Η Θεσσαλονίκη καίγεται! Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στις 5 Αυγούστου 1917, στην βορειοδυτική άκρη της πόλης, εντός των τειχών και κατέστρεψε σε 32 ώρες, 120 από τα 300 εκτάρια του σημαντικότερου τμήματος του ιστορικού κέντρου. Λένε πως όλα ξεκίνησαν από μια ηλεκτρική κουζίνα που ανατινάχτηκε.
Ο Προϊσταμένος της Διευθύνσεως Θυμάτων Πυρκαγιάς Α.Α. Πάλλης αναφέρει σχετικά : «Η φοβερά πυρκαϊά, (…), εξεδηλώθη (…) εντός μικράς οικίας επί της οδού Ολυμπιάδος [υπ’ αριθ. 3] ήτις κατωκείτο υπό προσφύγων. Ολίγοι σπινθήρες εκ της πυράς του μαγειρείου πεσόντες, ως φαίνεται, επί σωρού χόρτου ευρισκομένου εντός του εγγύς υπογείου ήναψον το πυρ το οποίον εντός ολίγου μετεδόθη εις ολόκληρον την οικίαν. Τόσον ό σφοδρώς πνέων Βαρδάρης όσον και η έλλειψις επαρκών πυροσβεστικών μέσων, επέτρεψαν εις τας φλόγας να προχωρήσουν μεθ’ αλματώδους ταχύτητος…» .
Από το παλιό κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν σώζεται πλέον τίποτα.
Όπως προέκυψε από την ανάκριση η φωτιά ξέσπασε στην τούρκικη συνοικία της άνω πόλης και η αιτία της φαίνεται να ήταν οι μελιτζάνες μιας νοικοκυράς που μαγείρευε ανύποπτη στην κουζίνα της. Για κάποιο λόγο το λάδι πήρε φωτιά και οι σπινθήρες από το τηγάνι έκαψαν το σπίτι και στο τέλος το 1/3 της Θεσσαλονίκης. φυσικά για να καεί ολοκληρωτικά ένος τόσο μεγάλο μέρος της πόλης συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες. Για αυτό όταν η υπόθεση οδηγήθηκε στην δικαιοσύνη η γυναίκα απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες και η ανάφλεξη αποδόθηκε σε τυχαίο γεγονός. Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν τρεις γείτονες της νοικοκυράς. Ο ένας ήταν χριστιανός, ο άλλος εβραίος και ο τρίτος μουσουλμάνος. Η αλληλεγγύη στην πολυεθνική Θεσσαλονίκη ήταν ένα χαρακτηριστικό της ειρηνικής συνύπαρξης των κατοίκων.
Από καταγεγραμμένες μαρτυρίες παρουσιάζεται η ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκαν οι φλόγες μέσα στην πόλη. Η οδός Εγνατία, που χώριζε την πόλη στα δύο δεν κατάφερε να εμποδίσει την ορμή της φωτιάς προς την θάλασσα. Αν και ήταν ο σπουδαιότερος δρόμος της πόλης, είχε πλάτος μόνο 8 μέτρων από κτίριο σε κτίριο. Και αυτό στα πιο φαρδιά της σημεία.
Ο Προϊσταμένος της Διευθύνσεως Θυμάτων Πυρκαγιάς Α.Α. Πάλλης αναφέρει σχετικά : «Η φοβερά πυρκαϊά, (…), εξεδηλώθη (…) εντός μικράς οικίας επί της οδού Ολυμπιάδος [υπ’ αριθ. 3] ήτις κατωκείτο υπό προσφύγων. Ολίγοι σπινθήρες εκ της πυράς του μαγειρείου πεσόντες, ως φαίνεται, επί σωρού χόρτου ευρισκομένου εντός του εγγύς υπογείου ήναψον το πυρ το οποίον εντός ολίγου μετεδόθη εις ολόκληρον την οικίαν. Τόσον ό σφοδρώς πνέων Βαρδάρης όσον και η έλλειψις επαρκών πυροσβεστικών μέσων, επέτρεψαν εις τας φλόγας να προχωρήσουν μεθ’ αλματώδους ταχύτητος…» .
Από το παλιό κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν σώζεται πλέον τίποτα.
