Ο Γέροντας Κορνήλιος Μαρμαρινός, έζησε τον 20αι και ήταν ο κτίτορας της Μονής της Αγίας Σκέπης στο Χαλκειός της Χίου, ήταν απλός, ταπεινός με διορατικό και προορατικό χάρισμα.
Στις 12 Νοεμβρίου του 1975 η μακαρία του ψυχή ανήλθε στα σκηνώματα του ουρανού συνοδευόμενη από την Παναγία
Ο 20ος αιώνας, αιώνας των δυο παγκοσμίων πολέμων, των ολοκληρωτισμών, του μηδενισμού και της αποστασίας, επαλήθευσε τον αποστολικό λόγο «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Πράγματι, κατά την διάρκειά του επρόκειτο η Χάρη του Θεού να αναδείξει πλήθος αγιασμένων μορφών, ανδρών και γυναικών, όχι μόνον τους ιδιατέρως γνωστούς, όπως ο Άγιος Νεκτάριος, ο Άγιος Πορφύριος, ο Άγιος Παΐσιος ή ο Άγιος Ιάκωβος και τόσοι ακόμα, αλλά και πολλούς που είτε παραμένουν εντελώς άγνωστοι, είτε δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί. Χωρίς βέβαια να συνυπολογίζουμε το νέφος των Μαρτύρων που αναδείχθηκαν στα παλαιά ολοκληρωτικά καθεστώτα, ή, επ’ εσχάτων των ημερών στη Συρία.
Ένας από του κρυφούς οσίους των ημερών μας υπήρξε και ο Γέροντας Κορνήλιος Μαρμαρινός, ο κτίτορας του Μοναστηριού της Αγίας Σκέπης στο Χαλκειός της αγιοτόκου Χίου. Όπως μας πληροφορεί ο Ιερομόναχος π. Δημήτριος Καββαδίας, ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Μαρμαρινός γεννήθηκε στο χωριό Χαλκειός το 1885. Ήταν γιος του συμβολαιογράφου Δημητρίου Μαρμαρινού και της Ευανθίας Φλατσούση.
Οι γονείς του τον ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» μεριμνώντας παράλληλα και για την θύραθεν παιδεία του.
Φοίτησε στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο της Κωνσταντινούπολης και διακρινόταν για την καθαρότητα του βίου του, την άμεμπτη διαγωγή, την διαυγή σκέψη του, τον πατριωτισμό του, αλλά κυρίως για τη μεγάλη του πίστη. Ήταν ιδιαίτερα φιλακόλουθος και προσεκτικός στις συναναστροφές του.
Κάποιος θείος του που εγκαταβίωνε στην Αμερική, τον έπεισε να τον ακολουθήσει, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομική άνεση.
Ωστόσο η εργασία σε ένα εντελώς κοσμικό περιβάλλον κούραζε ψυχικά τον ευλαβή Κωνσταντίνο, πολύ περισσότερο μάλιστα εξαιτίας του ότι ήταν αναγκασμένος να λέει πράγματα που δεν τα εννοούσε, προκειμένου να διαφημίσει τη δουλειά του.
Αναζητούσε καταφυγή στην μόνωση και την προσευχή. Κάποιο βράδυ αποσύρθηκε σε μια ερημική τοποθεσία για να επιδοθεί στην προσευχή. Ήταν νύχτα, το σκοτάδι βαθύ. Μόλις ξημέρωσε, ο νεαρός είδε ότι λίγα βήματα δίπλα του έχασκε ένας τεράστιος γκρεμός!
Αισθάνθηκε ότι η Παναγία τον είχε σώσει και αφού Την ευχαρίστησε, Της υποσχέθηκε να κτίσει έναν ναό στ΄ όνομά Της .
