Ἦταν
29 Μαΐου τοῦ 1453, ὅταν ἀκούστηκε ἡ σπαρακτική κραυγή:
«Ἑάλω ἡ Πόλις Σου, Θεοτόκε». Ἀμέσως ὅμως ὁ λαός μας,
παρηγορώντας τό «Ρόδον τό Ἀμάραντο» τῆς Ὀρθοδοξίας,
ρίχνοντας καί τόν σπόρο τῆς ἀντίστασης καί τῆς ἀνάστασης τοῦ
Γένους, διαλαλεῖ:
«Σώπασε κυρά-Δέσποινα καί μήν
πολυδακρύζεις πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς πάλι δικά μας θά
‘ναι». Καί ἤρθανε χρόνοι δίσεκτοι: 400 χρόνια, 500 γιά τόν
βόρειο καί ἐκεῖθεν του Αἰγαίου Ἑλληνισμό κρατᾶ ἡ
αἰχμαλωσία, ἡ θηριώδης σκλαβιά.
Ἐπιβίωσε
ὅμως ὁ λαός μας, οἱ ἡρωϊκοί ραγιάδες. Πῶς; Χάρις στήν
ἑλληνοσώτειρα Ἐκκλησία μας. «Τό ράσο στάθηκε ἡ ἐθνική
σημαία τῆς Ἑλλάδος στά χρόνια της σκλαβιᾶς», θά γράψει ὁ
Μυριβήλης. Γι’ αὐτό καί τό λάβαρο τῆς ἁγιασμένης
Ἐπανάστασης τοῦ ’21 τό ὑψώνει ἕνας Ἐπίσκοπος. Γι’ αὐτό καί ἡ
ἀποστομωτική, πρός τούς τωρινούς ἐκκλησιομάχους, κραυγή τοῦ
Κολοκοτρώνη: «Ὅταν ἐπιάσαμε τά ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ
Πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ Πατρίδος».
Καί
ἐγίναμε Κράτος, πού μετά τήν δολοφονία τοῦ ἁγίου της
πολιτικῆς, Ἰωάννη Καποδίστρια, καταντᾶ μπαίγνιο τῶν
Μεγάλων Δυνάμεων, παλιοψάθα τῶν ἐθνῶν, κατά τόν
πατριδοφύλακα στρατηγό Μακρυγιάννη.
Ἀρχέγονες
ὅμως κοιτίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ μένουν σκλάβες «Κι ἕνα στόμα
ἐκαρτεροῦσαν / ἔλα πάλι, νά τούς πεῖ». Ἡ Μακεδονία, ἡ Θράκη, ἡ
Κρήτη, ἡ Μικρά Ἀσία μέ τήν Σμύρνη, ὁ Πόντος μέ τήν Τραπεζοῦντα
καί οἱ ἄλλες ξακουστές πολιτεῖες τῆς Ρωμιοσύνης. Εὐδόκησεν ὁ
Κύριος καί ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Καί πρῶτα ἐδῶ στή
Μακεδονία μας. Ἠρωϊκοί Μακεδονομάχοι, ἀτρόμητες
δασκάλες, παπάδες μέ ντουφέκια – ποιμένες καλοί – σώζουν τήν
Μακεδονία, σώζουν τήν Ἑλλάδα κατά τήν ὡραία ρήση τοῦ
ἀδικοχαμένου Ἴωνα Δραγούμη. Γι’ αὐτό λέμε σήμερα ἐμεῖς οἱ
Μακεδόνες σ’ ὅλους τους ἐπίβουλους τῆς πατρίδας – ἐντός καί
ἐκτός συνόρων: ὅ,τι κερδήθηκε μέ αἷμα δέν μπορεῖ νά
ξεπουληθεῖ μέ τό μελάνι μίας ὑπογραφῆς. Ἡ ἱστορία εἶναι
φωνή νεκρῶν διδάσκουσα τούς ζῶντας, κανείς δέν ἔχει τό
δικαίωμα νά παραδώσει ὄνομα. Τί θά πεῖ Βόρεια ἤ Ἄνω
Μακεδονία; Τί θά πῶ ἐγώ στούς μαθητές μου, πῶς θά τούς
ἀντικρίσω στά μάτια, ἄν τούς διδάξω τέτοιο ἀνοσιούργημα; Πῶς
δάσκαλος μέ στοιχειώδη πνευματική ἐντιμότητα θά διδάξει
τό ἀθλιούργημα, τήν προδοσία; Ντροπή, νά ντροπιαστοῦμε!! Τήν
περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν γεννιοῦνταν ἕνα παιδί, οἱ
μάνες τοῦ εὔχονταν νά μήν χάσει τ’ ὄνομά του, δηλαδή νά μήν
ἀλλαξοπιστήσει, νά μήν τουρκέψει. Αὐτή πρέπει νά εἶναι καί
σήμερα ἡ εὐχή, ἡ προσευχή μας: νά μήν χάσουμε τό ὄνομά μας, τήν
Μακεδονία μας.
