Στα 1947, ο Αlexandre Kojève, ένας φιλόσοφος που διατελούσε υψηλόβαθμος υπάλληλος του Γαλλικού Κράτους, εκδίδει ένα δοκίμιο υπό τον τίτλο η Λατινική Αυτοκρατορία.
Αυτό το δοκίμιο είναι τόσο επίκαιρο, ώστε θα ήταν ενδιαφέρον να επιστρέψουμε σε μία ανάγνωσή του.
Με μοναδική διαίσθηση, ο Kojève υποστηρίζει χωρίς συστολή, πως η Γερμανία θα καταστεί εντός ολίγου χρόνου η κυρίαρχη οικονομική ευρωπαϊκή δύναμη, γεγονός που θα οδηγήσει την Γαλλία σε μία τροχιά δευτερεύουσας δυνάμεως μες τους κόλπους της δυτικής Ευρώπης.
Ο Kojève έβλεπε με διαύγεια το τέλος των Κρατών – εθνών, που μέχρι εκείνο το σημείο είχαν καθορίσει την ιστορία της Ευρώπης: ακριβώς όπως και το μοντέρνο Κράτος, ανταποκρινόταν στην παρακμή των φεουδαρχικών πολιτικών σχηματισμών και στην ανάδυση των εθνικών Κρατών, ομοίως και τα Κράτη- έθνη όφειλαν να παραχωρήσουν μοιραία το βήμα σε πολιτικά μορφώματα, που υπερέβαιναν τα εθνικά σύνορα και περιγράφονταν με τον όρο ΄΄αυτοκρατορίες΄΄. Στην βάση αυτών των αυτοκρατοριών δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται, σύμφωνα με τον Kojève, μία ενότητα αφηρημένη, αδιάφορη για τους πραγματικούς δεσμούς του πολιτισμού, της γλώσσας, του τρόπου ζωής και της θρησκείας: οι αυτοκρατορίες- εκείνες που έχουμε ενώπιόν μας, επί του προκειμένου η αγγλο-σαξονική αυτοκρατορία ( Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και Αγγλία) ή η σοβιετική Αυτοκρατορία- θα όφειλαν να είναι διεθνικές πολιτικές ενότητες, διαμορφωμένες ωστόσο από συγγενή έθνη.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Kojève πρότεινε στη Γαλλία να τεθεί επί κεφαλής μίας λατινικής Αυτοκρατορίας, που θα μπορούσε να ενώσει πολιτικά και οικονομικά τα τρία μεγαλύτερα λατινικά έθνη ( τουτέστιν η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία) σε συμφωνία με την καθολική Εκκλησία η οποία θα συγκεφαλαίωνε ολόκληρη την λατινική παράδοση, ανοιγόμενη στη Μεσόγειο.
Σύμφωνα με τον Kojève, η προτεσταντική Γερμανία, που σύντομα θα αποτελούσε το πλουσιότερο και ισχυρότερο έθνος της Ευρώπης ( αυτό που τελικά όντως συνέβη ), δεν θα απέφευγε την αναπόφευκτη έλξη από τον έξω- ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και από αυτή της τη στροφή προς τις φόρμες τις άγγλο- σαξονικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σε αυτή την υπόθεση, η Γαλλία και τα λατινικά έθνη θα παρέμεναν ένα σώμα λίγο- πολύ ξένο, περιορισμένο αναγκαία σε ένα ρόλο περιφερειακό, ρόλο δορυφόρου.
Σήμερα, μιας και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συσταθεί αγνοώντας τις χειροπιαστές πολιτισμικές συγγένειες, που μπορεί να υφίστανται ανάμεσα σε κάποια έθνη, η ανακίνηση των προτάσεων του Kojève μπορεί να θεωρηθεί κάτι χρήσιμο και επείγον. Αυτό που είχε προβλέψει, έχει επιβεβαιωθεί με πολύ έντονο τρόπο. Μία Ευρώπη, που παριστάνει πως υπάρχει σε μία βάση αυστηρά οικονομική, εγκαταλείποντας όλες τις πραγματικές συγγένειες ανάμεσα στους τρόπους ζωής, του πολιτισμού και της θρησκείας, δεν παύει να δείχνει τον εύθραυστό της χαρακτήρα, και πάνω από όλα, ειδικά στην οικονομική πολιτική της.
