Η Καλαβρία υπήρξε για τους Βυζαντινούς ένα σημαντικό οχυρό προς τη Δύση, για την αναχαίτιση των βαρβάρων. Η ακμή της τοποθετείται τον 9ο έως και τον 11ο αιώνα οπότε κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς, έγινε Δουκάτο και εκδιώχθηκαν οι Βυζαντινοί. Τον 12ο αι. μ.Χ. έληξε η βυζαντινή κυριαρχία στην Κάτω Ιταλία.
Η παρουσία του Βυζαντίου στην περιοχή άφησε ίχνη ανεξίτηλα. Η περιοχή δέχθηκε την έντονη επίδραση των Βυζαντινών.
Πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε το γεγονός ότι σε αυτά τα μέρη οι Βυζαντινοί βρήκαν πολλά και σημαντικά κατάλοιπα ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι αποδέχθηκαν τη βυζαντινή κυριαρχία. Σ’ αυτούς προστέθηκαν επίσης Βυζαντινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι με τις οικογένειες τους, αλλά και οι Ελληνες πρόσφυγες από το εξαρχάτο της Καρχηδόνας (Β. Αφρική) και από τη Σικελία, μετά την κατάληψη τους από τους Αραβες. Εξάλλου, οι συχνές επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους συνέβαλαν στις μετακινήσεις πληθυσμών, όπως αποδεικνύουν και οι λαϊκές παραδόσεις των ελληνοφώνων.
Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα, όταν Έλληνες άποικοι εγκαταστάθηκαν στα ανατολικά παράλια της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ιδρύοντας πολλές αποικίες,χαρίζοντας σε αυτό το ελληνικό τμήμα το όνομα Μεγάλη Ελλάδα. Στην Καλαβρία ιδρύθηκαν και ήκμασαν σημαντικές ελληνικές αποικίες, όπως το Ρήγιο από τους Χαλκιδείς το 715 π.Χ., το οποίο αργότερα κατοίκησαν Μεσσήνιοι πρόσφυγες.
Όταν το 534 μ.Χ. ο στρατηγός Βελισάριος θα ανακαταλάβει –μετά τις βαρβαρικές επιθέσεις-το «θέμα» της Κ. Ιταλίας, στην περιοχή θα εγκατασταθούν Βυζαντινοί στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι και θα ενισχυθεί σημαντικά το βυζαντινό στοιχείο, καθώς και ο μοναχισμός με τη βυζαντινή του παράδοση, που θα συμβάλλει στην οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής και διοίκησης. Έτσι έχουμε τη δημιουργία πολλών Μητροπόλεων και Επισκοπών, καθώς και μονών. Στα επόμενα χρόνια, εξαιτίας των αιρέσεων, της εξάπλωσης του Ισλάμ και κυρίως της εικονομαχίας, θα αυξηθεί ο αριθμός ιδιαίτερα μοναχών που θα εγκατασταθούν στην περιοχή. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, μόνο κατά την περίοδο της Εικονομαχίας, δηλ. σε διάστημα 120 ετών, 50.000 μοναχοί κατέφυγαν στη Δύση και ιδιαίτερα στις δύο ελληνόφωνες περιοχές, την Καλαβρία και Σικελία. Οι μοναχοί αυτοί θα γίνουν φορείς μετάδοσης της ορθόδοξης παράδοσης, της ελληνικής γλώσσας και της κουλτούρας της Κωνσταντινούπολης.
Η ελληνική γλώσσα παρέμεινε ζωντανή ακόμα και όταν αργότερα, ως επίσημη, καθιερώθηκε η λατινική. H ελληνική γλώσσα μέσω της Εκκλησίας θα συνδεθεί με το βυζαντινό τυπικό. Για αιώνες αυτά τα δύο στοιχεία θα σφραγίσουν το ελληνορθόδοξο παρελθόν της Ν. Ιταλίας, ιδιαίτερα μάλιστα αυτό της Καλαβρίας και Σικελίας.
