Κάνεις προσευχή και ο νους σου ταξιδεύει. Φεύγει και χάνεται σε εικόνες, ήχους, μυρωδιές, παραστάσεις που δεν θα ήθελες εκείνη την ώρα να έχεις στο μυαλό σου. Χάνεις την προσευχή. Πάει πέταξες για αλλού.
Σε άλλη γη σε άλλα μέρη. Και τι κάνεις; Νευριάζεις. Ταράζεσαι. Το χειρότερο από όλα, νιώθεις ενοχές «δεν είμαι άξια για προσευχή... Δεν έχω καθαρότητα... Δεν κάνω εγώ για τέτοια... Οι άγιοι έκαναν αυτό, εκείνο, το άλλο...»
Δεν ξέρω εάν το έχεις καταλάβει αλλά μόλις έχασες μια μάχη. Όχι, όχι επειδή έφυγε ο νους, μα γιατί ο λόγος αυτός, έγινε αιτία για ακόμη μια φορά να κατηγορήσεις αδιάκριτα τον εαυτό σου. Δεν είναι αυτό πνευματικότητα. Ξέρεις τι είναι; Εγωισμός που ντύνεται την στολή του «Αγγέλου». Μία μάσκα που κρύβει την αλαζονεία της «αρετής». Θέλουμε όλα να τα κάνουμε, καλά, υπέροχα, τέλεια. Εμ δεν γίνεται. Αλλά δεν το αποδεχόμαστε. Παλεύουμε με τις σκιές των αυτοειδώλων μας, με τα φαντάσματα της αγχώδους «επιτυχίας» μας. Ας ταπεινωθούμε λιγάκι. Ταπείνωση ξέρεις τι σημαίνει; Αναγνωρίζω τα όρια μου.
Όταν λοιπόν φεύγει ο νους από την προσευχή, δεν είναι ανάγκη να ταράζεσαι. Συμβαίνει το πιο απλό και φυσιολογικό πράγμα. Αυτή είναι η φύση του νου. Να χοροπηδάει στα κλαδιά της σκέψης. Με απλότητα, ειρήνη, χωρίς άγχος και ταραχή, επανάφερέ τον πάλι στην ευχή. Φεύγει ξανά; Πάλι επανάφερά τον δίχως υστερίες και νεύρα. Πες, αυτός κάνει την δουλειά του και εγώ την δική μου. Κανένα πρόβλημα.
Εάν οργιστείς, και αποσπαστείς στον θυμό, πάει το έχασες. Κέρδισε ο κρυμμένος σου εαυτός. Εκείνος που αντιμάχεται κάθε καλό και φωτεινό μέσα στην ύπαρξη σου. Θυμάμαι έναν γέροντα που μου έλεγε σε παρόμοια δοκιμασία «όταν είσαι κρυωμένος τρέχει η μύτη σου; Λέω, ναι γέροντα. Σταματάς τις δουλειές που έχεις να κάνεις επειδή έχεις συνάχι; Όχι. Εεε το ίδιο και με τους λογισμούς. Την δουλειά τους, την δουλειά σου». Το πρόβλημα ξεκινάει όταν δεν αποδεχόμαστε την φύση του νου. Όταν μαχόμαστε και χτυπιόμαστε γιατί να είναι έτσι. Πες απλά δεν πειράζει. Δεν χάθηκε ο κόσμος. Δεν χάλασε τίποτα. Όλα καλά.
Όλα ευλογημένα. Αποδέξου ότι έτσι είναι. Και θα δεις ότι σε λίγο διάστημα δεν θα είναι πια. Αυτό είναι το θαύμα της αποδοχής και της συμφιλίωσης. Έλα όμως που θέλουμε με του που πήγαμε στο γέροντα, στην εκκλησία, και πιάσαμε ένα κομποσκοίνι το οποίο και περιφέρουμε επιδειχτικά ως το κομπολόι του Αγά, να έχουμε τα βιώματα των στάρετς, των αβάδων και αμάδων της Θηβαΐδος, και όλων των αγίων που έχουμε διαβάσει τους βίους τους...
