Η παράδοση αναφέρει ότι στην Παντάνασσσα έχουν αποθέσει και τα οστά της Θεοδώρας Τόκκου, πρώτης γυναίκας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Η μονή της Παντάνασσας, είναι σήμερα η μοναδική εν λειτουργία μονή του Μυστρά. Διαβαίνοντας την πόρτα του μοναστηριού, αμέσως συνειδητοποιείς την παρουσία των μοναχών, την αρχιτεκτονική, την καθαρότητα, την αισθητική του χώρου με τα λουλούδια και τα κλήματα και με τις φιλόξενες μοναχές, έτοιμες να σου πουν μια καλή κουβέντα, μια ευλογία που θα αλαφρώσει τη ψυχή σου.
Μια τέτοια μοναχή, κατά το ιερό προσκύνημά μου στον αγιασμένο Μυστρά με καλωσόρισε, μου πρόσφερε καθάριο, κρύο νερό και μου ΄πε:
-Να ‘χεις την ευλογία της Παναγιάς της Παντάνασσας.
-Σπουδαίο το όνομά της, παρατήρησα.
-Ναι, άναξ ο βασιλιάς, άνασσα η βασίλισσα, Παντάνασσα η Παναγιά.
Το Καθολικό της Μονής, η εκκλησία της Παντάνασσας, είναι το τελευταίο μεγάλο βυζαντινό εκκλησιαστικό έργο στον Μυστρά. Ιδρυμένη το 1428 από τον Ιωάννη Φραγκόπουλο, γόνο γνωστής οικογενείας της Κωνσταντινούπολης, περιέχει στην αρχιτεκτονική της όλους τους προβληματισμούς και τους πειραματισμούς της εποχής, με πολύ ενδιαφέρον τελικό αποτέλεσμα. Ο Ιωάννης Φραγκόπουλος ήταν ΄΄Καθολικός Μεσάζων και Πρωτοστράτωρ΄΄ ένα είδος Πρωθυπουργού των Παλαιολόγων του Μυστρά. Στα επάνω δυτικά παράθυρα, έξω από το ναό, μόλις διακρινόμενα σήμερα, και στο τρίτο νότιο, προς το νάρθηκα, κιονόκρανο μέσα στην εκκλησία, υπάρχουν συμπιλήματα και μονογράμματα με το όνομά του.
Τελευταίο κτίσμα του Δεσποτάτου, του 15ου αιώνα, η Παντάνασσα έχει συγκεντρώσει σε αρμονικό σύνολο όλη την ποικιλία της τέχνης των εκκλησιών του Μυστρά. Από αρχιτεκτονικής πλευράς παρουσιάζει την ιδιομορφία της εκκλησίας του «Αφεντικού». Στο ισόγειο είναι βασιλική και στο υπερώο πεντάτρουλη σταυρική εκκλησία, με έναν έκτο τρούλο στο νάρθηκα και έναν ακόμη στη στοά.
Δυο στοές, μία προς την κοιλάδα του Ευρώτα, που σώζεται ανέπαφη, και μία δυτική, έξω από το νάρθηκα, της οποίας σώζονται μόνο τα σημεία γενέσεως στον τοίχο, στόλιζαν τις πλευρές της εκκλησίας, δημιουργώντας αρμονική διαβάθμιση των όγκων της. Οι στοές, προσφιλες στοιχείο της αρχιτεκτονικής του Μυστρά, κατάγονται από την Πόλη και έφθασαν ως εδώ, για να προσαρμοσθούν με σοφό υπολογισμό και φαντασία στις δύσκολες απαιτήσεις του εδάφους, δημιουργώντας μια πρωτότυπη συνοχή με τους κυβικούς όγκους των εκκλησιών, ανάλογα με το χώρο και τη θέση τους.
Τελευταίο κτίσμα του Δεσποτάτου, του 15ου αιώνα, η Παντάνασσα έχει συγκεντρώσει σε αρμονικό σύνολο όλη την ποικιλία της τέχνης των εκκλησιών του Μυστρά. Από αρχιτεκτονικής πλευράς παρουσιάζει την ιδιομορφία της εκκλησίας του «Αφεντικού». Στο ισόγειο είναι βασιλική και στο υπερώο πεντάτρουλη σταυρική εκκλησία, με έναν έκτο τρούλο στο νάρθηκα και έναν ακόμη στη στοά.