Από τα προηγούμενα διαπιστώνουμε ότι η Κ. Ιταλία ήταν γεμάτη από μοναστήρια, σκήτες και ασκηταριά, ήταν, πράγματι, ένα κομμάτι της βυζαντινής Ανατολής στη Δύση. Τα πάμπολλα μοναστήρια, οι λαύρες και οι σκήτες, που ακόμη διασώζονται, έστω και ως ερείπια, μαρτυρούν τη βυζαντινή -ελληνική της παράδοση. Ο Πέτρος Ροδοτάς, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και επίσκοπος των Ελληνορρύθμων της Καλαβρίας (1735) στο έργο του, Dell’ origine del rito Greco in Italia (Περί της προελεύσεως του ελληνικού ρυθμού στην Ιταλία), ανεβάζει τον αριθμό των ελληνικών μοναστηριών που υπήρχαν στο βασίλειο της Νεάπολης σε 1.500. Στην εισαγωγή δε του ίδιου έργου του αναφέρει: «… έχουμε έναν εξαιρετικό αριθμό ελλήνων-μοναχών, που υπήρξαν αντικείμενο κοινού θαυμασμού, και που κράτησαν πάνω τους τα βλέμματα ολόκληρων επαρχιών για την αυστηρότητα της ζωής, για τη φήμη της αρετής και για τα καταφανή παραδείγματα προτροπής προς το καλό… Υπήρξαν τα φώτα της μοναστικής διδασκαλίας και πειθαρχίας στην Ιταλία και από τον 8° αι. την λάμπρυναν με την εξαίρετη αγιωσύνη τους…».
Και στη συνεχεία μας δίνει ένα μακρύ κατάλογο από 76 Έλληνες Αγίους της Κ. Ιταλίας.
Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα, όταν Έλληνες άποικοι εγκαταστάθηκαν στα ανατολικά παράλια της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, ιδρύοντας πολλές αποικίες,χαρίζοντας σε αυτό το ελληνικό τμήμα το όνομα Μεγάλη Ελλάδα. Στην Καλαβρία ιδρύθηκαν και ήκμασαν σημαντικές ελληνικές αποικίες, όπως το Ρήγιο από τους Χαλκιδείς το 715 π.Χ., το οποίο αργότερα κατοίκησαν Μεσσήνιοι πρόσφυγες.
Όταν το 534 μ.Χ. ο στρατηγός Βελισάριος θα ανακαταλάβει –μετά τις βαρβαρικές επιθέσεις-το «θέμα» της Κ. Ιταλίας, στην περιοχή θα εγκατασταθούν Βυζαντινοί στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι και θα ενισχυθεί σημαντικά το βυζαντινό στοιχείο, καθώς και ο μοναχισμός με τη βυζαντινή του παράδοση, που θα συμβάλλει στην οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής και διοίκησης. Έτσι έχουμε τη δημιουργία πολλών Μητροπόλεων και Επισκοπών, καθώς και μονών. Στα επόμενα χρόνια, εξαιτίας των αιρέσεων, της εξάπλωσης του Ισλάμ και κυρίως της εικονομαχίας, θα αυξηθεί ο αριθμός ιδιαίτερα μοναχών που θα εγκατασταθούν στην περιοχή. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, μόνο κατά την περίοδο της Εικονομαχίας, δηλ. σε διάστημα 120 ετών, 50.000 μοναχοί κατέφυγαν στη Δύση και ιδιαίτερα στις δύο ελληνόφωνες περιοχές, την Καλαβρία και Σικελία. Οι μοναχοί αυτοί θα γίνουν φορείς μετάδοσης της ορθόδοξης παράδοσης, της ελληνικής γλώσσας και της κουλτούρας της Κωνσταντινούπολης.
Η ελληνική γλώσσα παρέμεινε ζωντανή ακόμα και όταν αργότερα, ως επίσημη, καθιερώθηκε η λατινική. H ελληνική γλώσσα μέσω της Εκκλησίας θα συνδεθεί με το βυζαντινό τυπικό. Για αιώνες αυτά τα δύο στοιχεία θα σφραγίσουν το ελληνορθόδοξο παρελθόν της Ν. Ιταλίας, ιδιαίτερα μάλιστα αυτό της Καλαβρίας και Σικελίας.