1912-13,
ἡ Ἑλλάδα διπλασιάζει τά φτερά της, ἀπ’ τά κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν τά ἱερά ἔρχεται ἡ λευτεριά, οἱ
Βαλκανικοί Πόλεμοι, ἡ συνέχεια τοῦ ’21. Ἡ Μεγάλη Ἰδέα
πραγματώνεται. Ἄς γνωρίζουμε ὅτι τά ἔθνη μεγαλουργοῦν μέ
μεγάλες ἰδέες καί ὄχι μέ τό κατά κεφαλήν εἰσόδημα. Τό ἐντός
της καρδίας εἰσόδημα φτερώνει τούς λαούς.
Ξεσπᾶ
ὁ Α’ Π.Π. καί μαζί του, ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, ἡ διχόνοια ἡ δολερή, ὁ
περιώδυνος Ἐθνικός Διχασμός. Ταυτόχρονα στή Μικρά Ἀσία,
οἱ ἐγκληματίες Νεοτοῦρκοι, καθ’ ὑπόδειξιν τῶν Γερμανῶν
θέτουν σέ ἐφαρμογή τό σατανικό σχέδιο. «Θά σᾶς κόψουμε τά
κεφάλια, θά σᾶς ἐξαφανίσουμε. Ἤ ἐμεῖς θά ἐπιζήσουμε ἤ
ἐσεῖς» δήλωνε ὁ Τοῦρκος πρωθυπουργός Σεκφκέτ πασάς στόν
Πατριάρχη τοῦ Γένους, Ἰωακείμ τόν Γ’. «Ἡ Τουρκία δέν ἔχει
οὐδεμίαν ἀσφάλειαν οὔτε δύναται νά ὀργανωθεῖ ἐλευθέρως
εἰς τό μέλλον, λόγω τῆς παρουσίας τῶν Ἑλλήνων» δηλώνει ὁ
Γερμανός πασάς Λίμαν φόν Σάντερς. Καί γιά νά μήν προκληθεῖ
ἀντίδραση ἀπό τόν λεγόμενο «πολιτισμένο κόσμο», προτείνει
καί τόν τρόπο ἐξόντωσης τῶν Χριστιανῶν, τήν «τελική λύση» πού
ἔχει ἄλλο ὄνομα στή Μικρά Ἀσία, λέγεται «λευκός θάνατος», οἱ
ἐξοντωτικές ἐκεῖνες ἐκτοπίσεις καί ὁδοιπορίες μέσα στό
χιόνι τῶν γυναικοπαίδων καί τῶν γερόντων – οἱ ἄντρες
ἀποδεκατίζονται στά τρομερά τάγματα θανάτου, στά ΑΜΕΛΕ
ΤΑΜΠΟΥΡΟΥ. Ἦταν ἕνα Ἄουσβιτς ἐν ροῆ, οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν καθ’
ὁδόν. «Δέν περπατοῦσαν γιά νά φτάσουν κάπου, ὄχι, περπατοῦσαν
γιά νά πεθάνουν ἀπό τίς κακουχίες, τήν παγωνιά, τήν πείνα, τόν
ἐξευτελισμό τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ὑπῆρχε τέρμα, τό ταξίδι πρός
τόν θάνατο ἦταν ὁ θάνατος», σημειώνει ὁ κάθ. Πᾶν.
Ἐνεπεκίδης.
