Ἕνα ἄλλο πρᾶγμα ποὺ κατέστρεψαν τὰ κλιματιστικὰ (αἲρ κοντίσιον) (ἔξαρσις λουδιτισμοῦ σήμερα) εἶναι ἡ παραδοσιακὴ κοινωνικὴ ἀπόλαυσις καὶ ἀρχοντιὰ τοῦ ἐξώστου (μπαλκονιοῦ).
Ἀκόμη καὶ στὶς πόλεις – γιὰ τὴν Ἀθήνα ὁμιλῶ.
Προνομιοῦχος ἐθεωρεῖτο αὐτὸς ποὺ εἶχε μεγάλον ἐξώστη (μπαλκόνι), βεράντα μάλιστα. Ἀλλὰ κι ἕνα μπαλκονάκι, μὲ τὶς καρέκλες μισὲς ἔξω μισὲς μέσα, γλάστρες μὲ λουλούδια, οὐζάκι κι ἕνα γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ, ἀρκοῦσε καὶ μὲς στὴν τσιμεντοκρατουμένη ἤδη τότε Ἀθήνα, γιὰ νὰ προσφέρῃ τὴν κοινωνικότητα, τὸ δέσιμο τῆς γειτονιᾶς, καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τοῦ «ἑλληνικοῦ καλοκαιριοῦ».
Τὸ καλοκαίρι, μικροί, στὴν Ἀθήνα, τὸ περνούσαμε ἐν πολλοῖς στὸ μπαλκόνι, ὅταν δὲν πηγαίναμε Φιλοπάππου ἢ ἀλλοῦ. Θυμοῦμαι ὅταν ἐρχόταν οἰκογενειακὸς φίλος καὶ καθόμασταν ὅλοι στὸ μπαλκάνι. Ἔπιναν τὸ ποτό τους μὲ γλυκὸ ἢ ξηροὺς καρποὺς καὶ συζητοῦσαν οἱ μεγάλοι, τσιμπολογοῦσα καὶ ἔπινα κι ἐγὼ κάποιον χυμό· καθόμουν κι ἐγὼ δίπλα κι ἄκουγα μὲ ἐνδιαφέρον τὶς συζητήσεις τῶν μεγάλων.
Πᾶνε πιὰ οἱ ἐξῶστες τῶν Ἀθηνῶν. Ἕρημοι, καυτὸ τσιμέντο, χωρὶς γλάστρες καὶ χωρὶς ἀνθρώπους.
Ὁ ἐξωτερικὸς χῶρος ἀκατοίκητος πλέον, ὅπως ὁ πλανήτης Ἄρης στὸ Total Recall.
Ἔφυγαν ἢ φεύγουν κι οἱ γονεῖς μας, μαζὺ μὲ τὰ μπαλκόνια, τὰ λουλούδια καὶ τὰ παιδικὰ χρόνια… Καὶ στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς μου στὸ Ἀγρίνιο, στὸν ἀγαπημένο κῆπο, τελευταία φορὰ ποὺ πέρασα δὲν βρῆκα παρὰ ξερὰ χόρτα, σκόνη καὶ ΕΝΦΙΑ.