Προς τον το παν βλέποντα Δεσπότην βλέπων,
Aντέσχες Aντίοχε και τομής άχρι.
Ο Άγιος Αντίοχος ήταν αδελφός του Αγίου Πλάτωνα (βλέπε 18 Νοεμβρίου),
καταγόταν από την Σεβάστεια της Καππαδοκίας και ήταν γιατρός. Πήγαινε
από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό και γιάτρευε τους ασθενείς όχι
μόνο κατά το σώμα αλλά και κατά την ψυχή.
Τον συνέλαβε ο ηγεμόνας
Αδριανός και τον υπέβαλε σε μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων. Τον
κρέμασε επάνω σ' ένα ξύλο και του ξέσχισε τα πλευρά, κατόπιν τον άφησε
μέσα στη φωτιά, έπειτα τον έριξε μέσα σ' ένα καζάνι με βραστό λάδι και
στη συνέχεια τον άφησε τροφή στ' άγρια θηρία. Απ' όλα αυτά όμως, ο
Αντίοχος, με τη θεία χάρη βγήκε αβλαβής και όχι μόνο. Άλλα με την
προσευχή του συνέτριψε τα είδωλα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου δια
αποκεφαλισμού.
Ο δήμιος όμως, Κυριάκος, που τον αποκεφάλισε είδε
να τρέχει από τον λαιμό του αντί για αίμα, γάλα. Τότε και αυτός με
θάρρος ομολόγησε τον Χριστό και αποκεφαλίστηκε επί τόπου.
Άγιος Αθηνογένης επίσκοπος Πηδαχθόης και οι Δέκα Μαθητές του
Ἀθηνογένης ἐκ ξίφους ἀνῃρέθη,
Ψευδῆ θέαιναν τὴν Ἀθηνᾶν οὐ σέβων.
Eις τους δέκα μαθητάς αυτού.
Xωρεί συνάθλων η δεκάς και προς ξίφος,
Tους σώματα κτείνοντας ου φοβουμένη.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ Ἀθηνογένη τάμε χαλκός.
Πατρίδα
του Αγίου Αθηνογένη ήταν η Σεβάστεια της Καππαδοκίας. Η μόρφωση του, η
θερμή πίστη του, καθώς και η γενναία φιλανθρωπική του δράση, τον
ανέδειξαν επίσκοπο Πηδαχθόης.
Σαν επίσκοπος, ήταν φωτεινό
πνευματικό λυχνάρι για το ποίμνιο του. Μάλιστα τόσο πολύ ήθελε να
συνεχιστεί το έργο του Ευαγγελίου, ώστε με ιδιαίτερη φροντίδα κατάρτισε
ικανότατους βοηθούς του. Άλλα όταν έγινε ο διωγμός επί Διοκλητιανού, ο
Αθηνογένης με δέκα μαθητές του, τον Ριγίνο, τον Μαξιμίνο, τον Πατρόφιλο,
τον Αθηνογένη, τον Αντίοχο, τον Άμμων, τον Θεόφραστο, τον Κλεόνικο, τον
Πέτρο και τον Ησύχιο, συνελήφθη από τον ηγεμόνα Φηλίμαρχο, και αφού
όλοι ομολόγησαν το Χριστό αποκεφαλίσθηκαν.
Αξίζει δε να
αναφέρουμε, ότι στον Αθηνογένη οφείλουμε το γνωστό κατανυκτικό εσπερινό
ύμνο, «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης, ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου,
μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς
ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν. Ἄξιον σὲ ἐν πάσι
καιροὶς ὑμνείσθαι φωναὶς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδοὺς διὸ ὁ κόσμος
σὲ δοξάζει». Που σημαίνει: Ιησού Χριστέ, συ που είσαι το χαρούμενο φως
του Αθανάτου, Ουρανίου, Άγιου και μακαρίου Πατρός, αφού φθάσαμε στη δύση
του ήλιου και είδαμε το εσπερινό φως, υμνούμε τον Πατέρα, τον Υιόν και
το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή τον Τριαδικό Θεό. Είναι άξιο να σε υμνούμε σε
κάθε ώρα με μελωδικές φωνές, Υιέ του Θεού, εσύ που δίνεις ζωή. Γι' αυτό ο
κόσμος σε δοξάζει.