χώρα μας τὰ τελευταῖα δύο χρόνια, δειλὰ-δειλά, ἀπὸ ἀνάγκη καὶ ἔλλειψη ἐργασίας, ἀνάγκασε πολλοὺς, πρώην κατοίκους τῆς ὑπαίθρου, νὰ ξαναγυρίσουν σὲ αὐτὴν ἢ νὰ τὸ σκέπτονται σοβαρὰ νὰ ξαναγυρίσουν.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα αὐτοὶ ποὺ γύρισαν ἢ καὶ οἱ ἄλλοι πού θὰ γυρίσουν, ἔχουν προοπτικὴ ἀπασχόλησης, οἰκονομικῆς ἐξασφάλισης, προοπτικὴ ἐπαγγελματικῆς ἀνέλιξης; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ΝΑΙ.
Ὁ δρόμος ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθηθεῖ λέγεται ἀναγέννηση τῆς ὑπαίθρου, ἀγροτικὴ ἀναγέννηση. Ὁ ἀγροτικὸς χῶρος δὲν εἶναι μόνο γεωργικὸς ἢ κτηνοτροφικὸς, ἀλλὰ βιοτεχνικός, ἀγροτουρισμοῦ, θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ, γαστρονομίας, ἀναψυχῆς, περιβάλλοντος, βιοτεχνικοῦ μουσειακοῦ τουρισμοῦ. Ἔχουμε ἀλληλο-ἐξάρτηση πολλῶν τομέων σ᾿ ἕνα ὁλοκληρωμένο καὶ ποιοτικὸ τοπικὸ ἀγροτικὸ ἀναπτυξιακὸ σύστημα.
Ἡ Ἑλληνικὴ ὕπαιθρος ἔχει ἀνάγκη μίας δημιουργικῆς ἐπανάστασης. Μποροῦμε νὰ «κτίσουμε» τὴν ὕπαιθρο, νὰ ἔχουμε ἀγρότες–ἑστιάτορες, ἑστιάτορες– ἀγρότες, ἀγρότες –ξενοδόχους, στὰ πλαίσια ἀνάπτυξης τοῦ ἀγροτουρισμοῦ. Στὸ νέο ἀγροτικὸ χῶρο τὸ τοπίο θὰ προωθεῖ καὶ θὰ πουλᾶ προϊόντα καὶ τὰ προϊόντα τοπίο. Ὁ ἐπισκέπτης–τουρίστας ἐρχόμενος στὴν ὕπαιθρο νὰ συμμετέχει σὲ ἀνάλογες δραστηριότητες. Ἐνδεικτικὲς εἶναι:
α. Παρατήρηση οἰκοσυστήματος πουλιῶν, πανίδας, χλωρίδας, ἐπισκέψεις σὲ ὑδροβιότοπους.
β. Ἀθλήματα περιπέτειας (ράφτιν, πεζοπορία, ἱππασία).
γ. Πολιτιστικὲς περιηγήσεις (ἐπισκέψεις σὲ Μοναστήρια, Ἐκκλησίες, Λαογραφικὰ μουσεῖα, βιοτεχνικὰ μουσεῖα, παραδοσιακοὺς οἰκισμοὺς, ἀρχαιολογικοὺς χώρους).
δ. Γαστρονομία, Ἑλληνικὴ κουζίνα, οἰνοποιεῖα, τοπικὰ προϊόντα.
Σὲ αὐτὸ τὸ συνδυασμὸ ἔχουν στρατηγικὸ ρόλο οἱ δρόμοι τοῦ κρασιοῦ, τοῦ λαδιοῦ, τῶν θερμῶν λουτρῶν ἀναψυχῆς γιὰ νέους καὶ ἡλικιωμένους. Ἔξυπνες μορφὲς τουρισμοῦ ποὺ προσφέρουν παραμονὴ σὲ ἀρχιτεκτονικὰ καταλύματα σ᾿ ἕνα ἤρεμου τύπου ἀγροτικὸ τοπίο.