Όπως αναφέρει ο π. Δημήτριος Καββαδίας, ο νεαρός Κωνσταντίνος παρέμεινε επί 20 μέρες στην τοποθεσία εκείνη, εντελώς νηστικός και αδιαλείπτως προσευχόμενος. Και τότε η ίδια η Παναγία του απεκάλυψε ότι θα έπρεπε να γυρίσει στο νησί του και να γίνει μοναχός, κάτι που ήταν και δική του επιθυμία.
Επιστρέφοντας στην Χίο, πέρασε από την Τήνο, όπου προσκύνησε την Ευαγγελίστρια και παρέμεινε τρεις μέρες προσευχόμενος για να Την ευχαριστήσει. Και τότε Εκείνη του εμφανίστηκε και του είπε ότι ο πόθος του θα πραγματοποιείτο.
Όταν επέστρεψε στην γενέτειρά του, ο πατέρας του ήθελε να τον παντρέψει, αφού μάλιστα το μορφωτικό του επίπεδο και η γνώση ξένων γλωσσών, πρωτίστως της Αγγλικής, τον καθιστούσαν περιζήτητο ως γαμπρό.
Εκείνος όμως είχε πάρει τις αποφάσεις του. Έτσι, κάποια μέρα, αναχώρησε κρυφά για την Σκήτη του Αγίου Μάρκου στο όρος Πένθοδο, όπου βρίσκονταν και τα Ιερά Λείψανα του οσίου Παρθενίου του Χιώτη, του μεγάλου αυτού Οσίου, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε προφητεύσει τον μεγάλο πολύνεκρο σεισμό του 1881 στη Χίο. Ο άξιος διάδοχός του Γέροντας Γαβριήλ, διέκρινε τις αρετές του νεαρού Κωνσταντίνου και τον ανέλαβε πνευματικά.
Ως δόκιμος ο Κωνσταντίνος, έχοντας ήδη εργασθεί τις αρετές όταν ήταν στον κόσμο, προέκοψε πολύ πνευματικά: απλός και ταπεινός, πρόθυμος σε κάθε διακόνημα και κυρίως τέκνο της άκρας υπακοής. Όταν κάποτε ο Γέροντάς του τού απαγόρευσε να παραμείνει εσώκλειστος σε ένα κελί για άσκηση, ο νεαρός δόκιμος υπάκουσε χωρίς κανέναν γογγυσμό ή λογισμό: «Η φωνή του Γέροντά μου είναι η φωνή του Χριστού. Οφείλω να υπακούσω», είπε χαρακτηριστικά.
Το 1923 εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος, μετονομασθείς αργότερα Κορνήλιος. Ο Υμνογράφος κ. Χ. Μπούσιας αναφέρει ότι κάποια μέρα που ο Γέροντας είχε βυθιστεί στην προσευχή, του παρουσιάστηκε και πάλι η Παναγία και τον παρότρυνε να κτίσει Μοναστήρι στη θέση Λαζαρέτο του Χαλκειού. Το ανέφερε στον Γέροντά του τον Γαβριήλ κι εκείνος, διακρίνοντας ότι το όραμα ήταν από Θεού, του έδωσε την ευχή και την ευλογία του. Ξεκίνησε τότε το έργο της ανεγέρσεως της Μονής, χωρίς καθόλου πόρους. Ωστόσο η Παναγία, που τον είχε παρακινήσει για το έργο αυτό, δεν τον εγκατέλειψε ούτε στιγμή.
Η νυχθήμερη άσκηση και η αδιάλειπτη προσευχή
Σε κάθε ανάγκη εμφανίζονταν άνθρωποι για να βοηθήσουν με οικονομικά και άλλα μέσα στην ανέγερση, ενώ μεγάλη βοήθεια προσέφεραν και κάποιες ευσεβείς γυναίκες, που είχαν την επιθυμία να γίνουν μοναχές. Αυτές αποτέλεσαν αργότερα και την πρώτη Συνοδεία της Μονής.
