Με αφορμή τη γιορτή των γυμνών αγίων Ονουφρίου και Πέτρου του Αθωνίτη (12 Ιούνη).
Επιμέλεια: Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης«Σύμφωνα με μια παράδοση διακοσίων και πλέον χρόνων, ζουν στο Άγιο Όρος οι αόρατοι (ή «γυμνοί» ή «θαυματουργοί») μοναχοί. Ασκητές, που εμφανίζονται ξαφνικά χωρίς τους περιορισμούς του χώρου, που τους συνοδεύει η θεία Χάρη και έχουν τη δύναμη να «διαβάζουν» τον κάθε προσκυνητή. Πρόκειται για μια ομάδα ασκητών (επτά ή εννέα ή δώδεκα), που ζουν με άκρα άσκηση και μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Ζουν άοικοι (=χωρίς σπίτι) και γυμνοί, αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων.
»Σύμφωνα με την παράδοση, αυτοί οι ερημίτες μοναχοί και άγιοι θα πραγματοποιήσουν την τελευταία θεία λειτουργία στην κορυφή του Άθωνα, στη Ναό της Μεταμορφώσεως, πριν επέλθει η Δευτέρα Παρουσία, όπως την περιγράφει η Βίβλος. Ακόμα, οι αόρατοι εκείνοι μοναχοί της έσχατης γενιάς δεν θα αποβιώσουν φυσικά, αλλά θα μεταμορφωθούν και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα [όπως διδάσκει η ορθοδοξία για τους πιστούς της γενιάς που θα ζει κατά τη Δευτέρα Παρουσία].
Λέγεται ότι τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι, ενώ μετά τις μεσονύκτιες ώρες, που αποκάμνουν, στηρίζονται με σχοινιά, δεμένοι από τις μασχάλες και κρέμονται από δοκάρια. Όταν πεθάνει κάποιος από αυτούς, τη θέση του έρχεται να συμπληρώσει κάποιος άλλος ενάρετος αγιορείτης μοναχός κατόπιν δικής τους πρόσκλησης, διατηρώντας έτσι αναλλοίωτο τον αριθμό τους και τη δύναμη της ομαδικής προσευχής τους» (Νίκος Χειλαδάκης, «Οι Αόρατοι Ερημίτες του Άθωνα, που προσεύχονται αδιάλειπτα υπέρ του κόσμου», περιοδικό Τρίτο Μάτι, Απρίλιος 2009, σελ. 36-41).
Για τους αγίους αυτούς καταγράφονται μαρτυρίες του αγίου Γέροντα Παϊσίου, ενώ πολλές από τις υπάρχουσες μαρτυρίες βλ. στο βιβλίο του Αγιορείτη μοναχού Βλασίου Οι Αόρατοι Ερημίτες του Άθωνα, εκδ. Τέρτιος, καθώς και στο ιστολόγιο http://gymnoi-askites.blogspot.com.
Γενικές παρατηρήσεις
Ήδη από την αρχή του χριστιανικού μοναχισμού εμφανίζονται κάποιες ιδιαίτερες προσωπικότητες, που ακροβολίζονται στα βάθη της ερήμου και ζουν αφανείς, φτάνοντας στα ανώτατα στάδια πνευματικής προόδου, δηλαδή αγιότητας. Οι ασκητές αυτοί, άντρες και γυναίκες, είναι «αόρατοι», με δύο έννοιες: α) αποφεύγουν να εμφανίζονται στους ανθρώπους, με συνέπεια ο τόπος και ο τρόπος της ζωής τους να παραμένουν άγνωστα, β) καθώς φαίνεται σε μερικές περιπτώσεις, έχουν από το Θεό το χάρισμα της αορασίας, ώστε να γίνονται κυριολεκτικά αόρατοι.
Μιλώντας για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της χριστιανικής ζωής, είναι απαραίτητες μερικές διευκρινίσεις:
Α) Παρά τις επιφανειακές ομοιότητες, οι χριστιανοί αόρατοι ασκητές δεν έχουν ουσιαστικά κοινά σημεία με τους προχωρημένους ασκητές των ανατολικών θρησκειών. Οι χριστιανοί άγιοι επιτυγχάνουν την τιθάσευση των αναγκών και των επιθυμιών τους (τη θεωρούν βέβαια χάρισμα του Θεού και όχι δικό τους κατόρθωμα), αλλά δεν επιδιώκουν την τελείωση μέσω της «πληρέστερης κατανόησης του εαυτού τους» ή της ανάπτυξης «ανώτερης συνειδητότητας», ούτε και την ανάδειξη «εσωτερικών δυνάμεων» του ανθρώπινου νου. Η τελείωση για το χριστιανό έρχεται μόνο με ένωση με τον Τριαδικό Θεό διά του Χριστού, που προϋποθέτει την κάθαρση της καρδιάς, δηλαδή τη διαρκή πρόοδο στην αγάπη. Έτσι, η ίδια η άσκηση και τα αποτελέσματά της σχετικοποιούνται. «Υπάρχει ακραία άσκηση και εκ του πονηρού» διδάσκει στο Γεροντικό η οσία Συγκλητική, η μεγάλη μητέρα των ασκητριών της αιγυπτιακής ερήμου (4ος αι. μ.Χ, εορτάζει 5 Ιανουαρίου).
