Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

σχόλιο Γ.Θ : Μακάρι να ξαναγίνει Εκκλησία. Θα το ευχόμαστε και στην Αναστημένη Ελλάδα θα το επιδιώξουμε.
Στό καλύτερο Μουσεῖο τοῦ κόσμου, τό Μουσεῖο τῆς Ἀκροπόλεως, καταπώς ἔκριναν οἱ Βρεττανοί δημοσιογράφοι, οἱ ἐπισκέπτες του στό τέλος τῆς ξενάγησής τους, πληροφοροῦνται ἀπό βίντεο  ὅτι ὁ Παρθενώνας διετέλεσε καί χριστιανικός ναός. Αὐτό μονάχα. Γιά πόσα χρόνια ὑπῆρξε χριστιανικός ναός τό μαρτυρεῖ ὁ τίτλος τοῦ παρόντος σημειώματος. Γιά τό ποιά ἦταν ἡ εἰκόνα του ὡς χριστιανικοῦ ναοῦ γίνεται λόγος παρακάτω.
Στούς μακρούς αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἡ Ἀθήνα ἦταν μιά μικρή καί ἄσημη πόλη, πού τήν περιέκλειναν χαμηλά τείχη, μά πού εἶχε πάντοτε κορώνα καί στολίδι της τήν Ἀκρόπολη μέ τά ἐξαίσια μνημεῖα  της.
Ὁ περικαλλής ναός τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς ἀπό τόν 5ο αἰώνα μ. Χ. ἔγινε χριστιανικός. Ἀρχικά ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Σοφία τοῦ Θεοῦ καί ἀργότερα – πιθανότατα στούς χρόνους τοῦ Ἰουστινιανοῦ – στήν Παναγία, καί ἔλαβε τό ὄνομα «Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισα». Τιμώμενος πρῶτα στό ὄνομα τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς καί ἀργότερα στ’ ὄνομα  τῆς Παρθένου Μαρίας,  ὁ ναός ἐξακολούθησε νά  εἶναι ἕνας αἰώνιος Παρθενώνας!
Ἀφότου ὁ ναός παραδόθηκε στή χριστιανική λατρεία, δέχτηκε κάποιες προσθῆκες καί μεταβολές στό ἐσωτερικό του καί στό ἀνατολικό ἀέτωμα. Σημειώνουμε τίς κυριότερες ἀπό αὐτές:
Ὁ ναός χτίστηκε ὁλόγυρα καί ἀπόκτησε ἀντίθετο προσανατολισμό, ἀπό ἐκεῖνον πού εἶχε ὡς εἰδωλολατρικός. Δηλαδή ὁ ἀρχαῖος ὀπισθόδομος μετασχηματίστηκε σέ νάρθηκα καί ὁ ἀρχαῖος πρόναος, στ’ ἀνατολικά, ὑψώθηκε κατά ἕνα σκαλί καί μετασχηματίστηκε σέ ἱερό. Στό μεσότοιχο πού χώριζε τό σηκό ἀπό τόν κυρίως Παρθενώνα, ἀνοίχτηκε μεγάλη πύλη.
Ἐξωτερικά ὁ τοῖχος τοῦ ἱεροῦ χτίστηκε τρίπλευρος, μά ἐσωτερικά σχημάτιζε κόγχη. Στό ἱερό χτίστηκε μεγάλη ἁψίδα ἀπό ἄσπρο μάρμαρο ἡ ὁποία στηριζόταν  σέ δύο κολόνες. Ἡ ἀρχαία εἴσοδος στό ναό ἀπό ἀνατολικά κλείστηκε. Φεγγίτης ἀνοίχτηκε στό ἀέτωμα τῆς ἴδιας πλευρᾶς, πού φράζονταν ἀπό μοσχοβίτη λίθο μέ τρύπες κυκλικά, ἀπό τίς ὁποῖες περνοῦσε ὁ πρωινός ἥλιος καί περιέλουζε μέ τό φῶς του τά Ἅγια τῶν Ἁγίων πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἀπό τίς δυό πλευρές τοῦ ἱεροῦ προστέθηκε τοῖχος γιά τήν Πρόθεση καί τό Διακονικό. Τό τέμπλο ἦταν μαρμάρινο. Κάποιες ἀπό τίς πολυάριθμες κολόνες στό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ ἀφαιρέθηκαν. Στή νοτιοδυτική γωνία τοῦ νάρθηκα ὑψώθηκε μικρό καμπαναριό.