Ἀπό
τό 1914 ἀρχίζει τό μαρτύριο τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ,
ἑκατοντάδες χιλιάδες οἱ ἀθῶοι νεκροί. Ἄς τό ἀκούσουν αὐτό
ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Μικρασιατική Ἐκστρατεία ἦταν
ἰμπεριαλιστική ἐπιχείρηση. Ὁ στρατός μᾶς πῆγε στή Σμύρνη,
γιά νά σώσει καί νά ἀπελευθερώσει τά «Ματωμένα Χώματα» καί
ὄχι γιά νά κατακτήσει καί νά σκλαβώσει. Νά σημειωθεῖ πώς τήν
ἐποχή αὐτή ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας βρίσκεται σέ λαμπρό
πολιτιστικό, πνευματικό καί οἰκονομικό ἐπίπεδο, κατά
πολύ ἀνώτερο ἀπό τό κρατίδιο τῆς ἀψόγου στάσεως. Νά
ἀναφέρω ἕνα χαρακτηριστικό γεγονός, πού διάβασα, καί τό
λέω πάντοτε τῶν μαθητῶν μου: Ὅταν ἐπισκέπτονταν ἕνας
περιηγητής, ἕνας ξένος κάποιο χωριό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ
ἀρχοντικοί ἐκεῖνοι Ρωμιοί, τό πρῶτο πράγμα πού τοῦ ἔδειχναν,
ἦταν τό σχολεῖο καί τήν ἐκκλησιά τους. Ἦταν τά ὡραιότερα
κτίσματα τοῦ χωριοῦ, γι’ αὐτά καμάρωναν, ὅπως στίς ἀρχαῖες
ἑλληνικές πόλεις τά σεβάσματα τῶν θεῶν. Τά ἔχτιζαν ὅλοι
μαζί, λειτουργοῦσε ἡ Κοινότητα, τό Ἐμεῖς. Σήμερα, τήν ἐποχή
τοῦ Ἐγώ, ἐνίοτε καταστρέφουμε τά σχολειά μας, μαγαρίζουμε
τίς ἐκκλησιές μας καί μᾶς ἐνδιαφέρει μόνο τό κάστρο τῆς
μεγαλαυχίας μας, τό σπίτι μας, νά ξεχωρίζει, νά προκαλεῖ τόν
φθόνο. Μεγάλη ἰδέα πλέον ἡ μεγιστοποίηση τῆς
καταναλωτικῆς εὐχέρειας ἤ ἀποχαύνωσης, ἀλλά «ὧ τίς
ἤττηται, τούτω καί δεδούλωται». Ἔλεγε ὁ ὀσιακῆς μνήμης
γέροντας Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Κλίνουμε λάθος τήν
ἀντωνυμία. Λέμε ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ἐνῶ ἔπρεπε αὐτός, ἐσύ,
ἐγώ».
Μάϊος
τοῦ 1919, ὁ ἔνδοξος ἑλληνικός στρατός ἀποβιβάζεται στήν
ἀρχόντισσα τῆς Ἰωνίας, τή Σμύρνη. «Τά ὄνειρά μας ταξιδεύουν
στό Αἰγαῖο». «Χτυπῆστε Ὁμήρων ἰωνικές οἱ λύρες / Σμύρνη
ξανά, γεννήτριες εἶν’ οἱ μοῖρες», ἀνακρούει ὁ Κωστής Παλαμᾶς
ἀπό τήν Ἀθήνα. Ἀλλά τό ὄμορφο ἐθνικό ὄνειρο ἀπό δικά μας
λάθη καί πάθη, θανατηφόρα σύνεργα στά χέρια τῶν ραδιούργων
συμμάχων μας, κράτησε τρία χρόνια καί τρεῖς μῆνες, ὅσο καί ἡ
λάμψη τῆς λόγχης τοῦ στρατοῦ μας στά πολυνεκρά μέτωπα τῶν
μαχῶν. Ἔπειτα; Ἔπειτα τόν Αὔγουστο τοῦ ’22 ἦρθε ἐπάνω στά
φτερά μίας μαινόμενης καταιγίδας ἡ ὀλέθρια συμφορά.
Ἀκούγεται μία ἄλλη ἀγωνιώδης κραυγή: Τό μέτωπο ἔπεσε.
Γιατί; Πῶς φτάσαμε στή συμφορά. Θυμᾶμαι τόν Σολωμό στούς
«Ἐλεύθερους Πολιορκημένους»: «Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς,
βόλι Τουρκιᾶς, τόπι Ἄγγλου/ Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τό
καλυβάκι».