Όπως προέκυψε από την ανάκριση η φωτιά ξέσπασε στην τούρκικη συνοικία της άνω πόλης και η αιτία της φαίνεται να ήταν οι μελιτζάνες μιας νοικοκυράς που μαγείρευε ανύποπτη στην κουζίνα της. Για κάποιο λόγο το λάδι πήρε φωτιά και οι σπινθήρες από το τηγάνι έκαψαν το σπίτι και στο τέλος το 1/3 της Θεσσαλονίκης. φυσικά για να καεί ολοκληρωτικά ένος τόσο μεγάλο μέρος της πόλης συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες. Για αυτό όταν η υπόθεση οδηγήθηκε στην δικαιοσύνη η γυναίκα απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες και η ανάφλεξη αποδόθηκε σε τυχαίο γεγονός. Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν τρεις γείτονες της νοικοκυράς. Ο ένας ήταν χριστιανός, ο άλλος εβραίος και ο τρίτος μουσουλμάνος. Η αλληλεγγύη στην πολυεθνική Θεσσαλονίκη ήταν ένα χαρακτηριστικό της ειρηνικής συνύπαρξης των κατοίκων.
Από καταγεγραμμένες μαρτυρίες παρουσιάζεται η ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκαν οι φλόγες μέσα στην πόλη. Η οδός Εγνατία, που χώριζε την πόλη στα δύο δεν κατάφερε να εμποδίσει την ορμή της φωτιάς προς την θάλασσα. Αν και ήταν ο σπουδαιότερος δρόμος της πόλης, είχε πλάτος μόνο 8 μέτρων από κτίριο σε κτίριο. Και αυτό στα πιο φαρδιά της σημεία.
Θεσσαλονίκη 4 Σεπτεμβρίου 1917.
Αποκαλυπτική είναι εικόνα της καταστροφής ένα μήνα μετά το ξέσπασμα της φωτιάς. Η πυρκαγιά έπληξε αδιάκριτα τις νεόχτιστες κομψές συνοικίες της προκυμαίας και της οδού Αγίας Σοφίας, τις σκεπαστές αγορές, τις δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού κέντρου.
Περίπου 9.500 χιλιάδες κτίσματα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι.
Από αυτούς οι 52.000 ήταν Εβραίοι, οι 10.000 χριστιανοί και οι 11.000 μουσουλμάνοι. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο – θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Περίπου 9.500 χιλιάδες κτίσματα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι.
Από αυτούς οι 52.000 ήταν Εβραίοι, οι 10.000 χριστιανοί και οι 11.000 μουσουλμάνοι. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο – θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Στις πολυάριθμες εκθέσεις των αρμόδιων υπηρεσιών και στις αναφορές των κοινοτήτων και διάφορων ιδιωτών, δεν αναφέρονται ανθρώπινα θύματα. Η φωτογραφία από την Λεωφόρο Νίκης όπου κατέφυγαν οι κάτοικοι για να σωθούν.
Παρότι δεν αναφέρονται θύματα, είναι βέβαιο ότι υπήρξαν, τόσο μεταξύ των σωστικών συνεργείων, όσο και μεταξύ των πυροπαθών.
Την ταχύτατη και καταστρεπτική εξάπλωση της φωτιάς φαίνεται πώς ενθάρρυναν οι εξής παράγοντες:
. η τρομερή ανομβρία που επικρατούσε στην πόλη, αφού δεν είχε βρέξει από τις 29 Ιουνίου και ο τοπικός βορειοδυτικός άνεμος, ο βαρδάρης, που φυσούσε τις ημέρες εκείνες, καθώς και η τεχνητή θαλάσσια αύρα η οποία προκλήθηκε από τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν.
. η απελπιστική έλλειψη νερού στην πόλη, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είχε διατεθεί για τα συμμαχικά στρατόπεδα στα προάστια.
. η έλλειψη της οργανωμένης πυροσβεστικής υπηρεσίας.
Παρότι δεν αναφέρονται θύματα, είναι βέβαιο ότι υπήρξαν, τόσο μεταξύ των σωστικών συνεργείων, όσο και μεταξύ των πυροπαθών.
Την ταχύτατη και καταστρεπτική εξάπλωση της φωτιάς φαίνεται πώς ενθάρρυναν οι εξής παράγοντες:
. η τρομερή ανομβρία που επικρατούσε στην πόλη, αφού δεν είχε βρέξει από τις 29 Ιουνίου και ο τοπικός βορειοδυτικός άνεμος, ο βαρδάρης, που φυσούσε τις ημέρες εκείνες, καθώς και η τεχνητή θαλάσσια αύρα η οποία προκλήθηκε από τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν.