Από τα προηγούμενα διαπιστώνουμε ότι η Κ. Ιταλία ήταν γεμάτη από μοναστήρια, σκήτες και ασκηταριά, ήταν, πράγματι, ένα κομμάτι της βυζαντινής Ανατολής στη Δύση. Τα πάμπολλα μοναστήρια, οι λαύρες και οι σκήτες, που ακόμη διασώζονται, έστω και ως ερείπια, μαρτυρούν τη βυζαντινή -ελληνική της παράδοση. Ο Πέτρος Ροδοτάς, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και επίσκοπος των Ελληνορρύθμων της Καλαβρίας (1735) στο έργο του, Dell’ origine del rito Greco in Italia (Περί της προελεύσεως του ελληνικού ρυθμού στην Ιταλία), ανεβάζει τον αριθμό των ελληνικών μοναστηριών που υπήρχαν στο βασίλειο της Νεάπολης σε 1.500. Στην εισαγωγή δε του ίδιου έργου του αναφέρει: «… έχουμε έναν εξαιρετικό αριθμό ελλήνων-μοναχών, που υπήρξαν αντικείμενο κοινού θαυμασμού, και που κράτησαν πάνω τους τα βλέμματα ολόκληρων επαρχιών για την αυστηρότητα της ζωής, για τη φήμη της αρετής και για τα καταφανή παραδείγματα προτροπής προς το καλό… Υπήρξαν τα φώτα της μοναστικής διδασκαλίας και πειθαρχίας στην Ιταλία και από τον 8° αι. την λάμπρυναν με την εξαίρετη αγιωσύνη τους…».
Και στη συνεχεία μας δίνει ένα μακρύ κατάλογο από 76 Έλληνες Αγίους της Κ. Ιταλίας.
Η Καλαβρία και γενικότερα η Κ. Ιταλία, θα αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα στον Πάπα και και στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Το 732/33 ο αυτοκράτορας Λέων Γ ο Ίσαυρος, θα την προσαρτήσει πνευματικά και διοικητικά στο πατριαρχείο της Κων/λεως, αντιδρώντας δυναμικά στην εικονόφιλη πολιτική του Πάπα. Οι περιοχές της Κάτω Ιταλίας, μαζί με περιοχές της Ελλάδος και των Βαλκανίων, θα βρίσκονται υπό την κοινή διοικητική αρχή του έπαρχου του Ιλλυρικού ως τον 8ο αιώνα και αργότερα υπό τον Δομέστικο της Δύσης.Οι αλλεπάλληλες επιδρομές και κατακτήσεις των Αράβων και των Σαρακηνών, οι οποίοι ήδη απ’ τον 9° αι. έχουν κατακτήσει τη Σικελία και λυμαίνονταν τα παράλια της Καλαβρίας θα δημιουργήσουν σιγά-σιγά την αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου, καθώς και των μοναστικών κέντρων, που είχαν γνωρίσει μεγάλη άνθιση.
Η απειλή γίνεται μεγαλύτερη όταν τον 10° αι. εισβάλλουν από βορρά οι Γερμανοί. Ο Γερμανός ηγεμόνας Όθων Α’ (936-973), αφού έγινε κύριος της Ρώμης, έφτασε λεηλατώντας μέχρι την Καλαβρία. Η βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή θα τελειώσει μετά το 1060, με την εμφάνιση των Νορμανδών, που θα την κατακτήσουν, εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές διαμάχες της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η απώλεια των βυζαντινών εδαφών της Ιταλίας από τους Νορμανδούς στο τέλος του, 11ου αιώνα και άλλες επιδρομές από τους Γάλλους, τους Ισπανούς κ.ά. προκάλεσαν την παρακμή του ελληνορθόδοξου στοιχείου, με μόνη εξαίρεση τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας, όπου οι κατακτητές παραχώρησαν προνόμια στους Ελληνες, σχετικά με τις παραδόσεις και τη γλώσσα, για να τους κρατούν σε ισορροπία μαζί με τους Λατίνους και τους Αραβες. Η ελληνική παρουσία ενισχύθηκε τον 12ο αιώνα με 15.000 Ελληνες τους οποίους μετέφερε ο Νορμανδός ηγεμόνας Ρογήρος Β’ για την ανάπτυξη της σηροτροφίας στην Καλαβρία και τη Σικελία. Η ελληνική γλώσσα, βέβαια, υπέστη μεγάλες προσμείξεις, αλλά επιβίωσε βοηθούμενη από τον κλήρο και το ελληνικό θρησκευτικό τελετουργικό.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και η σταδιακή τουρκική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου προκάλεσαν ένα τελευταίο κύμα εποίκων προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να διασωθεί το ελληνικό στοιχείο από την εξαφάνιση, αλλά να ενισχυθεί και να ακμάσει επί δύο ακόμη αιώνες.