Το πέρασμα του χρόνου, αναφέρει ο κ. Μπούσιας: «έδειχνε και την πνευματική πρόοδο του Γέροντα Κορνήλιου και η απλότητα των τρόπων του, η διάκριση, το ακατάκριτο του χαρακτήρος του, η σύντονη νυχθήμερη άσκηση και η αδιάλειπτη προσευχή, την εγκατοίκηση σ’ αυτόν του Παναγίου και Ζωαρχικού Πνεύματος. Έτσι, προικίσθηκε ο Γέροντας πλουσιοπάροχα με διορατικό και προορατικό χάρισμα».
Η μέριμνά του για φτωχούς και ορφανά τα αστείρευτα δάκρυα την ώρα της θείας Λειτουργίας και οι τελευταίες του στιγμές
Η φήμη του έφτασε στον Μητροπολίτη Παντελεήμονα, ο οποίος, διαπιστώνοντας και προσωπικά τις αρετές του και βλέποντας ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα ανέδειξε το Μοναστηράκι της Αγίας Σκεπής σε φάρο πνευματικό, του ανέθεσε την επιμέλεια της παλαίφατης ιστορικής Νέας Μονής, που είχε από χρόνια παρακμάσει. Ο Γέροντας κατόρθωσε να εγκαταστήσει εκεί μια γυναικεία αδελφότητα με 17 Μοναχές, με ηγουμένη την μακαριστή Γερόντισσα Μαριάμ.
Ασκητικός, ιεροπρεπής, αλλά και άκρως φιλάδελφος, μεριμνούσε για όλους τους φτωχούς, τα ορφανά, τους εμπερίστατους. Για όλους ήταν πραγματικός πατέρας και γι’ αυτόν ισχύουν τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.»
Ο π. Δημήτριος Καββαδίας επισημαίνει ότι ο Γέροντας ήταν ευλαβέστατος Λειτουργός του Υψίστου: η κάθε Λειτουργία για εκείνον ήταν μία ξεχωριστή γιορτή γεμάτη θείες εμπειρίες. Κατά την διάρκεια της γινόταν πυρφόρος Άγγελος και ανέβαινε σε ύψη μυστικής θεωρίας από όπου ήταν δύσκολο να επιστρέψει.
Από δε το «Ευλογημένη η Βασιλεία» ανέβαινε σε ουράνιους κόσμους μυστικής θεωρίας, η καρδιά του γινόταν καμίνι θείας αγάπης, τα μάτια του έτρεχαν αστείρευτα δάκρυα και ζούσε εκστατικές καταστάσεις.
Αποτέλεσμα αυτών ήταν η Θεία Λειτουργία να τελειώνει περί τις 15.00 μ.μ. Όταν οι μοναχές τού παραπονούνταν μεταφέροντας και τις διαμαρτυρίες τού κόσμου, εκείνος με απλότητα τούς υπεδείκνυε: «Να τούς λέτε ότι το Πνεύμα τού Θεού προστάζει “ ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός· ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας ἐλπισάτω ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον.”».
Όπως εμφαντικά υπογραμμίζει ο π. Δημήτριος Καββαδίας, εκείνο πού χαρακτήρισε την διακονία του Γέροντα ήταν το χάρισμα της πνευματικής πατρότητος. Αναρίθμητοι Χριστιανοί από τη Χίο, της Μυτιλήνη και από αρκετά άλλα, ζητούσαν την πνευματική στήριξη και την καθοδήγησή του.
Ήταν άνθρωπος ταπεινός και υποχωρητικός, γεμάτος Αγάπη και ανεξικακία. Πάντα έσβηνε τις αντιπάθειες και τα μίση, ξεπερνούσε υπομονετικά τις ύβρεις, τούς διωγμούς και τις συκοφαντίες πού υπέστη και πρώτος ζητούσε την αποκατάσταση της αγάπης.
Ήλθε όμως και η στιγμή που ο Γέροντας Κορνήλιος θα αναχωρούσε για την ουράνια πατρίδα. Στις 12 Νοεμβρίου του 1975 η μακαρία του ψυχή ανήλθε στα σκηνώματα του ουρανού συνοδευόμενη από την Παναγία μας, την οποία έβλεπε τις τελευταίες στιγμές του στη γη να στέκεται δίπλα του.