. η απελπιστική έλλειψη νερού στην πόλη, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είχε διατεθεί για τα συμμαχικά στρατόπεδα στα προάστια.
. η έλλειψη της οργανωμένης πυροσβεστικής υπηρεσίας.
Το εσωτερικό του ναού του Αγίου Δημητρίου
Επιπροσθέτως, σημαντικό ρόλο στην καταστροφή έπαιξε η ρυμοτομία και η αρχιτεκτονική της πόλης: στενοί και ακανόνιστοι δρόμοι, ελάχιστες αποστάσεις μεταξύ των κτισμάτων και τα εύφλεκτα οικοδομικά υλικά.
Στην καταστροφή συνετέλεσε και ο «ζήλος» των συμμαχικών στρατιωτικών σωμάτων του Α Παγκοσμίου Πολέμου, που ήρθαν να βοηθήσουν το έργο της κατάσβεσης. Στην προσπάθεια να δημιουργήσουν αντιπυρικές ζώνες, ανατίναζαν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και προκαλούσαν νέες εστίες φωτιάς.
Επιπροσθέτως, σημαντικό ρόλο στην καταστροφή έπαιξε η ρυμοτομία και η αρχιτεκτονική της πόλης: στενοί και ακανόνιστοι δρόμοι, ελάχιστες αποστάσεις μεταξύ των κτισμάτων και τα εύφλεκτα οικοδομικά υλικά.
Στην καταστροφή συνετέλεσε και ο «ζήλος» των συμμαχικών στρατιωτικών σωμάτων του Α Παγκοσμίου Πολέμου, που ήρθαν να βοηθήσουν το έργο της κατάσβεσης. Στην προσπάθεια να δημιουργήσουν αντιπυρικές ζώνες, ανατίναζαν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και προκαλούσαν νέες εστίες φωτιάς.
Όπως προκύπτει από από τις αφηγήσεις, καθώς και από επίσημα έγγραφα και αναφορές που δημοσιεύτηκαν, κανένας τις πρώτες μέρες δεν σκέφτηκε ότι η πυρκαγιά προέκυψε ως εγκληματική ενέργεια ιδιωτών, σκοτεινή δραστηριότητα κρατικών ή παρακρατικών κύκλων ή ως συνέπεια του πολέμου με ευθύνη των Συμμάχων ή του εχθρού
Τα γραπτά δείχνουν ότι οι κάτοικοι δεν πονηρεύτηκαν με την εκδήλωση της φωτιάς. Οι πυρκαγιές ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στη ζωή των πόλεων σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα.
Τα γραπτά δείχνουν ότι οι κάτοικοι δεν πονηρεύτηκαν με την εκδήλωση της φωτιάς. Οι πυρκαγιές ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στη ζωή των πόλεων σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα.
Ο κόσμος μέσα στον πανικό του έτρεχε να σωθεί, κουβαλώντας ό,τι μπορούσε
Ένα χειρόγραφο κείμενο, ανυπόγραφο, με τίτλο «Η πόλη στις φλόγες» περιλαμβάνεται στο λεύκωμα «Incendie de Salonique». Πρόκειται για την περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα, που έζησε λεπτό προς λεπτό την ημέρα που ξέσπασε η πυρκαγιά:
«Λαμπρή αυγουστιάτικη μέρα, όχι πολύ ζεστή χάρη στο Βαρδάρη που φυσά.
Σάββατο, τα πάντα είναι κλειστά. Είναι η Κυριακή των Εβραίων. Στους δρόμους, παρέες που τριγυρνάνε.
Πέντε η ώρα και να που το φως του ήλιου, αρχίζει να λιγοστεύει
Από χρυσαφί, γίνεται φαιό, μοιάζει να περνάει από ένα πέπλο κοκκινωπό.
Όσο πλησιάζουμε προς την οδό Βενιζέλου και την περιοχή του κέντρου, ο κόσμος μοιάζει ταραγμένος, πιο νευρικός.
Και να, άνθρωποι που τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση. «Προσοχή… προσοχή», φωνάζουν.
Ένα χειρόγραφο κείμενο, ανυπόγραφο, με τίτλο «Η πόλη στις φλόγες» περιλαμβάνεται στο λεύκωμα «Incendie de Salonique». Πρόκειται για την περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα, που έζησε λεπτό προς λεπτό την ημέρα που ξέσπασε η πυρκαγιά:
«Λαμπρή αυγουστιάτικη μέρα, όχι πολύ ζεστή χάρη στο Βαρδάρη που φυσά.