Δυστυχώς οι συνεχείς πιέσεις και παρεμβάσεις της Καθολικής Εκκλησίας και η σταδιακή υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της ιταλικής επέφεραν την απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών και την τελική παρακμή τους στο τέλος του 16ου αιώνα. Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών έχασαν τη θρησκευτική τους αυτονομία και αποκόπηκαν απο την Ορθοδοξία. Οι Ελληνες όμως της Καλαβρίας δεν έπαψαν να εκκλησιάζονται στα ελληνικά μέχρι τον 19ο αιώνα
Σήμερα, μία χιλιετία μετά, κάτοικοι των χωριών, γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειονότητά τους, διατηρούν τη λεγόμενη γκρεκάνικη γλώσσα, ήθη και έθιμα από την παράδοση που κληρονόμησαν και κυρίως τη μουσική και τα τραγούδια. Δηλώνουν Ελληνες και είναι περήφανοι για την καταγωγή τους.
Η απειλή γίνεται μεγαλύτερη όταν τον 10° αι. εισβάλλουν από βορρά οι Γερμανοί. Ο Γερμανός ηγεμόνας Όθων Α’ (936-973), αφού έγινε κύριος της Ρώμης, έφτασε λεηλατώντας μέχρι την Καλαβρία. Η βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή θα τελειώσει μετά το 1060, με την εμφάνιση των Νορμανδών, που θα την κατακτήσουν, εκμεταλλευόμενοι τις εσωτερικές διαμάχες της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η απώλεια των βυζαντινών εδαφών της Ιταλίας από τους Νορμανδούς στο τέλος του, 11ου αιώνα και άλλες επιδρομές από τους Γάλλους, τους Ισπανούς κ.ά. προκάλεσαν την παρακμή του ελληνορθόδοξου στοιχείου, με μόνη εξαίρεση τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας, όπου οι κατακτητές παραχώρησαν προνόμια στους Ελληνες, σχετικά με τις παραδόσεις και τη γλώσσα, για να τους κρατούν σε ισορροπία μαζί με τους Λατίνους και τους Αραβες. Η ελληνική παρουσία ενισχύθηκε τον 12ο αιώνα με 15.000 Ελληνες τους οποίους μετέφερε ο Νορμανδός ηγεμόνας Ρογήρος Β’ για την ανάπτυξη της σηροτροφίας στην Καλαβρία και τη Σικελία. Η ελληνική γλώσσα, βέβαια, υπέστη μεγάλες προσμείξεις, αλλά επιβίωσε βοηθούμενη από τον κλήρο και το ελληνικό θρησκευτικό τελετουργικό.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και η σταδιακή τουρκική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου προκάλεσαν ένα τελευταίο κύμα εποίκων προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να διασωθεί το ελληνικό στοιχείο από την εξαφάνιση, αλλά να ενισχυθεί και να ακμάσει επί δύο ακόμη αιώνες.
Δυστυχώς οι συνεχείς πιέσεις και παρεμβάσεις της Καθολικής Εκκλησίας και η σταδιακή υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της ιταλικής επέφεραν την απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών και την τελική παρακμή τους στο τέλος του 16ου αιώνα. Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών έχασαν τη θρησκευτική τους αυτονομία και αποκόπηκαν απο την Ορθοδοξία. Οι Ελληνες όμως της Καλαβρίας δεν έπαψαν να εκκλησιάζονται στα ελληνικά μέχρι τον 19ο αιώνα
Σήμερα, μία χιλιετία μετά, κάτοικοι των χωριών, γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειονότητά τους, διατηρούν τη λεγόμενη γκρεκάνικη γλώσσα, ήθη και έθιμα από την παράδοση που κληρονόμησαν και κυρίως τη μουσική και τα τραγούδια. Δηλώνουν Ελληνες και είναι περήφανοι για την καταγωγή τους.