Πρῶτα
οἱ κακουργίες τῶν δῆθεν Συμμάχων μας, πού δέν μποροῦν νά
ἀνεχθοῦν ἀνασύσταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς
Ρωμανίας. Θέλουν μίαν Ἑλλάδα μικρά καί ἔντιμο, ὑποτελῆ στά
κελεύσματά τους. Καί τό πέτυχαν. Αἰτία τῆς συμφορᾶς καί ἡ
ἔλλειψη ὁμόνοιας τῶν Ἑλλήνων, ὁ ἐπαίσχυντος κομματισμός, ἡ
γάγγραινα πού κατατρώει τά σωθικά μας ἀπό τήν ἡμέρα πού
γίναμε κράτος. Εἶναι χαρακτηριστικό πώς ὅταν ὁ Βενιζέλος
ἔχασε τίς ἐκλογές τόν Νοέμβριο τοῦ ’20, ἐν μιά νυκτί
ἐκδιώχτηκαν ἀπό τήν στρατιά οἱ ἐμπειροπόλεμοι
ἀξιωματικοί πού προσκεινταν σ’ αὐτόν. Καί δυστυχῶς ἡ
ἱστορία, διδάσκει πώς κανείς δέν διδάσκεται ἀπ’ αὐτήν.
Βιώνουμε καί στίς μέρες μας τό πυορρέον αὐτό τραῦμα τοῦ
ἐθνικοῦ μας βίου. Ἔτσι φτάσαμε στόν μαῦρο Αὔγουστο τοῦ ’22.
Προσκυνοῦμε τά πάθη τοῦ λαοῦ μας. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ
Ἑλληνισμοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Μέσα σέ λίγες ὧρες ἡ κοιτίδα τῶν
μεγάλων φιλοσόφων, τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ
ἁγιοτόκος καί ἠρωοτόκος Μικρά Ἀσία ξεκληρίζεται. Τό
Γένος χάνει τόν ἕνα πνεύμονά του. Καί ἡ Σμύρνη φλέγεται,
κρανίου τόπος. Γράφει ὁ Γάλλος συγγραφέας Ἔντ. Ντριό:
«Χιλιάδες δυστυχεῖς ὑπάρξεις σωρευμένες κατά μῆκος τῆς
προκυμαίας ρίχτηκαν στή θάλασσα. Σέ μεγάλο μῆκος τοῦ
λιμανιοῦ ἑκατοντάδες πτωμάτων εἶχαν γεμίσει τήν θάλασσα,
ὥστε νά μπορεῖ νά βαδίσει κανείς πάνω σ’ αὐτά. Τούς
ἐπιπλέοντες τούς ἀποτελείωναν οἱ Τοῦρκοι μέ ξύλα καί σπαθιά.
Ἀναρίθμητες ὑπάρξεις προπαντός γυναῖκες, παιδιά καί
γέροντες ἐσφάγησαν μέσα σέ αἴσχιστες θηριωδίες». (Αὐτός
εἶναι ὁ περίφημος «συνωστισμός» στό λιμάνι τῆς Σμύρνης, πού
κάποιοι Γραικύλοι τῆς σήμερον προσπαθοῦν νά περάσουν στήν
Ἐκπαίδευση). Ὅλοι προσπαθοῦν νά φύγουν. Ἕνας μόνο μένει
πιστός ἄχρι θανάτου: Ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπός της Σμύρνης, ὁ
Χρυσόστομος. «Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου, ἀλλά καί
ὑποχρέωσις τοῦ καλοῦ ποιμένος εἶναι νά παραμείνει μέ τό
ποίμνιό του», ἀπαντᾶ στίς προτροπές γιά φυγή. Καί ἔμεινε,
κοσμώντας τό εἰκονοστάσι τοῦ Γένους καί τῆς Ἐκκλησίας μᾶς
αὐτός καί μαζί του δεκάδες ἑκατομμύρια Χριστιανῶν Ἑλλήνων.