Σάββατο, τα πάντα είναι κλειστά. Είναι η Κυριακή των Εβραίων. Στους δρόμους, παρέες που τριγυρνάνε.
Πέντε η ώρα και να που το φως του ήλιου, αρχίζει να λιγοστεύει
Από χρυσαφί, γίνεται φαιό, μοιάζει να περνάει από ένα πέπλο κοκκινωπό.
Όσο πλησιάζουμε προς την οδό Βενιζέλου και την περιοχή του κέντρου, ο κόσμος μοιάζει ταραγμένος, πιο νευρικός.
Και να, άνθρωποι που τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση. «Προσοχή… προσοχή», φωνάζουν.
Αμάξια περνούν με καλπασμό, ανεβαίνουν
βαρυφορτωμένα και αργά, βλέπεις μέσα ανθρώπους
στιβαγμένους όπως – όπως, με στρώματα, ρούχα, ζώα…
Πεζός, ένας κουρελιάρης γέρος κατεβάζει ένα σεντούκι.
Ένα κοριτσάκι ντυμένο στα άσπρα κουβαλάει μια βαριά ραπτομηχανή.
Ο κόσμος πυκνώνει, συνωστίζεται φρικτά μέσα στους δρόμους και τα δρομάκια.
Ακουμπώντας στους τοίχους κοντοστέκονται άνθρωποι αδιάφοροι, στρατιώτες κάθε προέλευσης, πολίτες.
Η κυκλοφορία εντείνεται και το σπρωξίδι μεγαλώνει. Μουσουλμάνες περνούν βιαστικά με το φερετζέ ν’
ανεμίζει στον αέρα, ξεχνώντας από το φόβο τους να τον
κρατήσουν με τα δόντια πάνω στο πρόσωπό τους.
βαρυφορτωμένα και αργά, βλέπεις μέσα ανθρώπους
στιβαγμένους όπως – όπως, με στρώματα, ρούχα, ζώα…
Πεζός, ένας κουρελιάρης γέρος κατεβάζει ένα σεντούκι.
Ένα κοριτσάκι ντυμένο στα άσπρα κουβαλάει μια βαριά ραπτομηχανή.
Ο κόσμος πυκνώνει, συνωστίζεται φρικτά μέσα στους δρόμους και τα δρομάκια.
Ακουμπώντας στους τοίχους κοντοστέκονται άνθρωποι αδιάφοροι, στρατιώτες κάθε προέλευσης, πολίτες.
Η κυκλοφορία εντείνεται και το σπρωξίδι μεγαλώνει. Μουσουλμάνες περνούν βιαστικά με το φερετζέ ν’
ανεμίζει στον αέρα, ξεχνώντας από το φόβο τους να τον
κρατήσουν με τα δόντια πάνω στο πρόσωπό τους.
Μια εβραία κρατάει ένα μωρό, που δεν σταματά να
θηλάζει, αδιαφορώντας για τα δάκρυα της νεαρής μάνας του,
που τρέχει με τα μαλλιά λυτά και πράσινες
σατινένιες κορδέλες να της σκεπάζουν το γυμνό στήθος.
Ένας γέρος εβραίος με κόκκινο φέσι και ολόλευκη
γενειάδα, παραπαίει μέσα στο βαρύ πράσινο παλτό του.
Στηρίζει προστατευτικά μια γριά, που έχει τα χάλια της.
Τρέμει, κλαίει… νομίζεις θα πέσει από στιγμή σε στιγμή.
Ένα μικρό κοριτσάκι φωνάζει τη μάνα του, που χάθηκε
μέσα στον κόσμο και σφίγγει στην αγκαλιά της δυο
κότες και ένα μαξιλάρι χρυσοκέντητο.
Ένας γέρος, με το άσπρο και κόκκινο στρώμα του στην
πλάτη, φωνάζει, ουρλιάζει, καθώς ένα παιδάκι –
το εγγόνι του – τρομοκρατημένο, γυρνάει πίσω και εξαφανίζεται. Ύστερα από λίγο, ξαναπλησιάζει με κοκκινισμένα μάτια τον γέρο που συνεχίζει να μουρμουρίζει.
Οι φωνές μεγαλώνουνε. Βρισιές. Χτυπήματα.