Εν προκειμένω, η υποτιθέμενη ενότητα ενοχοποίησε τις διαφορές και μπορούμε να διαπιστώσουμε σε ποιο σημείο ακριβώς περιορίζεται: η επιβολή στην πλειοψηφία των φτωχότερων, των συμφερόντων της μειονότητας των πιο πλουσίων, που εναρμονίζονται τις περισσότερες φορές με ένα και το αυτό έθνος, δε μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτρέψει, εντός του πεδίου της σύγχρονης ιστορίας, να θεωρηθεί ως υποδειγματική.
Όχι μονάχα δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να ζητήσεις από έναν Έλληνα ή έναν Ιταλό να ζει σαν Γερμανός, αλλά ακόμα και όταν αυτό θα μπορούσε να καταστεί δυνατό, θα κατέληγε στην εξαφάνιση της πολιτιστικής κληρονομιάς, που πάνω και υπεράνω όλων, αποτελεί έναν τρόπο ζωής. Και μία πολιτική ενότητα, που προτιμά να αγνοεί τον τρόπο ζωής, δεν είναι μονάχα καταδικασμένη να μη διαρκέσει, αλλά, όπως η Ευρώπη εκφραστικά το δείχνει, δεν θα επιτύχει καν να συσταθεί καταστατικά.
Αν δεν το θέλουμε η Ευρώπη να τελειώσει από μία αναπόφευκτη κατάρρευση, όπως τα πολυάριθμα σημεία αφήνουν να προβλέψουμε, αρμόζει να τοποθετηθούμε προσεχτικότερα στο ζητούμενο του πως το ευρωπαϊκό Σύνταγμα ( που δεν είναι από μία άποψη ένα Σύνταγμα τύπου δημοσίου δικαίου, όπως ακόμα ας μη θεωρήσουμε περιττό να επισημαίνουμε, πως δεν υποβλήθηκε προς έγκριση σε λαϊκή ψηφοφορία, και εκεί όπου αυτό συνέβη- όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, ηττήθηκε κατά κράτος) θα μπορούσε να αρθρώσει ξανά με νέα δροσερή πνοή.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε να ξαναδώσουμε σε μία πολιτική πραγματικότητα, κατιτί που να ομοιάζει με εκείνο, που ο Kojève έχει ονοματίσει ως λατινική Αυτοκρατορία.
Post Scriptum: Το παραπάνω άρθρο του ιταλού φιλοσόφου Giorgio Agamben δημοσιεύθηκε στο φύλλο της γαλλικής Libération την 24η Μαρτίου 2013, μεταφρασμένο από την ιταλική γλώσσα. Σύντομα αναρτήθηκε μία ελληνική του εκδοχή η οποία και αναπαρήχθη ευρέως, λαμβάνοντας υπ’όψιν της και αποδίδοντας, ένα αγνώστου προελεύσεως αγγλικό κείμενο- σχόλιο στο πρωτότυπο άρθρο του Agamben.
Αυτή η εκδοχή, που τιτλοφορείται ΄΄η Αυτοκρατορία του Νότου απάντηση στo [sic] γερμανικό ηγεμονισμό΄΄ σε καμία περίπτωση δεν πλησιάζει ούτε καν το πνεύμα του ιταλού. Είναι ωστόσο σημαντικό να σταθούμε σε αυτή την αναπαραγωγή, μιας κι υποδηλώνει μία θεμελιώδη μετά- νεό- ελληνική παθογένεια: είναι απαραίτητο να βρούμε την θέση μας στο κόσμο, να αρθρώσουμε ιδιοπροσωπία, μέσα από τα έργα και τις απόψεις δυτικών στοχαστών, ασχέτως αν οι θέσεις τους ανταποκρίνονται στα εποχικά αιτήματα, την ιστορική συνθήκη, τις πολιτισμικές προσλαμβάνουσες, τις στοιβάδες ιστορικής μαρτυρίας και πείρας.
