Ένας Λαός που ψέλνει στις Εκκλησίες του
"Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού" δεν έχει να φοβηθεί τίποτε
–Θα γίνουνε πολλά πράγματα. Θα πέσει δυστυχία μεγάλη και ο κόσμος θα πεινάσει. Αυτοί που τρώνε ψωμί και ελιά, μην τους φοβάσαι, διότι θα τους φροντίσει ο Θεός. Οι κακομαθήμενοι όμως θα υποφέρουν.
–Ο άρτος ποτέ δεν θα λείψει απ’ την Εκκλησία. Θα περάσετε δύσκολα αλλά κοντά στην Εκκλησία κανένας δε θα χαθεί. Μη φοβάσαι, θα επέμβει ο Κύριος διότι η σωτηρία της Ελλάδος μόνο δια του Κυρίου θα γίνει.
Άγιος Πορφύριος
***
Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης
Την πίστη των πατέρων μας τη στραγγαλίσαμε εμείς και τρέχουμε ακατάσχετα μέσα στην απώλεια. Δεν φυλάγουμε τίποτα από εκείνα πού μάς διατάσσει ο Κύριος. Τίποτα!
Είμαστε ο φάρος της Ορθοδοξίας, αλλά καταντήσαμε από την αμαρτία χειρότεροι από τους άθεους.
Είμαστε μέσα στην αποστασία…
– Θα έρθουν χρόνια δύσκολα, αλλά μη φοβάστε. Τα παιδιά Του ο Θεός δεν τα εγκαταλείπει, θα τα φυλάει σκανδαλωδώς.
– Δηλαδή, Γέροντα;
– Τί δηλαδή; Να, άμα δεν θα έχεις να φας, θα ξυπνάς το πρωί, θα βρίσκεις μια φραντζόλα πάνω στο τραπέζι και θα λες: «Αυτό από πού ήρθε»; Αλλά πρέπει να έχεις πίστη. Χωρίς πίστη, δεν γίνεται τίποτα.
***
Έλεγε η Ασκήτρια Οσία Σοφία της Κλεισούρας:
–Η Ελλάδα, αν κρατήση την πίστι, θα σωθή από το κακό πού πρόκειται νάρθή. Αν όμως δεν κρατήσει την πίστη, θα καταστραφεί… Θα πέσουν όλοι οι δαίμονες επάνω της… Θα ’ρθή το κακό και θα χωρίση το στάρι απ’ την ήρα, τα πρόβατα απ’ τα ερίφια….
–Αν ο κόσμος μετανοήση, θα πάρουμε την Πόλη με Αγάπη… Αν δεν μετανοήση, θα την πάρουμε με αίμα….
– Η Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στον Υιό της: Υιέ μου και Θεέ μου, δώσε στον κόσμο σοφία, συγχώρησε τον κόσμο.
-”Μετανοήστε, γιατί τα σύννεφα της οργής του Θεού σίμωσαν στη γη. Μεγάλο κακό έρχεται, από την πολλή αμαρτία.”
–Εγώ θα φύγω, αλλά να ξέρετε. Η λαιμαργία θα χαλάσει τον κόσμον, η λαιμαργία και η υπερηφάνεια. –Νάχετε φόβον Θεού… Νάχετε Αγάπη… Νάχετε ευσπλαχνία.
***
Διηγείται μια κυρία : Σε μια επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας, στη μαύρη και φοβερή Κατοχή του ’41 με ’42, όπου οι εκτελέσεις και οι σφαγές των αθώων ανθρώπων ήσαν ανελέητες και αθρόες, οι φυλακίσεις και οι εξορίες φοβερές, το ξύλο και τα βασανιστήρια τρομακτικά, και η πείνα ως γνωστόν θέριζε τους πάντες. Η οικογένεια της κυρίας αυτής όταν ήτο παιδούλα, ήτο πολύ ευσεβής και ακόμα ευσεβέστεροι ο παππούς και η γιαγιά. Άνθρωποι της πολλής προσευχής και της πολλής ελεημοσύνης.
Η γιαγιά και ο παππούς όπως και οι γονείς των ήσαν πολύ ελεήμονες. Ελεούσαν τους πάντες, όσους ζητούσαν βοήθεια, στα μαύρα εκείνα χρόνια της Κατοχής. Ήσαν φτωχοί. Αλλά ελεούσαν όμως, όπως και όσο μπορούσαν.