Οἱ ἐσωτερικοί τοῖχοι καλύφτηκαν ἀπό θαυάσιες τοιχογραφίες καί ψηφιδωτά μέ διάφορες χριστιανικές παραστάσεις καί εἰκόνες ἁγίων. Στήν κεντρική κόγχη καί μέσα σέ ὁλόχρυσο φόντο ὑπῆρχε ἡ τοιχογραφία τῆς Παναγίας διανθισμένη μέ πολύχρωμες ψηφίδες. Στό νότιο τοῖχο εἰκονιζόταν ἡ Σταύρωση. Ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος, οἱ Μυροφόρες, ὁ Ἄγγελος μπροστά στό μνημεῖο. Στό δυτικό τοῖχο εἰκονίζονταν διάφορες παραστάσεις ἀπό τό βίο τοῦ Χριστοῦ. Στό βορινό τοῖχο ὑπῆρχαν τοιχογραφίες ὄρθιων ἁγίων. Στόν ὀπισθόδομο (νάρθηκα) ἡ Παναγία εἰκονιζόταν βρεφοκρατούσα καί καθισμένη, ὅπως ἡ Πλατυτέρα, σέ θρόνο, ἀνάμεσα σέ δύο ἀγγέλους καί ἄλλα ἱερά πρόσωπα.
Πάνω ἀπό   τήν Ἁγία Τράπεζα ὑπῆρχε μαρμάρινο κουβούκλιο, τό ὁποῖο στηριζόταν σέ τέσσερις κιονίσκους  ἀπό πορφυρίτη μέ μαρμάρινα καί ἐπίχρυσα κιονόκρανα κορινθιακοῦ ρυθμοῦ.
Χαμηλά στή βάση τῆς κόγχης καί κάτω ἀκριβῶς ἀπό τό φεγγίτη, στό μέσο μιᾶς ἡμικύκλιας ἐξέδρας  βρισκόταν ὁ μαρμάρινος ἐπισκοπικός θρόνος. Δεξιά καί ἀριστερά τῆς κεντρικῆς κόγχης ἦταν ἡ Πρόθεση καί τό Διακονικό ἄριστα ἁγιογραφημένα.
Ξύλινα κάγκελα χώριζαν τό Ἅγιο βῆμα ἀπό τό  σολέα καί στηρίζονταν στούς ἐνδιάμεσους κίονες ἀπό ἴασπη. Ὁ μαρμάρινος ἄμβωνας στή θέση του. Ἀντίκρυ σ’ αὐτόν καί κοντά στό δεξιό ψαλτήρι βρισκόταν ὁ μαρμάρινος θρόνος  στηριγμένος σέ χαμηλούς κιονίσκους. Ἔργο ἐξαίσιας τέχνης ἦταν καί ὁ θρόνος. Εἶχε σφίγγες ἀντί γιά γωνιές καί στό πίσω μέρος του ἀνάγλυφη γυναικεία μορφή  μέ φτεροῦγες, πού ἀναδύονταν μέσα ἀπό  φυλλώματα ἀγκαθιῶν.
Ἕναν ἀρχαῖο βωμό τόν εἶχαν μετατρέψει σέ κολυμβήθρα, λαξεύοντας στό πάνω μέρος του ἕνα βαθούλωμα, δίχως νά καταστρέψουν τά βούκρανα, τίς γιρλάντες ἀπό καρπούς καί φύλλα, τά στεφάνια καί τ΄ ἄλλα ἀνάγλυφα στολίδια του καί τόν εἶχαν τοποθετήσει σέ μιά γωνιά τοῦ ναοῦ.
Πάνω στίς κολόνες χαράχτηκαν καιρούς διάφορες ἐπικλήσεις στήν Παναγία ἀπό κληρικούς, ψάλτες, δομέστιχους, ἀναγνῶστες, σακκελάριους καί ἄλλους. Αὐτά τά χαράγματα, περισσότερα ἀπό διακόσια, χρονολογοῦνται ἀπό τό 550 μ. Χ. μέχρι καί τούς νεότερους χρόνους. Στήν τελευταία κολόνα διακρίνεται ὁ Σταυρός, πού κατά τήν παράδοση εἶχε χαράξει ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, κατά τή στιγμή τοῦ φοβεροῦ σεισμοῦ τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας τήν προφητική φράση «Ἤ ὁ κόσμος χάνεται ἤ Θεός πεθαίνει».