Αυτό θα πει στη περίπτωσή μας, πως η διστακτικότητα του ιταλού φιλοσόφου απέναντι στην ιδεολογία και την πραγμάτωση του γερμανικού μοντέλου- μπορούμε να αντικαταστήσουμε την διστακτικότητα με τον φόβο ή την έχθρα- τείνει να προσληφθεί ως απερίφραστος φιλελληνισμός. Όμως ο Agamben δεν καταφέρνει να αποδράσει από τα δυαλιστικά σχήματα που του υποβάλλει ο ευρωπαϊκός χώρος, γεγονός που υπογραμμίζεται από αυτή του την διάκριση, καθολικού λατινικού νότου και γερμανικού προτεσταντικού βορρά. Αλλά- αν μπορεί να μου επιτραπεί- κι αυτή η πιθανότητα επιμειξίας της προτεσταντικής Γερμανίας με τις δομές του άγγλο- σαξονικού αγγλικανισμού είναι εξίσου προβληματική.
Ο φιλόσοφός μας στο πρόσφατο παρελθόν είχε σημειώσει πως η Ελλάδα ως ο τόπος που γέννησε την ευρωπαϊκή ιστορία, έτσι και τώρα, θα κληθεί να διαδραματίσει τον χώρο λήψεως καθοριστικών αποφάσεων για το μέλλον της Ευρώπης.
Ωστόσο, η παρέμβασή του αυτή στην Libération δείχνει, πως αγνοεί δομικά την ελληνική ιδιοτροπία, κι εννοώ την θέση της Ελλάδας όσο και της Κύπρου στον γεωπολιτικό, ιστορικό και πνευματικό χάρτη. Είναι τουλάχιστον εξουθενωτικό, να αδυνατεί έστω να διακρίνει την θέση της Ελλάδας- της ελληνικής γλώσσας και της ορθοδόξου κληρονομιάς της - σε αυτό τον χάρτη της Λατινικής Αυτοκρατορίας, μες τον οποίο, χώρο έχουν η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, υπό την δυναμική υποστήριξη του ρωμαιοκαθολικισμού, αυτής της τεράστιας ιδεολογικής δεξαμενής.
Αν όμως θέλουμε να αντιληφθούμε γιατί αυτό συμβαίνει, ίσως πρέπει να ανατρέξουμε στο δομικό υλικό της ιδεολογίας που ορίζει το γεγονός ΄΄αυτοκρατορία΄΄, ήγουν να πάμε πίσω στις καρολίγγειες καταβολές της ευρωπαϊκής ιδέας. Εάν τούτο ακατακρίτως και μετά παρρησίας το εξετάσουμε, δεν θα΄ναι δύσκολο κατόπιν να διαγνώσουμε το πώς ο Agamben εντάσσει δυναμικά στη σκέψη του την ιδεολογία της γερμανών και των φράγκων μαγιοδρόμων, και τις καρκινωματώδεις απορροές κειμένων όπως οι ψευδό- ισιδώρειες διατάξεις.
Όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε και το εξής: αν η δυτική διανόηση αγνοεί ή παραγνωρίζει καταστατικά την θέση του ελληνικού κόσμου μες τον σύγχρονο χάρτη, τούτο συμβαίνει διότι ο ελληνικός κόσμος επέλεγε ή στάση ομφαλοσκοπική ή μία τροχιά απομονωτισμού ή έναν προσανατολισμό υπεροπτικό που του στερούσε την δυνατότητα διάκρισης των παθογενειών του. Κι ας μου επιτρέψει ο καλός αναγνώστης να σημειώσω πως ετούτο μας διακρίνει, από την δυναμικότερη έκφραση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής Ιδεολογίας, ως τις αίθουσες του Εurogroup, όπου επιλέγουμε τον ρόλο του καρπαζοεισπράκτορα- κυριολεκτικά και μεταφορικά- και του τσανακογλείφτη.
Το θαύμα θα΄ταν να σώσουμε τις σπίθες της δικής μας αυτοκρατορικής κληρονομιάς που καίνε μυστικά μες την χόβολη της Ιστορίας, αλλά μπορούν να ανάψουν τη φωτιά εκείνη, που γεννά τις μεγάλες Ουσίες.