Β) Ο αρχαίος χριστιανισμός και η ορθόδοξη συνέχειά του δεν αγαπούν την ακρότητα, αλλά προτείνουν τη μεσότητα, που τη χαρακτηρίζουν «βασιλική οδό». Επομένως, η αναχώρηση ενός ανθρώπου από το σπίτι του κατευθείαν για τα βάθη της ερήμου δεν συνιστάται. Υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις, αλλά είναι εξαιρέσεις. Ο «εραστής της ερήμου» θα πρέπει να ενταχθεί πρώτα στην κοινότητα ενός μοναστηριού, να μαθητεύσει σε έναν σοφό και, κατά το δυνατόν, άγιο πνευματικό διδάσκαλο («γέροντα»), στον οποίο θα εξομολογείται ακόμη και τους λογισμούς του (τις σκέψεις του), με σκοπό να γίνει η καρδιά του απόλυτα διαυγής. Μπορεί να φύγει για την έρημο μόνον όταν ο γέροντάς του θα του δώσει τη σχετική ευλογία, όταν δηλαδή θα κρίνει ότι είναι έτοιμος γι’ αυτό. Και είναι έτοιμος, όταν θα έχει γίνει πνευματικά αρκετά ισχυρός, ώστε να μην πεθάνει από τις κακουχίες της ερήμου, και ώριμος (δηλ. ταπεινός), ώστε να μην πέσει σε παγίδες του εχθρού (διαβόλου), που έντεχνα θα προσπαθήσει να τον πείσει ότι έχει φτάσει σε υψηλά μέτρα αγιότητας και να τον πλανέψει με τον εγωισμό.
1. Επώνυμοι «αόρατοι ασκητές» στο αγιολόγιο
Α) Ο όσιος Ονούφριος ο Αιγύπτιος
Αρχικά μοναχός σε μοναστήρι της Θηβαΐδας της Αιγύπτου, στη συνέχεια αποχώρησε και ασκήτεψε στα βάθη της ερήμου κάτω από μια φοινικιά, μη βλέποντας άνθρωπο για δεκαετίες. Τα ρούχα του έλιωσαν και ζούσε εντελώς γυμνός, σκεπασμένος ολόκληρος με λευκές τρίχες, που κατά θεία παραχώρηση είχαν σκεπάσει το σώμα του για να τον προστατεύουν από τις καιρικές συνθήκες.
Τον ανακάλυψε τυχαία το 400 μ.Χ. ο όσιος Παφνούτιος, μετά από πορεία 17 ημερών στα ενδότερα της ερήμου. Έτσι έγινε γνωστός ο βίος του. Την ημέρα εκείνη ο όσιος Ονούφριος κοιμήθηκε και ο όσιος Παφνούτιος έσχισε το ένδυμά του, τον τύλιξε και τον έθαψε σε σχισμή βράχου.
Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουνίου, μαζί με του αγίου Πέτρου του Αθωνίτη.
Ας σημειωθεί εδώ ότι το όνομα του αγίου στα αιγυπτιακά είναι Αμπού Νουφάρ, που σημαίνει «Χορτοφάγος πατέρας». Έτσι, όπως γράφει κάποιος, «ο άγιος μπορεί να θεωρηθεί ως προστάτης άγιος των κατά Θεόν χορτοφάγων», δηλ. εκείνων που δεν τρέφονται με κρέας λόγω της αφοσίωσής τους στο Θεό και όχι εξαιτίας άλλων επιρροών (αναφέρεται ΕΔΩ).
Β) Η οσία Μαρία η Αιγυπτία
Την 5η Κυριακή των νηστειών (της Μεγάλης Σαρακοστής) τιμάμε τη μνήμη της οσίας Μητέρας μας Μαρίας της Αιγυπτίας, η οποία εορτάζεται και κατά την 1η Απριλίου. Το Ωρολόγιο (λειτουργικό βιβλίο) γράφει ότι «Πλησιάζοντας το τέλος της αγίας Σαρακοστής, τάχθηκε να εορτάζεται σήμερα η αγία προς τόνωση των ραθύμων και αμαρτωλών σε μετάνοια».
Όταν ήταν δώδεκα ετών, η αγία έφυγε μακριά από τους γονείς της και πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου έζησε για 17 χρόνια ασώτως. Έπειτα από περιέργεια ξεκίνησε με πολλούς προσκυνητές για τα Ιεροσόλυμα, να παραβρεθεί στην ύψωση του Τιμίου Σταυρού, όπου όμως συνέχισε την ακολασία και παρέσυρε πολλούς στην απώλεια.
Θέλησε μάλιστα να μπει στην Εκκλησία τη μέρα της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, αλλά αισθάνθηκε τέσσερις φορές κάποια αόρατο δύναμη να την εμποδίζει να εισέλθει στο Ναό, ενώ όλοι οι άλλοι έμπαιναν ανεμπόδιστα. Πληγώθηκε αφάνταστα η καρδιά της από το γεγονός αυτό και παρεκάλεσε τη Παναγία να της επιτρέψει και ότι θα αλλάξει ζωή. Αμέσως μπήκε μέσα, προσκύνησε το Τίμιο Ξύλο και έφυγε από τα Ιεροσόλυμα, πέρασε τον Ιορδάνη και προχώρησε στα βάθη της ερήμου, προσευχόμενη και ζώντας σκληρή ζωή μετανοίας για 47 χρόνια.
