Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Εκείνον τον Σεπτέμβριο στην Πόλη… (μια συγκλονιστική ιστορία- και για μεγάλα παιδιά).

Για να θυμόμαστε και να μαθαίνουμε και στα παιδιά μας αυτά που θέλουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε…

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ_1955
πατέρας εἶχε φύγει ἀπό τό πρωί γιά τήν Πρίγκιπο καί τά δύο κορίτσια κάνοντας τίς βραδινές ἑτοιμασίες συζητοῦσαν χαμηλόφωνα. Δέν ἤθελαν νά ἀργήσει ἀπόψε νά ἔρθει ὁ πατέρας.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀπό τό ἀπόγευμα ἀκούγονταν ἄσχημες φῆμες στή ρωμαίικη συνοικία. Κάτι γιά ἕνα ἐπεισόδιο στήν Ἑλλάδα, κάτι γιά τίς ἐξεγέρσεις στή μακρινή Κύπρο, δέν ἤξεραν καί καλά. Γι’ αὐτό καί περίμεναν τόν πατέρα. Κάτι θά ἤξερε ἐκεῖνος νά τούς πεῖ.
Τό ρολόι χτύπησε ἐννιά. Ξαφνικά, μέσα στήν ἡσυχία ἀκούστηκε ἕνα τρομερό βουητό, ἕνας θόρυβος πού ὁλοένα μεγάλωνε.
— Θάνατος στούς γκιαούρηδες!
— Σπάστε, γκρεμίστε, εἶναι γκιαούρης!
Τά δύο κορίτσια ἔτρεξαν τρομαγμένα στό παράθυρο.
— Παναγιά μου! Φώναξε ἡ μεγάλη.
Ἑκατοντάδες Τοῦρκοι, κρατώντας λο- στούς, πέτρες καί βενζίνη εἶχαν ξεχυθεῖ καί ἔκαιγαν καί ἔσπαγαν τά πάντα. Ἔσπαγαν καί χειροκροτοῦσαν.
Θεέ μου… ποῦ βρέθηκαν ὅλοι αὐτοί;
— Τρέξε! Φώναξε ἡ μιά τους καί ἁρπάζοντας τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ὅρμησε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Ἤδη ἀκούγονταν δυνατά χτυπήματα στήν πόρτα. Σίγουρα θά τήν ἔσπαγαν.
— Παναγιά μου βόηθα!… γρήγορα στήν ἀποθήκη τῆς αὐλῆς!
Μπῆκαν μέσα καί ἔκλεισαν γερά ἀπό πίσω τους τήν πόρτα.
-Θεέ μου… Κάνε νάμήν τό σκεφτοῦν… Ἄγριες φωνές χαρᾶς ἀκούστηκαν. Τά εἶχαν καταφέρει. Εἶχαν μπεῖ στό σπίτι. Ἡ μικρή θέλησε νά βγεῖ, νά δεῖτί κάνουν.
— Κάτσε κάτω σοῦ λέω. Θές νά μᾶς βροῦν; ψιθύρισε συγχυσμένη ἡ μεγάλη.
Θυμωμένοι ἀκούγονταν τώραοἱ Τοῦρκοι. Δέν εἶχαν βρεῖ κανέναν μέσα. Καί σάν νά
ἔπρεπε κάπου νά βγάλουν τή μανία τους κατέστρεφαν ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους.
Στήν αὐλή ἔφτανε ὁ θόρυβος ἀπό σπασμένα γυαλιά καί χτυπήματα στούς τοίχους.
Ἡ μικρή ἔκλαιγε πιά μέ λυγμούς. Καί ἄν ἔφτανε τώρα ὁ πατέρας; Τί θά τοῦ ἔκαναν;
Γιατί ἡ μητέρα νά μήν εἶναι ἀνάμεσά τους νά τίς σώσει; Τήν εἶχαν χάσειτόσο νωρίς…
Σιγά σιγά ἄρχισε νά ξεμακραίνει ὁ θόρυβος. Σάν νά ἡσύχαζε ἡ γειτονιά. Αὐτές
ὅμως δέν ἀποφάσιζαν νά βγοῦν. Τό εἶχαν πάρει ἀπόφαση. Ἐκεῖ θά περνοῦσαν τό
βράδυ τους.