Απόδοση από την γαλλική γλώσσα- σχολιασμός: Βαγγέλης Σταυρόπουλος
http://antifono.gr/
Αυτό το δοκίμιο είναι τόσο επίκαιρο, ώστε θα ήταν ενδιαφέρον να επιστρέψουμε σε μία ανάγνωσή του.
Με μοναδική διαίσθηση, ο Kojève υποστηρίζει χωρίς συστολή, πως η Γερμανία θα καταστεί εντός ολίγου χρόνου η κυρίαρχη οικονομική ευρωπαϊκή δύναμη, γεγονός που θα οδηγήσει την Γαλλία σε μία τροχιά δευτερεύουσας δυνάμεως μες τους κόλπους της δυτικής Ευρώπης.
Ο Kojève έβλεπε με διαύγεια το τέλος των Κρατών – εθνών, που μέχρι εκείνο το σημείο είχαν καθορίσει την ιστορία της Ευρώπης: ακριβώς όπως και το μοντέρνο Κράτος, ανταποκρινόταν στην παρακμή των φεουδαρχικών πολιτικών σχηματισμών και στην ανάδυση των εθνικών Κρατών, ομοίως και τα Κράτη- έθνη όφειλαν να παραχωρήσουν μοιραία το βήμα σε πολιτικά μορφώματα, που υπερέβαιναν τα εθνικά σύνορα και περιγράφονταν με τον όρο ΄΄αυτοκρατορίες΄΄. Στην βάση αυτών των αυτοκρατοριών δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται, σύμφωνα με τον Kojève, μία ενότητα αφηρημένη, αδιάφορη για τους πραγματικούς δεσμούς του πολιτισμού, της γλώσσας, του τρόπου ζωής και της θρησκείας: οι αυτοκρατορίες- εκείνες που έχουμε ενώπιόν μας, επί του προκειμένου η αγγλο-σαξονική αυτοκρατορία ( Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και Αγγλία) ή η σοβιετική Αυτοκρατορία- θα όφειλαν να είναι διεθνικές πολιτικές ενότητες, διαμορφωμένες ωστόσο από συγγενή έθνη.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Kojève πρότεινε στη Γαλλία να τεθεί επί κεφαλής μίας λατινικής Αυτοκρατορίας, που θα μπορούσε να ενώσει πολιτικά και οικονομικά τα τρία μεγαλύτερα λατινικά έθνη ( τουτέστιν η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία) σε συμφωνία με την καθολική Εκκλησία η οποία θα συγκεφαλαίωνε ολόκληρη την λατινική παράδοση, ανοιγόμενη στη Μεσόγειο.
Σύμφωνα με τον Kojève, η προτεσταντική Γερμανία, που σύντομα θα αποτελούσε το πλουσιότερο και ισχυρότερο έθνος της Ευρώπης ( αυτό που τελικά όντως συνέβη ), δεν θα απέφευγε την αναπόφευκτη έλξη από τον έξω- ευρωπαϊκό της προσανατολισμό και από αυτή της τη στροφή προς τις φόρμες τις άγγλο- σαξονικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σε αυτή την υπόθεση, η Γαλλία και τα λατινικά έθνη θα παρέμεναν ένα σώμα λίγο- πολύ ξένο, περιορισμένο αναγκαία σε ένα ρόλο περιφερειακό, ρόλο δορυφόρου.
Σήμερα, μιας και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συσταθεί αγνοώντας τις χειροπιαστές πολιτισμικές συγγένειες, που μπορεί να υφίστανται ανάμεσα σε κάποια έθνη, η ανακίνηση των προτάσεων του Kojève μπορεί να θεωρηθεί κάτι χρήσιμο και επείγον. Αυτό που είχε προβλέψει, έχει επιβεβαιωθεί με πολύ έντονο τρόπο. Μία Ευρώπη, που παριστάνει πως υπάρχει σε μία βάση αυστηρά οικονομική, εγκαταλείποντας όλες τις πραγματικές συγγένειες ανάμεσα στους τρόπους ζωής, του πολιτισμού και της θρησκείας, δεν παύει να δείχνει τον εύθραυστό της χαρακτήρα, και πάνω από όλα, ειδικά στην οικονομική πολιτική της.