Όταν έφθασε το τέλος της ζωής της συνάντησε ένα άγιο ερημίτη που τον έλεγαν Ζωσιμά, στον οποίο ζήτησε και εξομολογήθηκε όλη τη ζωή της και τον παρεκάλεσε να τη κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Η οσία ζούσε εντελώς γυμνή, γιατί τα ρούχα της είχαν διαλυθεί με τα χρόνια. Ήταν άγνωστη. Ο όσιος Ζωσιμάς, στο χώρο όπου εκείνος μόναζε, αντιμετώπισε τον πειρασμικό λογισμό: «Άραγε σε τι μέτρο αγιότητας έχω φτάσει;». Τότε έλαβε μήνυμα από το Θεό: «Προχώρησε στα βάθη της ερήμου, και θα δεις κάποιον που έχει φτάσει σε πολύ υψηλότερο μέτρο αγιότητας από σένα». Έτσι ταξίδεψε και ανακάλυψε την αγία.
Το επόμενο έτος τη Μεγάλη Πέμπτη ο όσιος ήρθε ξανά και την κοινώνησε. Το μεθεπόμενο έτος επανήλθε, αλλά την βρήκε νεκρή και με ένα σημείωμα που έγραφε: «Αββά Ζωσιμά, θάψε μου εδώ το σώμα της αθλίας Μαρίας. Πέθανα την ίδια μέρα που με κοινώνησες των Αχράντων Μυστηρίων. Να εύχεσαι για μένα». [Άρα είχε μείνει και άφθαρτη για ένα χρόνο].
Επειδή δεν είχε μαζί του κάτι, που θα τον βοηθούσε να σκάψει τάφο, ο όσιος ανησυχούσε. Εμφανίστηκε όμως ένα λιοντάρι, που έσκαψε ένα λάκκο με τα νύχια του και έφυγε. Στο λάκκο αυτό ο όσιος έθαψε την οσία. Η κοίμησή της τοποθετείται στο 378 μ.Χ. ή, κατ’ άλλους, το 437.
Γ) Ο άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης ο Θεοφόρος
Ο όσιος έζησε τον 9ο αιώνα. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και ήταν αξιωματικός του στρατού. Σε μια μάχη κατά των Τούρκων (;) συνελήφθη αιχμάλωτος και ταλαιπωρήθηκε πολύ στις φυλακές. Απελευθερώθηκε θαυμαστά και ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου εκάρη μοναχός. Στη συνέχεια έφτασε στον Άθωνα, όπου έζησε 53 χρόνια με άφταστη ασκητικότητα, γυμνός, λόγω των πολλών ετών, μέσα σε μια σπηλιά. Κοιμήθηκε το 890 μ.Χ.
Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουνίου, μαζί με του αγίου Ονουφρίου.
Δ) Η οσία Θεοκτίστη της Λέσβου
Ήταν μοναχή ενάρετη από τη Μήθυμνα της Λέσβου και έζησε στα χρόνια του βασιλιά του Λέοντα του Σοφού (816 μ.Χ.). Παιδί ακόμα έμεινε ορφανή και ανατράφηκε σε παρθενώνα της πόλης. Κάποια μέρα πήγε να επισκεφθεί την αδελφή της, που ζούσε σε μια κοντινή κωμόπολη. Τότε συνελήφθη μαζί με τους κατοίκους της κωμόπολης αυτής από τους Άραβες πειρατές της Κρήτης και μεταφέρθηκε με τους άλλους αιχμαλώτους στην Πάρο για πώληση. Εκεί κατόρθωσε να δραπετεύσει και να κρυφτεί στα βουνά, όπου και παρέμεινε μόνη 35 χρόνια, τρεφόμενη με χόρτα. Ανακαλύφθηκε τυχαία από έναν κυνηγό, ο όποιος, μετά από παράκληση της, έφερε σ’ αυτή τα θεία μυστήρια [θεία Μετάληψη]. Όταν κοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων, πέθανε και τάφηκε εκεί από τον ίδιο κυνηγό. [Επειδή η οσία ήταν γυμνή, πριν εμφανιστεί στον κυνηγό τού ζήτησε να της ρίξει το ένδυμά του, για να τυλίξει το σώμα της]. Για την Οσία αυτή, υπάρχει και μια διήγηση του μονάχου Συμεών του Πάριου, που μοιάζει πολύ με αυτή της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας και είναι εντελώς φανταστική.
Η μνήμη της τιμάται στις 9 Νοεμβρίου.