Ένα αυτοκίνητο που ανεβαίνει άδειο με μεγάλη βιασύνη, χτυπάει ένα καρότσι.
Το καρότσι αναποδογυρίζει και αδειάζει στο δρόμο, ολόκληρο το φορτίο του, από στρώματα, σεντόνια
και παλιά έπιπλα.
Παραδίπλα σε πλήρη κατάρρευση μια ταλαίπωρη γυναίκα, έντρομη, κλαίει με λυγμούς.
Η κορούλα της, την πρόφτασε: «Μάνα…μάνα!!!» φώναξε.
Ένας αχθοφόρος την σπρώχνει δυνατά αλλά εκείνη εξακολουθεί να φωνάζει:
«Μάνα» και ρίχνεται στη φούστα της μάνας της.
Εκείνη βγάζει μια δυνατή κραυγή.
Βγάζει μια δυνατή κραυγή και πετάει το παιδί της από την αγκαλιά. Δεν το αναγνωρίζει.
Αρχίζει να γελάει με ένα γέλιο στριγγό και απαίσιο.
Τρέχουν μερικοί στρατιώτες.
Μαλακά, προσεκτικά, παίρνουν την τρελή που γελάει κραυγάζοντας και το κοριτσάκι που κλαίει.
Ο αέρας δεν σ΄αφήνει να αναπνεύσεις.
Το καφετί πέπλο έχει κρύψει εντελώς τον ήλιο, παντού πέφτουν σπινθήρες.
Η Θεσσαλονίκη έχει πάρει φωτιά!»
θηλάζει, αδιαφορώντας για τα δάκρυα της νεαρής μάνας του,
που τρέχει με τα μαλλιά λυτά και πράσινες
σατινένιες κορδέλες να της σκεπάζουν το γυμνό στήθος.
Ένας γέρος εβραίος με κόκκινο φέσι και ολόλευκη
γενειάδα, παραπαίει μέσα στο βαρύ πράσινο παλτό του.
Στηρίζει προστατευτικά μια γριά, που έχει τα χάλια της.
Τρέμει, κλαίει… νομίζεις θα πέσει από στιγμή σε στιγμή.
Ένα μικρό κοριτσάκι φωνάζει τη μάνα του, που χάθηκε
μέσα στον κόσμο και σφίγγει στην αγκαλιά της δυο
κότες και ένα μαξιλάρι χρυσοκέντητο.
Ένας γέρος, με το άσπρο και κόκκινο στρώμα του στην
πλάτη, φωνάζει, ουρλιάζει, καθώς ένα παιδάκι –
το εγγόνι του – τρομοκρατημένο, γυρνάει πίσω και εξαφανίζεται. Ύστερα από λίγο, ξαναπλησιάζει με κοκκινισμένα μάτια τον γέρο που συνεχίζει να μουρμουρίζει.
Οι φωνές μεγαλώνουνε. Βρισιές. Χτυπήματα.
Ένα αυτοκίνητο που ανεβαίνει άδειο με μεγάλη βιασύνη, χτυπάει ένα καρότσι.
Το καρότσι αναποδογυρίζει και αδειάζει στο δρόμο, ολόκληρο το φορτίο του, από στρώματα, σεντόνια
και παλιά έπιπλα.
Παραδίπλα σε πλήρη κατάρρευση μια ταλαίπωρη γυναίκα, έντρομη, κλαίει με λυγμούς.
Η κορούλα της, την πρόφτασε: «Μάνα…μάνα!!!» φώναξε.
Ένας αχθοφόρος την σπρώχνει δυνατά αλλά εκείνη εξακολουθεί να φωνάζει:
«Μάνα» και ρίχνεται στη φούστα της μάνας της.
Εκείνη βγάζει μια δυνατή κραυγή.
Βγάζει μια δυνατή κραυγή και πετάει το παιδί της από την αγκαλιά. Δεν το αναγνωρίζει.
Αρχίζει να γελάει με ένα γέλιο στριγγό και απαίσιο.
Τρέχουν μερικοί στρατιώτες.
Μαλακά, προσεκτικά, παίρνουν την τρελή που γελάει κραυγάζοντας και το κοριτσάκι που κλαίει.
Ο αέρας δεν σ΄αφήνει να αναπνεύσεις.
Το καφετί πέπλο έχει κρύψει εντελώς τον ήλιο, παντού πέφτουν σπινθήρες.
Η Θεσσαλονίκη έχει πάρει φωτιά!»