Στὸν τομέα τῆς βιολογικῆς καλλιέργειας εἴμαστε πολὺ πίσω. Ὑπάρχουν πολλὰ περιθώρια, σὲ σύγκριση μὲ ἄλλες Εὐρωπαϊκὲς χῶρες. Στὴν Αὔρα Τρικάλων, ἕνας ἀπόφοιτος πανεπιστημίου, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ βιολογικὴ ἐκτροφὴ ἀγελάδων καὶ προβάτων, ἔχει ἤδη κατακτήσει τὴν Ἰταλικὴ ἀγορὰ κρέατος. Μία ἄλλη περίπτωση, ἀπὸ πολλὲς ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναφέρει, εἶναι, δύο ἀδέλφια ἀπὸ τὴ Βόρεια Ἑλλάδα κατέκτησαν τὴν παγκόσμια ἀγορὰ μὲ παραδοσιακὰ οἰκολογικὰ, σπιτικὰ προϊόντα (γλυκὰ τοῦ κουταλιοῦ, μαρμελάδες, ζυμαρικὰ κ.λ.π).
Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἀναδεικνύεται ἡ ἀξία τῶν παραδοσιακῶν βιολογικῶν τυπικῶν προϊόντων ἑνὸς τόπου, μίας περιφέρειας π.χ. ἡ Σπιρουλίνα τῶν Σερρῶν (λέγεται ὅτι τροφοδοτεῖται ἡ ΝΑΣΑ, γιὰ τοὺς ἀστροναῦτες), τὰ μανιτάρια τῆς Πιερίας, ὁ κρόκος τῆς Κοζάνης κ.λ.π. Ἕνα ἄλλο φυτό, ποὺ τὰ τελευταῖα χρόνια καλλιεργεῖται ἀπὸ πολλοὺς παραγωγοὺς στὴν Ἑλλάδα, εἶναι τὸ ἱπποφαές, ἕνα φυτὸ ποὺ οἱ καρποὶ του ἔχουν φαρμακευτικὲς ἰδιότητες.
4
Ὅσοι ἀσχολοῦνται ἢ θὰ
ἀσχοληθοῦν μὲ τὴ γεωργία, θὰ πρέπει νὰ ἐπισκέπτονται τὰ
ἁρμόδια ὄργανα καὶ ὑπηρεσίες, προκειμένου νὰ βελτιώσουν
τὶς γνώσεις τους γιὰ καλύτερη παραγωγή.Οἱ τελευταῖες δεκαετίες ἀπέδειξαν, ὅτι οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ ἀγρότες δὲν μποροῦν νὰ κινηθοῦν μὲ ἀπόλυτη ἐπιτυχία στὸ νέο παγκόσμιο περιβάλλον, οὔτε ὡς σύνολα, οὔτε ὡς ἰδιῶτες. Νέες μορφὲς ἀλληλεγγύης καὶ συνεργασίας συλλογικῶν ὁμάδων καὶ ἰδιωτῶν μποροῦν νὰ συγκροτήσουν ἕνα νέο περιβάλλον καὶ μία ἄλλη ἀτμόσφαιρα κοινότητας. Ὁ ἀνταγωνισμὸς καὶ ἡ συνεργασία πρέπει νὰ ἐξελίσσονται σὲ ἕνα δημιουργικὸ πεδίο, σὲ ἕνα πεδίο ἀλληλεγγύης.
Νὰ ἀνατραπεῖ ἡ τάση ἀναζήτησης ἐργασίας στὶς πόλεις καὶ νὰ διοχετευτεῖ αὕτη πρὸς τὴν ὕπαιθρο. Νὰ βγεῖ ὁ ἀγρότης ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ὑποβάθμιση καί τὴν περιθωριοποίηση. Στὸ μέλλον κύρος θὰ ἔχει καὶ αὐτὸς ποὺ παράγει καλὸ κρασί, καλὸ λάδι, καλὸ τυρί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
- Ζαχαρής Εὐστάθιος. Γεωργικὴ καὶ συνεταιριστικὴ οἰκονομία. Ἀθήνα 1995.
- Μεσογειακὸ Ἀγρονομικὸ ἰνστιτοῦτο Μονπελιέ. Διατροφὴ καὶ γεωργία στὴ Μεσόγειο. Ἀθήνα 1986.
- Προβατᾶς Δημήτριος. Ἐγχειρίδιο ἐπιχειρηματικῆς γεωργίας. Ἀθήνα 2007.
- Χαραλαμπίδης Μιχαήλ. Ἀγροφιλία. Ἀθήνα 2002.
http://www.enromiosini.gr