Ὁ πατέρας ἦρθε τήν ἄλλη μέρα. Τίς βρῆκε νά κοιμοῦνται στήν ἀποθήκη, ἔχοντας στήν ἀγκαλιά τους τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τίς ξύπνησε. Ἔπρεπε νά πᾶνε στό ἑλληνικό Προξενεῖο. Εἶχε πάρει αὐτό τό βράδυ τήν ἀπόφασή του. Θά ἔφευγαν γιά τήν Ἑλλάδα.
Βγαίνοντας ἀπό τό σπίτι ἀντίκρυσαν κάτι πού ξεπερνοῦσε κάθε φαντασία. Σπίτια,
μαγαζιά, περιουσίες, ὅλα κατεστραμμένα. Σφίχτηκε ἡ καρδιά τῶν κοριτσιῶν. Δέ μίλησαν.
Στό Προξενεῖο ὑπῆρχε ἀρκετός κόσμος. Ἦταν πολλοί οἱ Ἕλληνες πού εἶχαν ἔρθει ἐκεῖ γιά τόν ἴδιο λόγο. Ἐκεῖ μπόρεσαν ἐπιτέλους νά μάθουν τί εἶχε γίνει. Τήν προηγούμενη μέρα- διαδιδότανε- κάποιος ἄγνωστος εἶχε βάλει ἐκρηκτικό μηχανισμό στό σπίτι τοῦ Κεμάλ Ἀτατούρκ στή Θεσσαλονίκη. Ἀμέσως εἶχαν κυκλοφορήσει στήν Πόλη ἐφημερίδες μέ φωτογραφίες τοῦ καμένου σπιτιοῦ. Στό μεταξύ, Τοῦρκοι πού εἶχαν ἔρθει ἀπό τά βάθη τῆς Τουρκίας τίς προηγούμενες μέρες, εἶχαν σημαδέψει τά σπίτια καί τά καταστήματα τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ἔφτασε τό νέο τοῦ ἐμπρησμοῦ, βγῆκαν στούς δρόμους καί ἐκδικήθηκαν καταστρέφοντας ὅλες τίς ἑλληνικές περιουσίες.
….……………………………………
Σήμερα τά δύο κορίτσια, πού ἔχουν πιά μεγαλώσει, ζοῦν στήν Ἑλλάδα. Δέν ἐπέστρεψαν ποτέ στήν Πόλη. Ὄχι τόσο γιατί δέν μπόρεσαν, ὅσο γιατί ἡ ἀνάμνηση τῶν ἐπεισοδίων ἐκείνης τῆς νύχτας τίς κρατοῦσε μακριά.
Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ ἔρευνες εἶχαν δείξει τήν ἀλήθεια. Ἡ ἐνέργεια αὐτή σχεδιαζόταν πολύ νωρίτερα ἀπό ἐκείνη τή νύχτα, μέ τή βοήθεια ξένων δυνάμεων. Τόν ἐκρηκτικό μηχανισμό στήΘεσσαλονίκη τόν εἶχε τοποθετήσει κάποιος νεαρός Τοῦρκος, ὕστερα ἀπό ἐντολή τῆς τουρκικῆς κυβέρνησης. Ἀπό τήν ἔκρηξη εἶχαν προκληθεῖ ἐλάχιστες ζημιές, ὅμως στήν Πόλη κυκλοφόρησαν ἀμέσως παραποιημένες φωτογραφίες τοῦ σπιτιοῦ πού τό ἔδειχναν κατεστραμμένο καί ἄρχισαν οἱ προσχεδιασμένες καταστροφές.
Ἡ ἑλληνική συνοικία, μετά ἀπό ἐκείνη τή νύχτα καί ἀπό κάποια μέτρα τῆς τουρκικῆς κυβέρνησης πού ἀκολούθησαν, εἶχε σχεδόν ἀδειάσει. Οἱ περιουσίες τῶν Ἑλλήνων εἶχαν καταστραφεῖ. Οἱ δύο ἀδελφές, πού κοριτσάκια τότε εἶχαν φύγει ἀπό τήν Πόλη, συναντιοῦνται πιά καί μιλᾶνε γιά ἐκεῖνα τά ἀξέχαστα χρόνια πού ζοῦσαν στήν Πόλη τῶν ὀνείρων, τήν Πόλη πού ἔχασε πιά τήν αἴγλη της, μετά τή φυγή τῆςψυχῆς της, τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ.
Πετρωνία από το Περιοδικό Προς τη Νίκη, Σεπτέμβριος 2013 313
*Βασισμένο σέ μαρτυρία Κωνσταντινουπολίτισσας.
.
Επιμέλεια Alexia-momyof6
http://antexoume.wordpress.com

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...