Κάποτε πέρασαν από την γειτονιά τους δυο τρείς ρακένδυτοι ζητιάνοι. Φαινόντουσαν όμως πολύ καθαρά ότι ήσαν και άρρωστοι. Τα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπό τους, ήταν γεμάτο πληγές και πύον. Ήσαν μάλλον λεπροί. Γι’ αυτό και όλοι τους έκλειναν τις πόρτες. Όπως και στη γειτονιά τους.
Εκείνη την ώρα έφτανε ο παππούς που ήταν κάπου έξω, και είδε και είχε ακούσει τι είχε γίνει. Τους φώναξε, τους έβαλε στην αυλή γιατί ήταν καλοκαίρι, και με τη βοήθεια της γυναίκας του, της γιαγιάς, έπλεναν τις πληγές και το πύον, κατόπιν τους τάϊσαν, με ψωμί και ελιές και τους έδωσαν και το λίγο τυράκι που είχε απομείνει. Φεύγοντας τους έδωσαν και ένα μπουκάλι λάδι, το τελευταίο που υπήρχε απομείνει στο φτωχό ράφι της κουζίνας.
Τα παιδιά του βέβαια μουρμούριζαν όλα. Τα παντρεμένα παιδιά εννοώ.
– Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα ταΐσουμε τα μωρά μας; Τι θα δώσουμε στα παιδιά μας;
Και η απάντησις του παππού.
– Έχει ο Θεός!… Έχει ο Θεός.
«Έχει ο Θεός». Το πίστευε αυτό. Εμείς το λέμε αλλά δεν το πιστεύουμε.
Και ξεπροβόδησε τους τρεις αυτούς λεπρούς.
Οι γείτονες βγήκαν στις πόρτες, και άρχισαν να τον κακίζουν και να τον κατηγορούν. Όχι μόνον για την αδιακρισία του, όπως έλεγαν, αλλά γιατί μπορούσε και αυτός να κολλήσει αρρώστιες …
– Και μας θα μας κολλήσεις, του έλεγαν συνεχώς. Φτάνει που θα αφήσεις και τα παιδιά σου νηστικά.
Μπροστά σ’ αυτή τη διαγωγή, και του παππού βέβαια, και της γιαγιάς, όλοι είχαν μείνει, όλοι, με ανοιχτό το στόμα. Ο παππούς δεν είπε τίποτα. Έκανε το σταυρό του και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Και σε λίγο βγήκε τρέχοντας! Τρέχοντας και φωνάζοντας:
– Τρέξτε παιδιά μου, τρέξτε γείτονες! Όλα τα ράφια είναι γεμάτα και από ψωμιά!, και από τυρί!, και λάδια! … Ο Θεός έκανε το θαύμα Του. Ο Θεός ελεεί τους πιστούς του δούλους Του. Ελάτε να πάρετε όλοι σας.
Ναι χριστιανοί μου. Ο Θεός, έκαμε το θαύμα του, όπως το κάνει και κάθε μέρα σε όλους εκείνους που ελεούν με όλη τους την καρδιά. «Ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός». Και άλλωστε βεβαιώνει και ο ίδιος ο Κύριος ότι μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται.
Και τώρα σας ρωτώ χριστιανοί μου:
Είμαστε εμείς ελεήμονες; Δυστυχώς οι περισσότεροι από τους Νεοέλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς δεν είναι. Ελεήμονες σαν τον παππού και σαν τη γιαγιά, με αυτόν τον τρόπο εννοώ ελεήμονες. Δυστυχώς εμείς είμαστε οι κασιάρηδες. Άκαρδοι, άσπλαχνοι και τσιγκούνηδες. Και δεν ήσαν μόνο τα γερόντια αυτά, άνθρωποι της προσευχής, της αγρυπνίας και της ελεημοσύνης, αλλά ήσαν και σωστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι τηρούσαν τις αργίες και τις νηστείες, έστω και στα γερατιά τους. Εκκλησιάζονταν κάθε Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές. Εξομολογούντο και κοινωνούσαν των θείων μυστηρίων τακτικά. Έκαμαν πνευματικό αγώνα τη νύχτα και είχαν φόβον Θεού και πολλή αγάπη.
