Η
Μονεμβασιά (που δεν έχω πάει) είναι από κείνα που έκρυψα καλά
-σφιχτοδένοντας το σακούλι των απραγματοποίητων ονείρων- όταν οι καιροί
άρχισαν να λένε στους ανθρώπους "πάρε τα όνειρά σου και φύγε".
Δεν έφυγα και δεν θα φύγω.
Όμως τα
που πεθύμησα και ονειρεύτηκα τα μάζεψα άρον- άρον, σαν ρούχα υπό την
απειλή μεγάλης μπόρας. Άχρι καιρού....μέχρι να φύγουν οι ζητούντες την
ψυχή της πατρίδας....
Και
μετά, έτσι ξαφνικά, βρήκα αυτή την φωτογραφία της Αγίας Σοφίας του
Κάστρου της Μονεμβασιάς που -χτισμένη τον 12ο αιώνα- επιμένει να
στέκεται εκεί, λες και περιμένει να λευτερωθούν τα όνειρα και οι
άνθρωποι.
Παραπονεμένες
πέτρες και λουλούδια που άνθισαν κάτω από το δάκρυ της πέτρας,
αλειτούργητες προσευχές και σκιές κεκοιμημένων Βυζαντινών έγιναν
βιγλάτορες όσων αγαπήσαμε και φύλακες αυτών που θ' αναστηθούν.
Ετούτη
την ανάσταση χτίζοντας -εντός μας- κάνουμε τις κρυφές κόγχες του ιερού
και τις στρογγυλάδες των παραθύρων, καταφύγιο των στεναγμών.
Και σαν
περάσει ο ορισμένος καιρός και φουσκώσει -ποτάμι αγριεμένο- το
αναστέναγμα του κόσμου, ένα πρωί θα χτυπήσουν οι καμπάνες και οι κακοί
θα ψάχνουν τόπο να κρυφτούν αλλά δεν θα βρουν καθώς είναι γυμνός -σαν
την αλήθεια- ο βράχος της Μονεμβασιάς...