Δυο στοές, μία προς την κοιλάδα του Ευρώτα, που σώζεται ανέπαφη, και μία δυτική, έξω από το νάρθηκα, της οποίας σώζονται μόνο τα σημεία γενέσεως στον τοίχο, στόλιζαν τις πλευρές της εκκλησίας, δημιουργώντας αρμονική διαβάθμιση των όγκων της. Οι στοές, προσφιλες στοιχείο της αρχιτεκτονικής του Μυστρά, κατάγονται από την Πόλη και έφθασαν ως εδώ, για να προσαρμοσθούν με σοφό υπολογισμό και φαντασία στις δύσκολες απαιτήσεις του εδάφους, δημιουργώντας μια πρωτότυπη συνοχή με τους κυβικούς όγκους των εκκλησιών, ανάλογα με το χώρο και τη θέση τους.
Στη ΒΔ γωνιά της Παντάνασσας, θεμελιωμένο στην αυλή, υψώνεται ένα θαυμάσιο τετραώροφο κωδωνοστάσιο, στο ισόγειο του οποίου υπάρχει παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Χαράλαμπο. Οι πλευρές του στα επάνω δύο διαμερίσματα, έχουν από ένα μεγάλο οξυκόρυφο τόξο με γοτθική επίδραση και το τύμπανό τους είναι στολισμένο τρίλοβο άνοιγμα. Η όλη του κατασκευή, με τον πεπονόσχημο τρούλο, τα πυργάκια στην κορυφή και τα μικρά παράθυρα σε σχήμα τριφυλλιού πάνω από τη στοά, εμφανίζει επίδραση τέχνης της δυτ. Ευρώπης.
Επηρεασμένη από διάφορες αισθητικές τάσεις και αντιλήψεις παρουσιάζεται η εξωτερική διακόσμηση του Ιερού, η οποία πλούσια και επιτηδευμένη, χωρίζεται σε τρεις ζώνες: η κάτω είναι ολότελα ακόσμητη, η επάνω, με την κεραμοπλαστική διακόσμηση, έχει ύφος καθαρά βυζαντινό και μάλιστα κωνσταντινουπολίτικο, ενώ τη μεσαία στολίζουν μικρά τόξα οξυκόρυφα και γιρλάντα πώρινη με ανθέμια.
Η εκκλησιά, που ουσιαστικά έμεινε ανέπαφη από τη φθορά του χρόνου, διατηρεί το ζωγραφικό της δίακοσμο, εκτός του τρούλου, σε σχετικά καλή κατάσταση.
Οι πλέον χαρακτηριστικές τοιχογραφίες του υπερώου είναι η Πλατυτέρα στην κόγχη του Ιερού και ψηλότερα σε ολόκληρη την καμάρα πάνω από το Ιερό Βήμα, η Ανάληψη.
Επηρεασμένη από διάφορες αισθητικές τάσεις και αντιλήψεις παρουσιάζεται η εξωτερική διακόσμηση του Ιερού, η οποία πλούσια και επιτηδευμένη, χωρίζεται σε τρεις ζώνες: η κάτω είναι ολότελα ακόσμητη, η επάνω, με την κεραμοπλαστική διακόσμηση, έχει ύφος καθαρά βυζαντινό και μάλιστα κωνσταντινουπολίτικο, ενώ τη μεσαία στολίζουν μικρά τόξα οξυκόρυφα και γιρλάντα πώρινη με ανθέμια.
Η εκκλησιά, που ουσιαστικά έμεινε ανέπαφη από τη φθορά του χρόνου, διατηρεί το ζωγραφικό της δίακοσμο, εκτός του τρούλου, σε σχετικά καλή κατάσταση.
Οι πλέον χαρακτηριστικές τοιχογραφίες του υπερώου είναι η Πλατυτέρα στην κόγχη του Ιερού και ψηλότερα σε ολόκληρη την καμάρα πάνω από το Ιερό Βήμα, η Ανάληψη.