Εν προκειμένω, η υποτιθέμενη ενότητα ενοχοποίησε τις διαφορές και μπορούμε να διαπιστώσουμε σε ποιο σημείο ακριβώς περιορίζεται: η επιβολή στην πλειοψηφία των φτωχότερων, των συμφερόντων της μειονότητας των πιο πλουσίων, που εναρμονίζονται τις περισσότερες φορές με ένα και το αυτό έθνος, δε μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτρέψει, εντός του πεδίου της σύγχρονης ιστορίας, να θεωρηθεί ως υποδειγματική.
Όχι μονάχα δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να ζητήσεις από έναν Έλληνα ή έναν Ιταλό να ζει σαν Γερμανός, αλλά ακόμα και όταν αυτό θα μπορούσε να καταστεί δυνατό, θα κατέληγε στην εξαφάνιση της πολιτιστικής κληρονομιάς, που πάνω και υπεράνω όλων, αποτελεί έναν τρόπο ζωής. Και μία πολιτική ενότητα, που προτιμά να αγνοεί τον τρόπο ζωής, δεν είναι μονάχα καταδικασμένη να μη διαρκέσει, αλλά, όπως η Ευρώπη εκφραστικά το δείχνει, δεν θα επιτύχει καν να συσταθεί καταστατικά.
Αν δεν το θέλουμε η Ευρώπη να τελειώσει από μία αναπόφευκτη κατάρρευση, όπως τα πολυάριθμα σημεία αφήνουν να προβλέψουμε, αρμόζει να τοποθετηθούμε προσεχτικότερα στο ζητούμενο του πως το ευρωπαϊκό Σύνταγμα ( που δεν είναι από μία άποψη ένα Σύνταγμα τύπου δημοσίου δικαίου, όπως ακόμα ας μη θεωρήσουμε περιττό να επισημαίνουμε, πως δεν υποβλήθηκε προς έγκριση σε λαϊκή ψηφοφορία, και εκεί όπου αυτό συνέβη- όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, ηττήθηκε κατά κράτος) θα μπορούσε να αρθρώσει ξανά με νέα δροσερή πνοή.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να επιχειρήσουμε να ξαναδώσουμε σε μία πολιτική πραγματικότητα, κατιτί που να ομοιάζει με εκείνο, που ο Kojève έχει ονοματίσει ως λατινική Αυτοκρατορία.
Post Scriptum: Το παραπάνω άρθρο του ιταλού φιλοσόφου Giorgio Agamben δημοσιεύθηκε στο φύλλο της γαλλικής Libération την 24η Μαρτίου 2013, μεταφρασμένο από την ιταλική γλώσσα. Σύντομα αναρτήθηκε μία ελληνική του εκδοχή η οποία και αναπαρήχθη ευρέως, λαμβάνοντας υπ’όψιν της και αποδίδοντας, ένα αγνώστου προελεύσεως αγγλικό κείμενο- σχόλιο στο πρωτότυπο άρθρο του Agamben.
Αυτή η εκδοχή, που τιτλοφορείται ΄΄η Αυτοκρατορία του Νότου απάντηση στo [sic] γερμανικό ηγεμονισμό΄΄ σε καμία περίπτωση δεν πλησιάζει ούτε καν το πνεύμα του ιταλού. Είναι ωστόσο σημαντικό να σταθούμε σε αυτή την αναπαραγωγή, μιας κι υποδηλώνει μία θεμελιώδη μετά- νεό- ελληνική παθογένεια: είναι απαραίτητο να βρούμε την θέση μας στο κόσμο, να αρθρώσουμε ιδιοπροσωπία, μέσα από τα έργα και τις απόψεις δυτικών στοχαστών, ασχέτως αν οι θέσεις τους ανταποκρίνονται στα εποχικά αιτήματα, την ιστορική συνθήκη, τις πολιτισμικές προσλαμβάνουσες, τις στοιβάδες ιστορικής μαρτυρίας και πείρας.