Ὁ Παρθενώνας στούς βυζαντινούς χρόνους παρουσιάζει τούτη τήν πρωτοτυπία καί μοναδικότητα ἀνάμεσα στούς χριστιανικούς ναούς:  Καί στήν ἐσωτερική καί στήν ἐξωτερική του ὄψη ἀκτινοβολεῖ ἐξαίσια τέχνη. Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶχαν φροντίσει γιά τήν ἐξωτερική ὀμορφιά του, καταπώς συνήθιζαν γιά τούς ναούς τους, καί οἱ χριστιανοί ἀργότερα ἐπιμελήθηκαν τόν ἐσωτερικό καλλωπισμό του, καταπώς τό θεωροῦσαν χρέος τους, στολίζοντάς τον μέ θαυμάσιες εἰκόνες καί πανάκριβα ἱερά σκεύη. Ἔτσι ὁ περίλαμπρος τοῦτος ναός συνδύαζε τή διπλή τελειότητα δύο διαφορετικῶν ἐποχῶν καί διαφορετικῶν πολιτισμῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἔδωσε πράγματι τίς λαμπρότερες ὧρες τοῦ ἑλληνισμοῦ, τίς δύο κορυφαῖες στιγμές τῆς ἀνόδου του, μιά ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Περικλέους καί τήν ἄλλη ἀπό τά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Βασίλειου τοῦ Βουλγαροκτόνου.
Μπροστά σ’ αὐτόν τό ναό στάθηκε μέ δέος ὁ τελευταῖος πρίν τήν Κουγκέστα μηροπολίτης Ἀθηνῶν Μιχαήλ Χωνιάτης καί ἐξεφώνησε τόν περίφημο εἰσβατήριο λόγο του:
«Ὡς φοβερός ὁ τόπος οὗτος. Οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ’ ἤ οἶκος Θεοῦ καί αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ κἀντεῦθεν τό ὑπερουράνιον τοῦτο φῶς ἀκοίμητον εἰσρεῖ δεῦρο, οὐκ ἀμαυρούμενον ἡμέρας, οὐ διακοπτόμενον νυκτί, ἄξυλον, ἄυλον, ἀκραιφνέστατον, ἀειλαμπές, ἀειφανές, ἀβεβήλοις καί πιστοῖς ὄμμασι…»
Ἡ φορητή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας, κατά μιά παράδοση, ἦταν ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ.
Ἡ Παναγία ἡ Ἀθηνιώτισσα εἰκονίζεται καί στό μολυβδόβουλο τοῦ Μιχαήλ Χωνιάτη μέ στεφάνι στό κεφάλι, δεξιοκρατούσα, καί μέ τό ἀριστερό χέρι της προτεταμένο μπροστά στό  στῆθος της.
Μετά τήν Κουγκέστα (1204) ἡ Ἀθήνα, μαζί καί ὁ ναός τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας, περιῆλθαν διαδοχικά στά χέρια τῶν Φράγκων (Βουργουνδίων ὥς τό 1311), τῶν Καταλάνων (1311-1388) τῶν Φλωρεντίνων Άτσαγιόλι (1388-1405) καί, τέλος, τῶν Τούρκων. Οἱ Φράγγοι ἔκαναν καθεδρικό ναό τους τήν Παναγία τήν Ἀθηνιώτισσα (Ecclesia maior, ekklesia de santa Maria di Atene) καί παλάτια τους τά Προπύλαια. Οἱ Τοῦρκοι τόν ἔκαναν τζαμί.
Σεβαστός κι ἀνέγγιχτος ὁ Παρθενώνας ἀπό χριστιανούς καί βαρβάρους ὅλων τῶν έποχῶν, καταστράφηκε ἀπό βόμπα τοῦ χριστιανοῦ Μοροζίνη τό 1687, ὁ ὁποῖος γνώριζε ὅτι οἱ Τοῦρκοι τόν χρησιμοποιοῦσαν ὡς μπαρουταποθήκη, καί μάλιστα μετά τήν ἀνατίναξη τοῦ ὑπέρλαμπρου ναοῦ, ἔσπευσε νά συγχαρεῖ τούς πυροβολητές του γιά τήν εὐστοχία τους!

(Ἀπόσπασμα ἀπό τό ὁμώνυμο μελέτημα
πού δημοσιεύεται στό βιβλίο τοῦ Κώστα Β. Καραστάθη
«
Τά πάθη τοῦ Γένους», Ἐκδόσεις «Τῆνος»)
 



Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...