Απο τα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
138 α- Κυριακή προ Χριστουγέννων 1996
http://agia-varvara.blogspot.gr/2011/02/blog-post_26.html
Ένας Λαός που ψέλνει στις Εκκλησίες του
¨Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού.¨ δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Μόνο να εμπιστευόμαστε τον Θεό μας με δυνατή Πίστη, Προσευχή και Μετάνοια.
https://iconandlight.wordpress.com
"Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού" δεν έχει να φοβηθεί τίποτε
–Θα γίνουνε πολλά πράγματα. Θα πέσει δυστυχία μεγάλη και ο κόσμος θα πεινάσει. Αυτοί που τρώνε ψωμί και ελιά, μην τους φοβάσαι, διότι θα τους φροντίσει ο Θεός. Οι κακομαθήμενοι όμως θα υποφέρουν.
–Ο άρτος ποτέ δεν θα λείψει απ’ την Εκκλησία. Θα περάσετε δύσκολα αλλά κοντά στην Εκκλησία κανένας δε θα χαθεί. Μη φοβάσαι, θα επέμβει ο Κύριος διότι η σωτηρία της Ελλάδος μόνο δια του Κυρίου θα γίνει.
Άγιος Πορφύριος
***
Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης
Την πίστη των πατέρων μας τη στραγγαλίσαμε εμείς και τρέχουμε ακατάσχετα μέσα στην απώλεια. Δεν φυλάγουμε τίποτα από εκείνα πού μάς διατάσσει ο Κύριος. Τίποτα!
Είμαστε ο φάρος της Ορθοδοξίας, αλλά καταντήσαμε από την αμαρτία χειρότεροι από τους άθεους.
Είμαστε μέσα στην αποστασία…
– Θα έρθουν χρόνια δύσκολα, αλλά μη φοβάστε. Τα παιδιά Του ο Θεός δεν τα εγκαταλείπει, θα τα φυλάει σκανδαλωδώς.
– Δηλαδή, Γέροντα;
– Τί δηλαδή; Να, άμα δεν θα έχεις να φας, θα ξυπνάς το πρωί, θα βρίσκεις μια φραντζόλα πάνω στο τραπέζι και θα λες: «Αυτό από πού ήρθε»; Αλλά πρέπει να έχεις πίστη. Χωρίς πίστη, δεν γίνεται τίποτα.
***
Έλεγε η Ασκήτρια Οσία Σοφία της Κλεισούρας:
–Η Ελλάδα, αν κρατήση την πίστι, θα σωθή από το κακό πού πρόκειται νάρθή. Αν όμως δεν κρατήσει την πίστη, θα καταστραφεί… Θα πέσουν όλοι οι δαίμονες επάνω της… Θα ’ρθή το κακό και θα χωρίση το στάρι απ’ την ήρα, τα πρόβατα απ’ τα ερίφια….
–Αν ο κόσμος μετανοήση, θα πάρουμε την Πόλη με Αγάπη… Αν δεν μετανοήση, θα την πάρουμε με αίμα….
– Η Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στον Υιό της: Υιέ μου και Θεέ μου, δώσε στον κόσμο σοφία, συγχώρησε τον κόσμο.
-”Μετανοήστε, γιατί τα σύννεφα της οργής του Θεού σίμωσαν στη γη. Μεγάλο κακό έρχεται, από την πολλή αμαρτία.”
–Εγώ θα φύγω, αλλά να ξέρετε. Η λαιμαργία θα χαλάσει τον κόσμον, η λαιμαργία και η υπερηφάνεια. –Νάχετε φόβον Θεού… Νάχετε Αγάπη… Νάχετε ευσπλαχνία.
***
Διηγείται μια κυρία : Σε μια επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας, στη μαύρη και φοβερή Κατοχή του ’41 με ’42, όπου οι εκτελέσεις και οι σφαγές των αθώων ανθρώπων ήσαν ανελέητες και αθρόες, οι φυλακίσεις και οι εξορίες φοβερές, το ξύλο και τα βασανιστήρια τρομακτικά, και η πείνα ως γνωστόν θέριζε τους πάντες. Η οικογένεια της κυρίας αυτής όταν ήτο παιδούλα, ήτο πολύ ευσεβής και ακόμα ευσεβέστεροι ο παππούς και η γιαγιά. Άνθρωποι της πολλής προσευχής και της πολλής ελεημοσύνης.
Η γιαγιά και ο παππούς όπως και οι γονείς των ήσαν πολύ ελεήμονες. Ελεούσαν τους πάντες, όσους ζητούσαν βοήθεια, στα μαύρα εκείνα χρόνια της Κατοχής. Ήσαν φτωχοί. Αλλά ελεούσαν όμως, όπως και όσο μπορούσαν.