Αυτό θα πει στη περίπτωσή μας, πως η διστακτικότητα του ιταλού φιλοσόφου απέναντι στην ιδεολογία και την πραγμάτωση του γερμανικού μοντέλου- μπορούμε να αντικαταστήσουμε την διστακτικότητα με τον φόβο ή την έχθρα- τείνει να προσληφθεί ως απερίφραστος φιλελληνισμός. Όμως ο Agamben δεν καταφέρνει να αποδράσει από τα δυαλιστικά σχήματα που του υποβάλλει ο ευρωπαϊκός χώρος, γεγονός που υπογραμμίζεται από αυτή του την διάκριση, καθολικού λατινικού νότου και γερμανικού προτεσταντικού βορρά. Αλλά- αν μπορεί να μου επιτραπεί- κι αυτή η πιθανότητα επιμειξίας της προτεσταντικής Γερμανίας με τις δομές του άγγλο- σαξονικού αγγλικανισμού είναι εξίσου προβληματική.
Ο φιλόσοφός μας στο πρόσφατο παρελθόν είχε σημειώσει πως η Ελλάδα ως ο τόπος που γέννησε την ευρωπαϊκή ιστορία, έτσι και τώρα, θα κληθεί να διαδραματίσει τον χώρο λήψεως καθοριστικών αποφάσεων για το μέλλον της Ευρώπης.
Ωστόσο, η παρέμβασή του αυτή στην Libération δείχνει, πως αγνοεί δομικά την ελληνική ιδιοτροπία, κι εννοώ την θέση της Ελλάδας όσο και της Κύπρου στον γεωπολιτικό, ιστορικό και πνευματικό χάρτη. Είναι τουλάχιστον εξουθενωτικό, να αδυνατεί έστω να διακρίνει την θέση της Ελλάδας- της ελληνικής γλώσσας και της ορθοδόξου κληρονομιάς της - σε αυτό τον χάρτη της Λατινικής Αυτοκρατορίας, μες τον οποίο, χώρο έχουν η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, υπό την δυναμική υποστήριξη του ρωμαιοκαθολικισμού, αυτής της τεράστιας ιδεολογικής δεξαμενής.
Αν όμως θέλουμε να αντιληφθούμε γιατί αυτό συμβαίνει, ίσως πρέπει να ανατρέξουμε στο δομικό υλικό της ιδεολογίας που ορίζει το γεγονός ΄΄αυτοκρατορία΄΄, ήγουν να πάμε πίσω στις καρολίγγειες καταβολές της ευρωπαϊκής ιδέας. Εάν τούτο ακατακρίτως και μετά παρρησίας το εξετάσουμε, δεν θα΄ναι δύσκολο κατόπιν να διαγνώσουμε το πώς ο Agamben εντάσσει δυναμικά στη σκέψη του την ιδεολογία της γερμανών και των φράγκων μαγιοδρόμων, και τις καρκινωματώδεις απορροές κειμένων όπως οι ψευδό- ισιδώρειες διατάξεις.
Όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε και το εξής: αν η δυτική διανόηση αγνοεί ή παραγνωρίζει καταστατικά την θέση του ελληνικού κόσμου μες τον σύγχρονο χάρτη, τούτο συμβαίνει διότι ο ελληνικός κόσμος επέλεγε ή στάση ομφαλοσκοπική ή μία τροχιά απομονωτισμού ή έναν προσανατολισμό υπεροπτικό που του στερούσε την δυνατότητα διάκρισης των παθογενειών του. Κι ας μου επιτρέψει ο καλός αναγνώστης να σημειώσω πως ετούτο μας διακρίνει, από την δυναμικότερη έκφραση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής Ιδεολογίας, ως τις αίθουσες του Εurogroup, όπου επιλέγουμε τον ρόλο του καρπαζοεισπράκτορα- κυριολεκτικά και μεταφορικά- και του τσανακογλείφτη.
Το θαύμα θα΄ταν να σώσουμε τις σπίθες της δικής μας αυτοκρατορικής κληρονομιάς που καίνε μυστικά μες την χόβολη της Ιστορίας, αλλά μπορούν να ανάψουν τη φωτιά εκείνη, που γεννά τις μεγάλες Ουσίες.
Απόδοση από την γαλλική γλώσσα- σχολιασμός: Βαγγέλης Σταυρόπουλος
http://antifono.gr/