Στη συνεχόμενη κυρτή επιφάνεια της ανατολικής κεραίας του σταυρού που περιβάλλει τον τρούλο, εικονίζεται αριστερά η Βαϊοφόρος και δεξιά, μερικώς κατεστραμμένη η εις Άδου Κάθοδος. Πάνω από το γυναικωνίτη ζωγραφίζονται ο Ευαγγελισμός και η Γέννηση του Κυρίου.
Στη δυτική προς το νάρθηκα καμάρα εικονίζεται η Υπαπαντή, στη βορινή σώζονται η Μεταμόρφωση, ελάχιστα διατηρημένη, και η Έγερση του Λαζάρου σε καλή κατάσταση. Τέλος τους τρουλίσκους και τους τοίχους του γυναικωνίτης κοσμούν Προφήτες και Ιεράρχες.
Οι τοιχογραφίες του υπερώου της Παντάνασσας είναι από τα τελευταία αντιπροσωπευτικά έργα της τέχνης του Βυζαντίου που «οδεύει πλέον προς το δειλινό» αλλά έχει ακόμα τη δύναμη «να πλάθει νέους ρυθμούς» και να κτίζει «πάγκαλους ναούς».
Χαρακτηρίζονται από τον εξαιρετικό πλούτο των χρωμάτων, τους ξεχωριστούς συνδυασμούς, από το πολυπρόσωπο των συνθέσεων, το πλούσιο αρχιτεκτονικό τοπίο,, με τα πολύπλοκα κτίρια που γεμίζουν πολλές φορές το βάθος των σκηνών, και κυρίως με την τάση να πλησιάζει η ανθρώπινη μορφή σε μια φυσική αναλογία προς το περιβάλλον.
Στην νότια πλευρά του νάρθηκα βρίσκεται ο τάφος του Μανουήλ Χατζάκη, βυζαντινού άρχοντα του Μυστρά. Η παράδοση αναφέρει ότι στην Παντάνασσσα έχουν αποθέσει και τα οστά της Θεοδώρας Τόκκου, πρώτης γυναίκας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ωστόσο ο ιστορικός Φραντζής γράφει ότι απόθεσαν τα λείψανά της στη Μονή Ζωοδότου, δηλαδή στην Αγία Σοφία.
Στη δυτική προς το νάρθηκα καμάρα εικονίζεται η Υπαπαντή, στη βορινή σώζονται η Μεταμόρφωση, ελάχιστα διατηρημένη, και η Έγερση του Λαζάρου σε καλή κατάσταση. Τέλος τους τρουλίσκους και τους τοίχους του γυναικωνίτης κοσμούν Προφήτες και Ιεράρχες.
Οι τοιχογραφίες του υπερώου της Παντάνασσας είναι από τα τελευταία αντιπροσωπευτικά έργα της τέχνης του Βυζαντίου που «οδεύει πλέον προς το δειλινό» αλλά έχει ακόμα τη δύναμη «να πλάθει νέους ρυθμούς» και να κτίζει «πάγκαλους ναούς».
Χαρακτηρίζονται από τον εξαιρετικό πλούτο των χρωμάτων, τους ξεχωριστούς συνδυασμούς, από το πολυπρόσωπο των συνθέσεων, το πλούσιο αρχιτεκτονικό τοπίο,, με τα πολύπλοκα κτίρια που γεμίζουν πολλές φορές το βάθος των σκηνών, και κυρίως με την τάση να πλησιάζει η ανθρώπινη μορφή σε μια φυσική αναλογία προς το περιβάλλον.
Στην νότια πλευρά του νάρθηκα βρίσκεται ο τάφος του Μανουήλ Χατζάκη, βυζαντινού άρχοντα του Μυστρά. Η παράδοση αναφέρει ότι στην Παντάνασσσα έχουν αποθέσει και τα οστά της Θεοδώρας Τόκκου, πρώτης γυναίκας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ωστόσο ο ιστορικός Φραντζής γράφει ότι απόθεσαν τα λείψανά της στη Μονή Ζωοδότου, δηλαδή στην Αγία Σοφία.
Οι φιλόξενες μοναχές της Παντάνασσας, που με την ευγένεια, την αρετή και την καλοσύνη τους κατακτούν και γοητεύουν τον προσκυνητή, είναι σήμερα οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι της ερειπωμένης πολιτείας, άγρυπνοι φρουροί και συνεχιστές της βυζαντινής παράδοσης.