Νά ἀναφέρω ἐδῶ μία ἄγνωστη πτυχή τῆς τραγωδίας. Σέ 300
χιλιάδες ὑπολογίζονται οἱ πρόσφυγες πού πέθαναν μετά τήν
ἄφιξή τους στήν Ἑλλάδα. Ἀπό τήν λύπη τους, ἀπό τόν καημό τους
γιά τήν αἱματοβαμμένη πατρίδα. Καί ὅμως, ἐκεῖνες οἱ
ρημαγμένες ψυχές πού ἔφτασαν στήν ταλαίπωρη πατρίδα μας καί
πού μοσχοβολοῦσαν σάν τό Τίμιο Ξύλο, ὅπως θά ἔλεγε ὁ
Ἀϊβαλιώτης δάσκαλος τοῦ Γένους Φ. Κόντογλου, ἔδωσαν νέα
πνοή σ’ αὐτήν, πρόκοψαν, πρόκοψε μαζί τους καί τό λυμφατικό
κράτος.
Σήμερα
εἶναι ἡμέρα μνήμης τῆς Γενοκτονίας τοῦ Μικρασιατικοῦ
Ἑλληνισμοῦ. Δέν μνησικακοῦμε. Εἴμαστε Χριστιανοί
Ὀρθόδοξοι. Ὅμως οἱ γενοκτόνοι τῶν παππούδων μᾶς Τοῦρκοι καί
πάλι ἀπειλοῦν καί πάλι μαίνονται. Ἄς εἶναι: «ἔχουν τά κόλλυβα
στό ζωνάρι τους», ἔλεγε ὁ γέροντας Παΐσιος. Δέν εἶναι αὐτοί
τό μεγάλο πρόβλημα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὄχι. Μές στήν πόλη εἶναι οἱ
ὀχτροί. Πρέπει νά ἀντισταθοῦμε σέ μία δεύτερη γενοκτονία,
πολύ πιό ὕπουλη, πού προσφυῶς ὀνομάστηκε Γενοκτονία τῆς
Μνήμης. Μιλοῦν ὅλοι γιά κρίση. Καί ἐννοοῦν οἰκονομική. Ἡ λέξη
κρίση στή γλώσσα μᾶς σημαίνει δίκη. «Νῦν καιρός κρίσεώς
ἐστι». Δικάζεται καί καταδικάζεται ἕνα ὁλόκληρο σύστημα
πού θεωρεῖ ὑπέρτατη ἀξία τό χρῆμα.
Πάντοτε,
μίας ὑλικῆς κατάρρευσης προηγεῖται μία ἠθική κρίση, μία
κρίση ἀξιῶν, μία κρίση τῆς Παιδείας. «Ἐκ τῶν γραμμάτων
γεννᾶται ἡ προκοπή καί λάμπουν τά ἔθνη», ἔλεγε ὁ Ρ. Φεραῖος.
Ἀλλά ποιῶν γραμμάτων; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Μακρυγιάννης: «Αὐτῶν πού
δοξάζεται ὁ Θεός, πού γιομίζουν οἱ μαθητές προκοπή καί
ἀρετή καί πόνο στήν πατρίδα». Καί τέτοια δέν ἔχουμε. Διαβάζω
δύο προφητικά κείμενα. Τό 1ο τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ἔτος
1984: «Ἀπό πολλά χρόνια τώρα γίνεται προσπάθεια, διαρκῶς
αὐξανομένη νά πολεμηθεῖ ἡ πίστη. Νά βγεῖ ἀπό τά ἑλληνικά
σχολεῖα ὁ Χριστός. Νά διαστρεβλωθεῖ ἡ ἱστορία μας. Νά
εὐτελισθεῖ ἡ σημασία τῶν μεγάλων ἑορτῶν, πού τόσο ζεῖ ὁ λαός
μας. Νά παύσει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νά ἐπηρεάζει τή ζωή τοῦ
Γένους μας. Νά μείνει ὁ λαός μᾶς ἀπροστάτευτος, ἔκθετος,
ἀναιμικός, ἕτοιμη λεία καί τροφή ὁποιουδήποτε αἰσθητοῦ ἤ
νοητοῦ θηρίου».
Τό
2ο τοῦ Μικρασιάτη νομπελίστα μᾶς ποιητῆ Γ. Σεφέρη: «Στά
χρόνια μας πρέπει νά μήν τό ξεχνᾶμε, τό ζήτημα δέν εἶναι πιά, ἄν
θά γράφουμε καθαρεύουσα ἤ δημοτική. Τό τραγικό ζήτημα
εἶναι ἄν θά γράφουμε ἤ ὄχι ἑλληνικά». Στό δημοτικό σχολεῖο
δέν ὑπάρχει σήμερα στά πιό σημαντικά βιβλία τῆς γλώσσας, μία
προσευχή, ἐκπαραθυρώθηκαν ἀπό τά νέα βιβλία τά δημοτικά
μας τραγούδια, δέν ὑπάρχουν οἱ ἥρωες, οἱ ἅγιοι τά πρότυπα.