Σε άλλη γη σε άλλα μέρη. Και τι κάνεις; Νευριάζεις. Ταράζεσαι. Το χειρότερο από όλα, νιώθεις ενοχές «δεν είμαι άξια για προσευχή... Δεν έχω καθαρότητα... Δεν κάνω εγώ για τέτοια... Οι άγιοι έκαναν αυτό, εκείνο, το άλλο...»
Δεν ξέρω εάν το έχεις καταλάβει αλλά μόλις έχασες μια μάχη. Όχι, όχι επειδή έφυγε ο νους, μα γιατί ο λόγος αυτός, έγινε αιτία για ακόμη μια φορά να κατηγορήσεις αδιάκριτα τον εαυτό σου. Δεν είναι αυτό πνευματικότητα. Ξέρεις τι είναι; Εγωισμός που ντύνεται την στολή του «Αγγέλου». Μία μάσκα που κρύβει την αλαζονεία της «αρετής». Θέλουμε όλα να τα κάνουμε, καλά, υπέροχα, τέλεια. Εμ δεν γίνεται. Αλλά δεν το αποδεχόμαστε. Παλεύουμε με τις σκιές των αυτοειδώλων μας, με τα φαντάσματα της αγχώδους «επιτυχίας» μας. Ας ταπεινωθούμε λιγάκι. Ταπείνωση ξέρεις τι σημαίνει; Αναγνωρίζω τα όρια μου.
Όταν λοιπόν φεύγει ο νους από την προσευχή, δεν είναι ανάγκη να ταράζεσαι. Συμβαίνει το πιο απλό και φυσιολογικό πράγμα. Αυτή είναι η φύση του νου. Να χοροπηδάει στα κλαδιά της σκέψης. Με απλότητα, ειρήνη, χωρίς άγχος και ταραχή, επανάφερέ τον πάλι στην ευχή. Φεύγει ξανά; Πάλι επανάφερά τον δίχως υστερίες και νεύρα. Πες, αυτός κάνει την δουλειά του και εγώ την δική μου. Κανένα πρόβλημα.
Εάν οργιστείς, και αποσπαστείς στον θυμό, πάει το έχασες. Κέρδισε ο κρυμμένος σου εαυτός. Εκείνος που αντιμάχεται κάθε καλό και φωτεινό μέσα στην ύπαρξη σου. Θυμάμαι έναν γέροντα που μου έλεγε σε παρόμοια δοκιμασία «όταν είσαι κρυωμένος τρέχει η μύτη σου; Λέω, ναι γέροντα. Σταματάς τις δουλειές που έχεις να κάνεις επειδή έχεις συνάχι; Όχι. Εεε το ίδιο και με τους λογισμούς. Την δουλειά τους, την δουλειά σου». Το πρόβλημα ξεκινάει όταν δεν αποδεχόμαστε την φύση του νου. Όταν μαχόμαστε και χτυπιόμαστε γιατί να είναι έτσι. Πες απλά δεν πειράζει. Δεν χάθηκε ο κόσμος. Δεν χάλασε τίποτα. Όλα καλά.
Όλα ευλογημένα. Αποδέξου ότι έτσι είναι. Και θα δεις ότι σε λίγο διάστημα δεν θα είναι πια. Αυτό είναι το θαύμα της αποδοχής και της συμφιλίωσης. Έλα όμως που θέλουμε με του που πήγαμε στο γέροντα, στην εκκλησία, και πιάσαμε ένα κομποσκοίνι το οποίο και περιφέρουμε επιδειχτικά ως το κομπολόι του Αγά, να έχουμε τα βιώματα των στάρετς, των αβάδων και αμάδων της Θηβαΐδος, και όλων των αγίων που έχουμε διαβάσει τους βίους τους...