Κάποτε πέρασαν από την γειτονιά τους δυο τρείς ρακένδυτοι ζητιάνοι. Φαινόντουσαν όμως πολύ καθαρά ότι ήσαν και άρρωστοι. Τα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπό τους, ήταν γεμάτο πληγές και πύον. Ήσαν μάλλον λεπροί. Γι’ αυτό και όλοι τους έκλειναν τις πόρτες. Όπως και στη γειτονιά τους.
Εκείνη την ώρα έφτανε ο παππούς που ήταν κάπου έξω, και είδε και είχε ακούσει τι είχε γίνει. Τους φώναξε, τους έβαλε στην αυλή γιατί ήταν καλοκαίρι, και με τη βοήθεια της γυναίκας του, της γιαγιάς, έπλεναν τις πληγές και το πύον, κατόπιν τους τάϊσαν, με ψωμί και ελιές και τους έδωσαν και το λίγο τυράκι που είχε απομείνει. Φεύγοντας τους έδωσαν και ένα μπουκάλι λάδι, το τελευταίο που υπήρχε απομείνει στο φτωχό ράφι της κουζίνας.
Τα παιδιά του βέβαια μουρμούριζαν όλα. Τα παντρεμένα παιδιά εννοώ.
– Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα ταΐσουμε τα μωρά μας; Τι θα δώσουμε στα παιδιά μας;
Και η απάντησις του παππού.
– Έχει ο Θεός!… Έχει ο Θεός.
«Έχει ο Θεός». Το πίστευε αυτό. Εμείς το λέμε αλλά δεν το πιστεύουμε.
Και ξεπροβόδησε τους τρεις αυτούς λεπρούς.
Οι γείτονες βγήκαν στις πόρτες, και άρχισαν να τον κακίζουν και να τον κατηγορούν. Όχι μόνον για την αδιακρισία του, όπως έλεγαν, αλλά γιατί μπορούσε και αυτός να κολλήσει αρρώστιες …
– Και μας θα μας κολλήσεις, του έλεγαν συνεχώς. Φτάνει που θα αφήσεις και τα παιδιά σου νηστικά.
Μπροστά σ’ αυτή τη διαγωγή, και του παππού βέβαια, και της γιαγιάς, όλοι είχαν μείνει, όλοι, με ανοιχτό το στόμα. Ο παππούς δεν είπε τίποτα. Έκανε το σταυρό του και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Και σε λίγο βγήκε τρέχοντας! Τρέχοντας και φωνάζοντας:
– Τρέξτε παιδιά μου, τρέξτε γείτονες! Όλα τα ράφια είναι γεμάτα και από ψωμιά!, και από τυρί!, και λάδια! … Ο Θεός έκανε το θαύμα Του. Ο Θεός ελεεί τους πιστούς του δούλους Του. Ελάτε να πάρετε όλοι σας.
Ναι χριστιανοί μου. Ο Θεός, έκαμε το θαύμα του, όπως το κάνει και κάθε μέρα σε όλους εκείνους που ελεούν με όλη τους την καρδιά. «Ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός». Και άλλωστε βεβαιώνει και ο ίδιος ο Κύριος ότι μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται.
Και τώρα σας ρωτώ χριστιανοί μου:
Είμαστε εμείς ελεήμονες; Δυστυχώς οι περισσότεροι από τους Νεοέλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς δεν είναι. Ελεήμονες σαν τον παππού και σαν τη γιαγιά, με αυτόν τον τρόπο εννοώ ελεήμονες. Δυστυχώς εμείς είμαστε οι κασιάρηδες. Άκαρδοι, άσπλαχνοι και τσιγκούνηδες. Και δεν ήσαν μόνο τα γερόντια αυτά, άνθρωποι της προσευχής, της αγρυπνίας και της ελεημοσύνης, αλλά ήσαν και σωστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι τηρούσαν τις αργίες και τις νηστείες, έστω και στα γερατιά τους. Εκκλησιάζονταν κάθε Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές. Εξομολογούντο και κοινωνούσαν των θείων μυστηρίων τακτικά. Έκαμαν πνευματικό αγώνα τη νύχτα και είχαν φόβον Θεού και πολλή αγάπη.
Απο τα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
138 α- Κυριακή προ Χριστουγέννων 1996
http://agia-varvara.blogspot.gr/2011/02/blog-post_26.html
Ένας Λαός που ψέλνει στις Εκκλησίες του
¨Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού.¨ δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Μόνο να εμπιστευόμαστε τον Θεό μας με δυνατή Πίστη, Προσευχή και Μετάνοια.
https://iconandlight.wordpress.com