Ε) Η Αγία Αναστασία η Πατρικία
Η Αγία Αναστασία έζησε στην Κωνσταντινούπολη κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Μεγάλου (527-565 μ.Χ.) και καταγόταν από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Ήταν πρώτη Πατρικία του βασιλέως και φοβούμενη τον Θεό. Οι αρετές της κίνησαν σε φθόνο την βασίλισσα και έτσι η Αγία αναγκάστηκε να παραλάβει μέρος της περιουσίας της και να καταφύγει στην Αλεξάνδρεια, όπου έκτισε στην θέση που καλείται Πέμπτον μονή, η οποία ονομάστηκε και της Πατρικίας, και ζούσε ασκητικά. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός την αναζητεί, εγκατέλειψε την μονή και προσήλθε στην σκήτη του αββά Δανιήλ, στον οποίο εμπιστεύθηκε τα κατ’ αυτήν. Ο αββάς την έντυσε με ανδρικά ενδύματα και την μετονόμασε σε Αναστάσιο. Όρισε δε και έναν από τους υποτακτικούς της σκήτης, για να προσκομίζει σε αυτήν τα απαραίτητα, έτσι ώστε να μην εξέρχεται από το σπήλαιο μέσα στο οποίο ασκήτευε.
Εκεί η Αγία Αναστασία παρέμεινε κλεισμένη επί είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν προείδε το τέλος της, προσκάλεσε τον αββά Δανιήλ και αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων κοιμήθηκε με ειρήνη. Η μνήμη της τιμάται στις 10 Μαρτίου.
Στ) Ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας
Ο άγιος Βαρσανούφιος έζησε τον 4ο αιώνα στη μονή του αγίου Σερίδου, στην Παλαιστίνη. Έζησε έγκλειστος πενήντα χρόνια σε ένα μικροσκοπικό κελί και, με μεγάλους ασκητικούς αγώνες, αλλά και υπομένοντας φοβερές ασθένειες και άλλες δοκιμασίες, έφτασε να γίνει «όχι μόνο υιός Θεού, αλλά και αδελφός του Ιησού Χριστού», προικισμένος με όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος – των ιαμάτων, της προφητείας, ακόμη και της άφεσης των αμαρτιών (χωρίς να είναι ιερέας). Όλα αυτά τα χρόνια δεν τον είδε κανείς, μόνο κάποιος του έφερνε τρία ψωμιά την εβδομάδα, που στη μεγάλη ακμή της πνευματικής του προόδου δεν τα κατανάλωνε ολόκληρα.
Χιλιάδες άνθρωποι ζητούσαν την ευλογία, τις προσευχές ή τις συμβουλές του και τα μηνύματά τους του τα μετέφερε ο μαθητής του, άγιος Ιωάννης ο Προφήτης. Κάποια στιγμή ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ευστόχιος με μια ομάδα ακολούθων του επιχείρησε να ανοίξει τον τοίχο του κελιού του αγίου για να τον δει με τα μάτια του, αλλά φωτιές που ξεπήδησαν θαυματουργικά τον απέτρεψαν από την ολοκλήρωση της προσπάθειάς του.
Ο άγιος κοιμήθηκε ειρηνικά και, μαζί με τον άγιο Ιωάννη, τιμάται στις 6 Φεβρουαρίου. Πολλές από τις απαντήσεις που έδωσε κατά καιρούς συγκεντρώθηκαν σε βιβλίο, ήδη από την εποχή του, το οποίο κυκλοφόρησε σε πολλές εκδόσεις και αναδείχθηκε σε κλασικό και αγαπημένο ανάγνωσμα των χριστιανών (Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου).
2. Αρχαίοι αόρατοι ασκητές στην αιγυπτιακή Θηβαΐδα
Μακαρίου του Αιγυπτίου του Αλεξανδρέως τα ευρισκόμενα πάντα. Αποφθέγματα, 238-240. Στο Migne, Patrologia Graeca, τ. 34, 237-240:
«Ήλθε ποτέ Μακάριος ο Αιγύπτιος από Σκήτεως εις το όρος της Νιτρίας, εις την προσφοράν του αββά Παμβώ. Και λέγουσιν αυτώ οι γέροντες: Ειπέ ρήμα τοις αδελφοίς, πάτερ. Ο δε είπεν: Εγώ ούπω γέγονα μοναχός, αλλ’ είδον μοναχούς. Καθημένω γαρ μοι ποτέ εν τω κελλίω εις Σκήτιν, ώχλησάν μοι οι λογισμοί λέγοντες: άπελθε εις την έρημον και ίδε τι βλέπεις εκεί. Έμεινα δε πολεμών τω λογισμώ πέντε έτη, λέγων μήπως από δαιμόνων εστίν. Και ως επέμεινεν ο λογισμός, απήλθον εις την έρημον. Και εύρον εκεί λίμνην υδάτων και νήσον εν μέσω αυτής. Και ήλθον τα κτήνη της ερήμου πιείν εξ αυτής. Και είδον εν μέσω αυτών δύο ανθρώπους γυμνούς. Και εδειλίασε το σώμα μου. Ενόμισα γαρ ότι πνεύματα εισίν. Αυτοί δε με ως είδον δειλιώντα, ελάλησαν προς με: Μη φοβού, και ημείς άνθρωποι εσμέν.
