Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Το να κάνεις ωτοστόπ σε μια χώρα όπως η Τουρκία, στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα και μετά από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα,
σίγουρα δεν είναι καθόλου φρόνιμο. Ο φίλος μου όμως ο Μπ, επέμενε πως μόνο έτσι μπορείς να γνωρίσεις την χώρα στο «πετσί της» και όπως συνήθως με είχε παρασύρει για άλλη μια φορά.
Μόλις είχαμε βγει από την πόλη της Β… όπου μας είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση τα πολλά μικρά παιδιά με τις χαρακτηριστικές μαύρες ποδιές τους πήγαιναν σαν στρατιωτάκια στο σχολείο και στηθήκαμε σε μια παρακαμπτήριο κάνοντας ωτοστόπ στην μεγάλη εθνική αρτηρία προς την πρωτεύουσα.
Τα φορτηγά περνούσαν χωρίς να σταματούν αν και οι οδηγοί μας κοιτούσαν περίεργα. Σε λίγο σταμάτησε ένα σιτροέν από εκείνα τα παλιά μοντέλα με την χαρακτηριστική μούρη. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και μας κάλεσε ευγενικά να μπούμε λέγοντας, «Yabanci ;». Απάντησα, Evet, και κάθισα μπροστά ενώ ο Μπ κάθισε στο πίσω κάθισμα.
Καθώς ξεκινήσαμε παρατήρησα κρεμασμένο στο καθρεφτάκι στο παρμπρίζ ένα μεγάλο χαϊμαλί που μου θύμισε τα δικά μας κομποσκοίνια, μια μικρή καλλιγραφημένε επιγραφή που έγραφε, «Maşallah» και ένα μεγάλο μάτι για φυλακτό. -Αυτά τα έχετε για να σας προστατεύουν από τα δυστυχήματα, τον ρώτησα. Ήξερα ότι στην Τουρκία τα αιματηρά δυστυχήματα είναι καθημερινό φαινόμενο. Εκείνος μου απάντησε καταφατικά και με κοίταξε περίεργα.
Συζητώντας μάθαμε πως τον έλεγαν Μ…, ήταν επιθεωρητής εκπαιδεύσεως και πήγαινε σε μια μικρή πόλη για να επιθεωρήσει το τοπικό σχολείο. Μετά από λίγο με ρώτησε ξαφνικά, -Εσείς στην Ελλάδα τι βάζετε για φυλακτό στα αυτοκίνητα ; -Εμείς, του απάντησα, συνήθως βάζουμε ένα κομποσκοίνι, μια εικόνα της Παναγίας, ή ενός Αγίου Προστάτη.
Αυτός έμεινε περίεργα σκεπτικός και μετά από λίγο χαμήλωσε ταχύτητα έστριψε σε μια παρακαμπτήριο και σταμάτησε. Γύρισε και με κοίταξε και τότε παρατήρησα έκπληκτος πως τα μάτια του ήταν σχεδόν βουρκωμένα. Τότε, αναπάντεχα ξεκούμπωσε μέσα από το σακάκι του το πάνω κουμπί του πουκαμίσου του και από μέσα είδα με έκπληξηκαρφιτσωμένο στην φανέλα του ένα φυλακτό, όπου πάνω του ήταν ζωγραφισμένο πολύ αμυδρά, μόλις που φαίνονταν, ένας…μικρός σταυρός.
Αμέσως μετά και πριν καλά προλάβουμε να συνέρθουμε από την πρώτη έκπληξη, άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού κα έβγαλε από εκεί ένα παλιό, πολύ φθαρμένο, κάτι σαν πορτοφόλι. Το άνοιξε και από μέσα έβγαλε μια παμπάλαια και πολύ φθαρμένη εικόνα της… Παναγίας.
Μας την έδειξε και είπε συγκινημένος –Είναι του πατέρα μου, (Eski Rum», είπε με χαμηλή φωνή. Εμείς τον κοιτούσαμε αποσβολωμένοι. Αυτός μετά από λίγες σιωπηλές στιγμές γεμάτες ένταση, σαν να συνήρθε από κάτι, έβαλε την φωτογραφία μέσα στο πορτοφόλι και το έβαλε ξανά στο ντουλαπάκι ενώ κούμπωσε το πουκάμισο του.
-Εγώ δυστυχώς πρέπει να στρίψω στο περιφερειακό, μας είπε, γι’ αυτό και θα πρέπει να κατεβείτε. Από εδώ θα μπορέσετε εύκολα να βρείτε μέσο για να πάτε στην Άγκυρα. Παρακαλώ, να ξεχάσετε ότι είδατε.
Κατεβήκαμε από το αμάξι και ο Μ έβαλε μπρος και γρήγορα εξαφανίστηκε σαν τον ήλιο που είχε χαθεί εκείνη την ώρα πίσω από κάτι σύννεφα.
Μείναμε για λίγο σαστισμένοι από το γεγονός και μετά συνεχίσαμε την πορεία μας. Το επεισόδιο μας είχε ταράξει και ο Μ, θα έμενε ανεξίτηλος στην μνήμη μας.
Ω Ρωμιοσύνη, Ρωμιοσύνη! Ποτέ δεν πέθανες στην άγια γη της Μικράς Ασίας!
«Από τις περιηγήσεις δυο Ελληνορθόδοξων στα βάθη της Ανατολίας», (περισσότερες λεπτομέρειες, φωτογραφίες και ονόματα, για ευνόητους λόγους παραλείπονται).
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
http://nikosxeiladakis.gr