Αξίζει να δούμε τις τελευταίες στιγμές της επίγειάς ζωής του οσίου αυτού ανδρός, όπως τις περιγράφει ο π. Δημήτριος Καββαδίας:
«Την παραμονή της κοιμήσεως του σηκώθηκε από το κρεβάτι του στις 10 το βράδυ, χτύπησε την καμπάνα για να αποχαιρετίσει το μοναστήρι και μπήκε στην Εκκλησία. Με ευλάβεια προσκύνησε όλες τις εικόνες και την Άγια Τράπεζα την οποία αγκάλιασε δακρυσμένος και έκανε την προσευχή του με αίσθημα ευχαριστίας και δοξολογίας, χύνοντας άφθονα δάκρυα. Στην μοναχή συνοδό του δήλωσε ότι κλαίει, γιατί αποχωρίζεται την εκκλησία και της συνέστησε προσοχή διότι: «η Εκκλησία ήταν γεμάτη αγγελούδια».
Λίγο αργότερα κάλεσε τις μονάχες και τους έδωσε την τελευταία νουθεσία για την αγάπη ως σύνδεσμο της τελειότητας. Βυθιζόταν σε ιερούς στοχασμούς και ψιθύριζε λόγια από τούς ψαλμούς τού Δαυίδ. Ξαφνικά είπε: «’Αχ, τι ωραία! Τι ωραία πράγματα, η Παναγία, ο Χριστός, τι λουλούδια, τι ομορφιά… Πω. πω, πω, τι ωραία. Τι ωραία!».
Κάποια Μοναχή τον ρώτησε: «Γιατί κάνετε έτσι τα χέρια σας, Γέροντα;». Γέροντας: «Χαϊδεύω τα αγγελούδια. Βλέπεις Γερόντισσα την Παναγία»; «Όχι, δε την βλέπω». «Τώρα ήλθε πιο κοντά μου και με καλεί να φύγουμε. Αγάπη να έχετε, να περνάτε ειρηνικά και αγαπημένα, εγώ θα σάς βλέπω να χαίρομαι, αύριο θα δείτε πολύ κόσμο εδώ. Στις 6 ή ώρα το πρωί φεύγω». Όταν πήρε το μήνυμα της Παναγίας, άρχισε να ψιθυρίζει το ψαλμικό «ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί Σου διὰ παντὸς καὶ τοῦ νόμου Σου οὐκ επελαθόμην». Τα επόμενα λόγια του ήταν: «Ανεβαίνω κόρη μου!»…
Την ώρα της ταφής, τα κυπαρίσσια έσκυψαν και τον προσκύνησαν
Δήλωσε μάλιστα την επιθυμία του να ταφεί στα κυπαρίσσια πού με τόσο κόπο είχε φυτέψει χρόνια πριν. Αναχώρησε για την ουράνια πατρίδα όταν η ώρα ήταν έξι το πρωί, όπως τού προείπε η Παναγία -«στις έξι το πρωί θα φύγουμε»- της 12ης Νοεμβρίου 1975, ημέρας πού η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, τις αρετές τού οποίου μιμούνταν ο Γέροντας. Την εξόδιο ακολουθία τέλεσε ο Μητροπολίτης Χίου κυρός Χρυσόστομος Γιαλούρης. Την ώρα της ταφής τα κυπαρίσσια έσκυψαν και τον προσκύνησαν. Οι μοναχές και το πλήθος τού κόσμου θρήνησαν τον αποχωρισμό από τον θεοφόρο Γέροντα. Το ίδιο βράδυ επισκέφτηκε στον ύπνο της την Γερόντισσα και της είπε: «Δεν πέθανα, ζω και θα ζω εις τον αιώνα!».
Γιάννης Ζαννής – orthodoxtimes.gr