Διδάσκουμε συνταγές μαγειρικῆς, ὑποσιτίζουμε πνευματικά
τά παιδιά μας, τά τρέφουμε μέ τά ξυλοκέρατα τῆς Δύσης. Στό
Γυμνάσιο καί στό Λύκειο δέν συναντᾶ ὁ μαθητής πουθενά τόν
Ἐθνικό μας Ὕμνο, θά βρεῖ ὅμως κείμενα πού ἐκθειάζουν τήν
ἀνηθικότητα, τήν ἀφιλοπατρία, σέ μία γλώσσα ἀναιμική,
μίζερη, ἄτονη καί χωρίς πνεῦμα. «Ὅταν οἱ ἐχθροί σου θά ἔχουν
ξεμάθει τήν ὀρθογραφία τους, νά ξέρεις ὅτι ἡ νίκη
πλησιάζει», γράφει σπουδαῖος γλωσσολόγος.
«Τ’
ἄθεα γράμματα παραμέρισαν τούς ἁγίους καί τούς ἀγωνιστές
καί βάλανε στό κεφάλι τοῦ ἔθνους, ξένους κι ἄπιστους
γραμματισμένους, πού πᾶνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τ’ ἄθεα
γράμματα κόψανε τό δρόμο τοῦ ἔθνους καί τ’ ἀμποδᾶνε νά χαρεῖ
τή λευτεριά του», κήρυττε ὁ Παπουλάκος. Τό Γένος μας θά
ἐπιβιώσει ἐν μέσω τῆς νεοταξικῆς ἀθλιότητας, μόνο ἄν
ξαναζήσει τό πνεῦμα τῆς Ρωμηοσύνης: Ψυχή καί Χριστός μᾶς
χρειάζεται στό σπίτι, στό σχολεῖο, στήν ἐργασία, στήν
πολιτική. Τό 1922 μπορεῖ νά καταστραφήκαμε, ὅμως, ἄς μήν
ξεχνᾶμε πώς ὁ ἴδιος λαός, μετά ἀπό 20 χρόνια, μέθυσε μέ τό
ἀθάνατο κρασί τοῦ Εἰκοσιένα πάνω στά βουνά τῆς Βορείου
Ἠπείρου.
Θά
κλείσω μέ κάτι προσωπικό. Ὁ προπάππος μου χάθηκε στό
Σαγγάριο, δηλώθηκε ἀγνοούμενος. Ἡ προγιαγιά μου ἔζησε ὡς
τά ’90, δέν ξαναπαντρεύτηκε, τόν καρτεροῦσε. Μᾶς ἔλεγε: Εἶδα
χτές βράδυ στόν ὕπνο μου τόν παππού ( 23 χρονῶν παλικάρι
ἔπεσε). Ἐμεῖς τά παιδιά τήν κοροϊδεύαμε. Πῶς τόν εἶδες, γέρο ἤ
νέο; Πήγαινε στό σεντούκι, ἔβγαζε τό ἀριστεῖο ἀνδρείας,
ἔκανε τό σταυρό της καί ἔλεγε μέ περηφάνεια: «Αὐτό τό ἔδωσε ἡ
πατρίδα στόν παππού» καί δάκρυζε. Ναι, αὐτό εἶναι Μικρά Ἀσία,
αὐτό εἶναι πατρίδα, αὐτό εἶναι ἡ Ρωμιοσύνη: θυσία, δάκρυα,
Σταυρός καί ἱερά κόκαλα ἡρώων καί ἁγίων. Αἰωνία ἡ μνήμη
τῶν μαρτύρων τῆς Μικρασιατικῆς Γής.
Νατσιός Δημήτρης – Δάσκαλος - Κιλκίς
(Ὁμιλία πού ἐκφωνήθηκε στόν μητροπολιτικό ναό «Ἁγίας Σκέπης», στήν Ἔδεσσα, στίς 20-Σέπ-2009)