»Και είπον αυτοίς: πόθεν εστέ, και πώς ήλθετε εις την έρημον ταύτην; Και είπον: Από κοινοβίου εσμέν. Και γέγονεν ημίν συμφωνία και εξήλθομεν ώδε. Ιδού τεσσαράκοντα έτη, και ο μεν είς Αυγύπτιος, ο δε έτερος Λυβικός υπάρχει. Και επηρώτησάν με και αυτοί λέγοντες: Πώς ο κόσμος; Και ει έρχεται το ύδωρ κατά καιρόν αυτού, και ει έχει ο κόσμος την ευθηνίαν αυτού, και είπον αυτοίς: ναι. Καγώ αυτούς ηρώτησα: πώς δύναμαι γενέσθαι μοναχός; Και λέγουσί μοι: Εάν μη αποτάξηται τις πάσι τοις του κόσμου, ου δύναται γενέσθαι μοναχός. Και είπον αυτοίς: Εγώ ασθενής ειμί και ου δύναμαι ως υμείς. Και είπον μοι και αυτοί: Και εάν ου δύνασαι ως ημείς, κάθου εις το κελλίον σου, και κλαύσον τας αμαρτίας σου. Και ηρώτησα αυτούς: Όταν γίνηται χειμών, ου ριγάτε; Και όταν γίνηται καύμα, ου καίεται τα σώματα υμών; Οι δε είπον: Ο Θεός εποίησεν ημίν την οικονομίαν ταύτην, και ούτε τω χειμώνι ριγώμεν, ούτε τω θέρει το καύμα ημάς αδικεί.
Διά τούτο είπον υμίν ότι ούπω γέγονα μοναχός, αλλ’ είδον μοναχούς. Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί».
Νεοελληνική απόδοση:
Κάποτε ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ήρθε από τη Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, στον αββά Παμβώ. Και οι γέροντες του λένε: «Πες ένα λόγο στους αδελφούς, πάτερ». Και εκείνος είπε: «Εγώ δεν έχω γίνει ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Διότι, κάποτε, ενώ καθόμουν στο κελλί μου, με ενόχλησαν οι λογισμοί λέγοντας: “Πήγαινε στην έρημο, να διαπιστώσεις τι θα δεις εκεί”. Έμεινα αντιστεκόμενος στο λογισμό πέντε χρόνια, διστάζοντας μήπως προέρχεται από δαίμονες. Καθώς όμως επέμεινε ο λογισμός, πήγα στην έρημο. Και εκεί βρήκα μια λίμνη και ένα νησί στη μέση της. Και ήρθαν τα ζώα της ερήμου να πιουν νερό, και είδα ανάμεσά τους δύο ανθρώπους γυμνούς. Και δείλιασε το σώμα μου, γιατί νόμισα ότι είναι πνεύματα. Εκείνοι όμως, όταν με είδαν να δειλιάζω, μου είπαν: “Μη φοβάσαι, κι εμείς άνθρωποι είμαστε”.
»Και τους είπα: “Από πού είστε και πώς ήρθατε σ’ αυτή την έρημο;” Και είπαν: “Είμαστε από ένα κοινόβιο. Και κατόπιν κοινής συμφωνίας ήρθαμε εδώ. [Ζούμε εδώ] σαράντα χρόνια και είμαστε ο ένας Αυγύπτιος και ο άλλος Λίβυος”. Και με ρώτησαν και αυτοί: “Σε τι κατάσταση βρίσκεται ο κόσμος; Βρέχει στην ώρα του και έχει ο κόσμος την αφθονία του;” Και τους είπα: “Nαι”. Κι εγώ τους ρώτησα: “Πώς μπορώ να γίνω μοναχός;” Και μου λένε: “Εάν δεν απαρνηθεί κάποιος όλα τα του κόσμου, δε μπορεί να γίνει μοναχός”. Και τους είπα: “Εγώ είμαι αδύναμος και δε μπορώ σαν εσάς”. Και μου είπαν και αυτοί: “Και εάν δε μπορείς σαν εμάς, να κάθεσαι στο κελλί σου και να θρηνείς τις αμαρτίες σου”. Και τους ρώτησα: “Όταν γίνεται χειμώνας, δεν κρυώνετε; Και όταν γίνεται καύσωνας, δεν καίγονται τα σώματά σας;”. Εκείνοι είπαν: “Ο Θεός μας έκανε αυτή τη χάρη, και ούτε το χειμώνα κρυώνουμε, ούτε το καλοκαίρι μας βασανίζει ο καύσωνας”.
»Γι’ αυτό σας είπα δεν έχω γίνει ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Συγχωρέστε με, αδελφοί».
3. Νεότερες μαρτυρίες για αόρατους ασκητές σε διάφορους τόπους
Πόντος
Στο βιβλίο Ασκητές μέσα στον κόσμο, Ησυχαστήριο «Άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωση Χαλκιδικής 2008, σελ. 23-24, αναφέρεται το εξής:
[…] Στα γειτονικά βουνά του Πόντου ζούσε κάποιος άγιος ερημίτης που δεν διασώθηκε το όνομά του. Μια νύχτα του παρουσιάστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ήρθε ο καιρός να αναπαυθής από τους κόπους της ασκήσεώς σου. Ο Κύριος σε καλεί κοντά Του. Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ θα έρθεις στον Παράδεισο. Να προετοιμασθής και να κοινωνήσης των Αχράντων Μυστηρίων τρεις Κυριακές συνεχόμενες».
