Πολλές δεκάδες αρχαία πλοία, πολλά από αυτά χρονολογούνται στους πΧ αιώνες, βρίσκονται βυθισμένα όλα τούτα τα χρόνια σε απόσταση 450 χλμ ανοικτά των ακτών της Αλβανίας. Στην πλειονότητά τους ρωμαϊκά, αρχαιοελληνικά και ιλλυρικά πλοία, συχνά φορτωμένα με θησαυρούς, αλλά και πολλά νεότερα σκάφη. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα, πολλά από τα πολύτιμα αυτά ναυάγια -συχνά γεμάτα με θησαυρούς, χρυσό κι άλλα πολύτιμα μέταλλα και αντικείμενα, ή νομίσματα της εποχής- έχουν εξαφανισθεί, ή έχουν λεηλατηθεί.
Όλη αυτή η σκύλευση είναι έργο αρχαιοκάπηλων, παράνομων «κυνηγών αρχαιοτήτων», που αισχροκερδούν διαθέτοντας στις αγορές αρχαίων έργων τέχνης την παράνομη λεία τους. Στην Αλβανία ένας αμφορέας που «ψαρεύτηκε” στη θάλασσα κοστίζει 100 ευρώ, όμως στις ξένες αγορές αρχαιοτήτων η τιμή του εκτοξεύεται στη νιοστή δύναμη.
Επιπλέον, στην περίπτωση των νεότερων ναυαγίων, τα μεταλλικά τους τμήματα πωλούνται κερδοφόρα στη μαύρη αγορά μετάλλων, ιδίως λόγω της καλής ποιότητας χάλυβα που χρησιμοποιείται σήμερα για την κατασκευή χειρουργικών εργαλείων ακριβείας, ή επιστημονικών οργάνων. Για να τα αποσπάσουν, τονίζει ο ειδικός Ιλίρ Καπούνι, χρησιμοποιείται δυναμίτιδα.
Στην περίπτωση του αυστρο-ουγγρικού σκάφους SS Linz, που είχε βυθισθεί με 1.000 ταξιδιώτες από πρόσκρουση σε νάρκη τον Μάρτιο του 1918, η καμπάνα του κατέληξε στην ιδιωτική συλλογή του διοργανωτή υποθαλάσσιων ξεναγήσεων στην Αυστρία. Όσον αφορά το ουγγρο-κροατικό ατμόπλοιο Pozcony, που είχε βυθισθεί επίσης από νάρκη το 1916 έξω από το Δυρράχιο και εντοπίσθηκε ξανά το 2013, τέσσερα χρόνια αργότερα οι αρχαιολόγοι διαπίστωσαν πως δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτα από το σκαρί του.
Ίδια τύχη είχα και το ιταλικό πλωτό νοσοκομείο Πο, που τορπιλίσθηκε από τους Βρετανούς το 1941, στο οποίο επέβαινε και η κόρη του Μπενίτο Μουσολίνι, Έντα Τσάνο, η οποία υπηρετούσε ως νοσοκόμα και επέζησε του ναυαγίου. Όλα τα πολύτιμα τμήματά του, η καμπάνα, η πυξίδα, ο τηλέγραφος, τα φώτα και τα σερβίτσια εξαφανίσθηκαν και πωλήθηκαν προς 5.000 ευρώ, τονίζει ο Καπούνι.
Από τον περασμένο Ιούνιο, δια νόμου, τα αρχαία ναυάγια χαρακτηρίζονται εθνική πολιτιστική κληρονομιά και βάσει αυτού οι ερευνητές δύτες θα πρέπει να διαθέτουν ειδική άδεια.
Οι Αρχές, οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί στα Τίρανα έχουν σημάνει τον συναγερμό μπροστά σε τούτο το φαινόμενο. Όμως, παρά την οικονομική ανάπτυξη που σημειώνει η χώρα επί διακυβέρνησης του φιλοευρωπαϊστή Έντι Ράμα και τις καλές προοπτικές της για ένταξη στην ΕΕ, η χώρα εξακολουθεί να μην έχει τα διαθέσιμα κονδύλια για να ενισχύσει με μέσα και προσωπικό τις αρμόδιες υπηρεσίες ασφάλειας για να προστατεύσει τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς. Θησαυροί, που σύμφωνα με τους ειδικούς στην αρχαιολογία και νομισματική, είναι αμύθητοι.
Όπως τόνιζε πρόσφατα στο Γαλλικό Πρακτορείο, ο ιστορικός Τέχνης Νεριτάν Τσέκα, που ήταν, όπως λέει, «ο πρώτος που επεσήμανα το πρόβλημα, καταδυόμενος πολλές φορές στη θάλασσα ανοικτά των ακτών μας. Τότε υπήρχαν ακόμη πλοία γεμάτα αμφορείς, βάζα, αντικείμενα και σήμερα τα περισσότερα έχουν εξαφανισθεί. Οι υποθαλάσσιες κλοπές έχουν γίνει μαζικό φαινόμενο και σε αυτές αναμειγνύονται αλβανικές, αλλά και διεθνείς, παράνομες οργανώσεις». Κατά τον ίδιο, η λεηλασία των αρχαιοκάπηλων γίνεται «με βάρβαρο τρόπο» και μέσα.
Όπως αναφέρει και ο θαλάσσιος αρχαιολόγος, Μόικομ Τζέκο, «το κυνήγι θαλάσσιων αρχαιοτήτων αποφέρει μεγάλα κέρδη». Ο ίδιος είχε ανακαλύψει ένα ρωμαϊκό πλοίο του 2ου πΧ αιώνα με αμφορείς παρόμοιους με εκείνους που βλέπει κανείς να κοσμούν ακριβά εστιατόρια στην Αλβανία (sic), ή να καταλήγουν σε ιδιωτικές συλλογές.
Το διεθνές παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων εκτιμάται πως κάθε χρόνο έχει ένα τζίρο περί τα 3,5 δισ. ευρώ. Άγνωστο παραμένει πόσο στοιχίζει στην Αλβανία η κληρονομιά που αφαιρείται από τη χώρα, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα, από τη δράση των αρχαιοκάπηλων.