Ο ερημίτης, αφού βεβαιώθηκε ότι πράγματι είναι Άγγελος Κυρίου και όχι δαιμονική πλάνη, έκανε ό,τι του υπέδειξε ο Άγγελος και πήγε στον παπα-Βασίλη, τον εφημέριο του Τσατ. Του διηγήθηκε όσα συνέβησαν και ζήτησε την θεία Κοινωνία. Και πράγματι ο παπα-Βασίλης τον κοινώνησε. Ο ερημίτης είπε ότι θα ξανάρθει την επόμενη Κυριακή να κοινωνήση.
Ο παπα-Βασίλης θέλοντας να δοκιμάση την αγιότητα του ερημίτου, το βράδυ της Κυριακής που τον περίμενε κλείδωσε καλά τις πόρτες βάζοντας τις αμπάρες και άφησε ελεύθερα τα άγρια μαντρόσκυλά του. Μόλις νύχτωσε παρουσιάστηκε ο άγιος ασκητής και αμέσως ανοίχθηκαν μόνες τους μπροστά του οι αμπαρωμένες πόρτες. Τα δε σκυλιά ούτε γαύγισαν ούτε κουνήθηκαν από την θέση τους.
Ο παπα-Βασίλης, που τον περίμενε, τον ρώτησε πώς άνοιξαν οι πόρτες. «Για μας οι κλειδαριές δεν ισχύουν. Πάμε στην εκκλησία να με κοινωνήσης», είπε. Αφού τον κοινώνησε, τον ρώτησε: «Άγιε του Θεού, πες μας πού μένεις, για να έρθουμε να φροντίσουμε για την ταφή σου».
«Δεν χρειάζεται» του απαντά ο ασκητής. «Υπάρχουν τα λιοντάρια του Θεού, που θα έρθουν να μας σκάψουν τον τάφο».
«Τι τρώτε εσείς;» ρωτά ο παπα-Βασίλης. [σσ.: ο πληθυντικός αριθμός φανερώνει ότι υπονοείται ολόκληρη μυστική κοινωνία ασκητών στα βουνά].
«Μάννα εξ ουρανού μας στέλνει ο Θεός και μας τρέφει».
«Την άλλη Κυριακή που θά ’ρθεις, φέρε μας και ένα κομμάτι σαν αντίδωρο, για να έχουμε και εμείς την ευλογία του Θεού, καθώς και ένα από τα βιβλία που διαβάζετε, για να το έχω ενθύμιο σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο».
Την άλλη Κυριακή ξανάρχεται ο άγιος ερημίτης. Τον κοινώνησε για τελευταία φορά ο παπα-Βασίλης και πριν αποχωριστούν του δίνει ο ερημίτης το κομμάτι της τροφής του λέγοντας: «Πάρε αυτό το μάννα. Να φας ένα κομμάτι και το άλλο να το βάλης στο αμπάρι των γεννημάτων του σπιτιού σου [σσ.: των σιτηρών], να έχη την ευλογία του Θεού, να είναι πάντα γεμάτο αγαθά και να μην λείψη ποτέ το ψωμί από το σπίτι σου».
Ύστερα βγάζει από τον κόρφο του ένα βιβλίο δερματόδετο και δίνοντάς το στον παπα-Βασίλη του λέει: «Πάρε αυτό το βιβλίο και όσους θα δένεις να είναι δεμένοι και όσους θα λύνεις να είναι λυμένοι». [υποσημείωση: Πρόκειται για το Ευχολόγιο της Εκκλησίας στην καραμανλίδικη γραφή (δηλ. τούρκικη γλώσσα με ελληνικά στοιχεία), που σώζεται μέχρι σήμερα ως κειμήλιο]. Μαζί με αυτό ο ερημίτης του έδωσε την ευχή του και τρόπον τινά τον έκανε κληρονόμο των χαρισμάτων που του είχε δώσει ο Θεός, και από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Σημείωση:
Ο άγιος ιερέας Βασίλειος Κοντζικλής έζησε στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας το 19ο αιώνα. Ήταν ένας έγγαμος και πολύτεκνος ιερέας, πολύ πιστός, που είχε μαθητεύσει για ένα διάστημα σε κάποιους από τους αγίους ασκητές της Καππαδοκίας. Εκεί υποθέτω ότι θα είχε μάθει όχι μόνο να είναι ταπεινός και εγκρατής, αλλά και την επιστήμη της νοεράς προσευχής στο όνομα του Ιησού, με καθαρή καρδιά και απερίσπαστο νου, πράγμα που σίγουρα θα είχε καθοριστική σημασία για την πνευματική του εξέλιξη.
Σώζεται ένας κρεμαστός σταυρός με το όνομά του και τη χρονολογία 1830, καθώς και το Ευχολόγιο (λειτουργικό βιβλίο) σε καραμανλίδικη γραφή, δώρο του εν λόγω αγίου ασκητή, που ο π. Βασίλειος το χρησιμοποιούσε όταν προσευχόταν για τη θεραπεία κάποιου. Ο Θεός του είχε δώσει το προορατικό και το ιαματικό χάρισμα και είχε τελέσει αμέτρητες θεραπείες, τόσο σε χριστιανούς όσο και σε μουσουλμάνους.
Κρήτη
Οι ασκητές του Αγιοφάραγγου
Στο Αγιοφάραγγο, νότια του νομού Ηρκαλείου Κρήτης (Αστερούσια Όρη) υπάρχουν πολλά παλαιά ερημητήρια σε σπηλιές. Εκεί λένε πως ζουν και σήμερα ακόμη αόρατοι ασκητές, που έχουν το χάρισμα να παραμένουν αθέατοι, αν θέλουν, ακόμη κι αν κάποιος περάσει δίπλα τους.
Σύμφωνα με παράδοση, που μας είχε αφηγηθεί η γερόντισσα Συγκλητική, μεγαλόσχημη μοναχή στο Ρέθυμνο (ηγουμένη στο μικροσκοπικό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στο λόφο του Τιμίου Σταυρού, εντός της πόλης του Ρεθύμνου), οι ασκητές αυτοί είναι υπεραιωνόβιοι, αφού παίρνουν παράταση από το Θεό να ζήσουν όσα χρόνια θέλουν. Η ίδια γερόντισσα μας είπε ότι με μια αόρατη ασκήτρια από το Αγιοφάραγγο είχε επικοινωνία ο άγιος γέροντας Κύριλλος Παναγιωτάκης από τα Ακούμια Ρεθύμνης (κοιμήθηκε 1986), εφημέριος της ίδιας μονής.
Θρύλους γι’ αυτούς αναφέρει ο Νίκος Ψιλάκης στο βιβλίο του Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, Ηράκλειο 1994, τόμ. Α΄, σελ. 236. Παραθέτουμε τρεις:
Στο Γουμενόσπηλιο έρχονταν μια φορά το χρόνο οι ασκητές, από τον Πρέβελη ώς τον Κουδουμά [μοναστήρια, το ένα νότια Ρεθύμνου, το άλλο νότια Ηρακλείου]. Είχε 300 πέτρες γύρω γύρω και καθένας καθόταν στη δική του. Μετρούσανε κεφαλές και, αν έλειπε κανείς, ελέγανε: «Ο Θεός να τόνε συχωρέσει». Μόνο τότε, κάθε Λαμπρή, εθωρούσε ο ένας τον άλλο.
Σ’ ένα σπήλιο στο Μάρτσαλο εζούσε ένας ασκητής. Πηγαίνανε και του ζητούσαν ευλογία οι ανθρώποι, αλλά αυτός δεν εμφανιζότανε ποτέ. Έβγαζε μόνο το δαχτυλάκι του από μια τρύπα και σταύρωνε. Άνθρωπος δεν είδε ποτέ το πρόσωπό του.
Στον Άγιο Αντώνιο στο Αγιοφάραγγο μαζώνονται κάθε νύχτα οι ασκητές και λειτουργούνε. Τυχερός όποιος τους δει. Ένας παλιός ηγούμενος της Οδηγήτριας σηκωνότανε τα μεσάνυχτα, πήγαινε και λέγανε πως πολλές φορές έπαιρνε κι αντίδωρο.
Ρουμανία
Στις 2 Δεκεμβρίου 1998 ολοκληρώνει την επίγεια ζωή του ο πνευματικός πατέρας της σύγχρονης Ρουμανίας γέροντας Κλεόπας Ελίε (1912-1998), παιδί φτωχής οικογένειας με δέκα παιδιά, τα πέντε από τα οποία ακολούθησαν το μοναχικό βίο. Ο ίδιος μόνασε με κέντρο τη μονή της Παναγίας της Συχαστρίας, όπου κατέληξε ηγούμενος (ο προκάτοχός του τον όρισε διάδοχο και αρχικά αντιμετώπισε αντιδράσεις, γιατί ήταν απλός βοσκός της μονής), ενώ πολλές φορές αναγκάστηκε να καταφύγει στην «έρημο των δασών» διωκόμενος από το ρουμανικό καθεστώς, από το οποίο επίσης συνελήφθη και φυλακίστηκε θεωρούμενος άδικα ως αντικαθεστωτικός. Απειλούμενος από τους ληστές των δασών, τους οποίους αντιμετώπιζε με συνεχή προσευχή (πράγμα που έχει μείνει ως τάξη στη μονή Συχαστρίας μέχρι και σήμερα), βρέθηκε σε στενή σχέση με τα ζώα και τα πουλιά του δάσους, και καταγράφεται ότι πολλές φορές γνώρισε εμπειρίες που ξεπερνούν τη δική μας καθημερινότητα.
Στο βίο του αναφέρονται δύο περιπτώσεις «αόρατων» ασκητών:
α) Καταγράφεται συνάντησή του με ερημίτη των δασών, που του συστήθηκε ως ιεροδιάκονος Χριστόφορος ο Ησυχαστής. Ζούσε σε μια κρυφή σπηλιά στα δάση της Σύχλας και είχε πάντα μαζί του το κρανίο του οσίου Παύλου, πνευματικού της Αγίας Θεοδώρας της Σύχλας, ο οποίος του είχε αποκαλύψει σε όραμα τη θέση των λειψάνων του. Του είχε ζητήσει να πάρει μαζί του την αγία κάρα, αλλά να αφήσει τα υπόλοιπα λείψανα εκεί όπου βρίσκονταν.
β) Καταγράφεται επίσης η επικοινωνία του με έναν άγνωστο ασκητή από τα Καρπάθια, πρώην επίσκοπο (που «δραπέτευσε» από το επισκοπικό αξίωμα γιατί τον τραβούσε η άσκηση των βουνών), που τον επισκεπτόταν συνοδευόμενος από ζώα του δάσους και έδινε σημεία ζωής μέχρι το 1955 περίπου. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του (προφανώς «εκοιμήθη») και το όνομά του έμεινε άγνωστο σε όλους, εκτός ίσως από τον ίδιο τον π. Κλεόπα.
Πηγές: Βλ. αρχιμ. Ιωαννίκιου Μπαλάν, Η ζωή και οι αγώνες του Γέροντος Κλεόπα, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη χ.χ., καθώς και Κλείτου Ιωαννίδη, Γεροντικό του 20ού αιώνα, εκδ. Παναγόπουλος, Αθήνα 1999, σελ. 504-512.
Ρωσία
Στην κλασική συλλογή εκτενών βιογραφιών μεγάλων αγίων ασκητών του ρωσικού βορρά, που εκδόθηκε από την Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας με τον τίτλο Η Θηβαΐδα του Βορρά (μετάφραση στα ελληνικά και επιμέλεια έκδοσης Πέτρου Μπότση) αναφέρονται «αόρατοι ασκητές» το 16ο-17ο αιώνα, ιδίως στα νησιά Σολόφκυ. Ιδιαίτερη σχέση με κάποιους από αυτούς είχε ο άγιος Διόδωρος του Γιουριγκόρσκυ (σελ. 226 και εξής). Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα (σελ. 229):
[…] Κάποτε ένας μοναχός του Σολόφκυ περιφερόταν στο νησί για κάποιες υποθέσεις του μοναστηριού. Όταν κουράστηκε, θέλησε να ξεκουραστεί σ’ έναν απότομο λόφο. Θέλοντας να ξαπλώσει στο έδαφος έκανε το σταυρό του και πρόφερε δυνατά την προσευχή του Ιησού («Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν»). Ξαφνικά απ’ την κορυφή του λόφου, μέσα από μια σχισμή άκουσε «Αμήν». Μη πιστεύοντας στ’ αυτιά του πρόφερε την προσευχή για δεύτερη και τρίτη φορά και πάλι άκουσε το ίδιο «Αμήν».
-Ποιος είσαι συ, άνθρωπος ή πνεύμα; Ρώτησε ξαφνιασμένος ο μοναχός.
-Είμαι ένας αμαρτωλός, απάντησε η αόρατη φωνή, και κλαίω για τις αμαρτίες μου.
-Ποιο είναι το όνομά σου και πώς ήρθες εδώ;
-Το όνομά μου και πώς ήρθα εδώ, μόνο ο Θεός γνωρίζει.
-Μόνος σου είσαι εδώ;
-Εδώ κοντά μου ζουν άλλοι δυο γέροντες. Υπήρχε κι ένας τρίτος, αλλά αποδήμησε στον Κύριο και τον θάψαμε.
-Και πώς ζεις εδώ;
-Θυμήσου, αδελφέ, τους λόγους του Κυρίου: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομενω διά στόματος Θεού» (Ματθ. δ΄ 4). Αυτός εκτρέφει και θερμαίνει τον εσωτερικό άνθρωπο. […] Εάν θέλεις να διαπιστώσεις πώς ο Κύριος τρέφει το φθαρτό σώμα μου, πάρε αυτό.
Και μ’ αυτά τα λόγια πέταξε έξω ένα κομμάτι που ο μοναχός το πήρε και το έφαγε. Ήταν από ξεραμένα βρύα και κούμαρα […].
Αντί επιλόγου
Αόρατοι ασκητές, καθώς φαίνεται, υπάρχουν πάντα και πιθανόν σε όλους τους τόπους, όπου ζουν ορθόδοξοι χριστιανοί. Ίσως και δίπλα μας. Ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να αγωνίζεται ένας ασκητής. Ως έφηβος άκουγα μια πληροφορία για έναν αόρατο ασκητή στο νομό Ηρακλείου, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν ήταν έγκυρη (ξέρουμε όμως πως και στο νομό και στην πόλη του Ρεθέμνους έχουν ζήσει, στα χρόνια μας, αγιασμένες μορφές, που μερικές φορές επιτελούσαν και θαύματα με την προσευχή τους – και ζουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι, αν έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά να τους δούμε).
Εκτός από το ενδεχόμενο να ζει δίπλα μας ένας ασκητής εντελώς αθέατος και άγνωστος, αναλογίσου ότι ο γείτονάς σου ή ο συνεργάτης σου στη δουλειά ή ο υπάλληλός σου ή ένας «τρελός» ρακένδυτος ζητιάνος, που σε ενοχλεί με τη δυσωδία του, μπορεί να είναι ένας κρυφός άγιος. Ας μην είμαστε εύπιστοι, αλλά ούτε και κακόπιστοι. Οι μαρτυρίες για αφανείς και άγνωστους αγίους ασκητές «δίπλα μας» μπορεί να αμφισβητηθούν, όμως, αν μη τι άλλο, δεν επιτρέπεται να αγνοηθούν. Ας έχουμε την ευχή τους.