Διηγείται μια κυρία πώς της έδωσε μια μέρα ή Γερόντισσα Μακαρία μια χούφτα λιβάνι καί της είπε: Πάρτο καί τώρα τό έφερα από τά Ιεροσόλυμα. Τό λιβάνι συνήθως τό έφερνε από τό Λίβανο. Έδινε άπ’ αυτό άφθονο σ’ ένα ευσεβές ζεύγος. Μια κυρία τή βρήκε στήν αυλή τού κελιού μπροστά στη βρύση να νίβεται, έχοντας τό μαντήλι της σηκωμένο (σαρίκι). Της ομολόγησε: Ίδια έδά (=αύτή τή στιγμή) έρχομαι από τόν Άϊ Γιάννη στο Λασίθι.
Ένα από τά 469 παιδιά πού είχε βαφτίσει διηγείται ότι, κάποτε πού μέ τή μάνα του φιλοξενήθηκαν στο κελί της, ή Μακαρία τό βράδυ
έφυγε παραγγέλλοντας να μη βγουν έξω εκείνη τή στιγμή. Ό φιλιότσος της όμως από περιέργεια άνοιξε την πόρτα καί είδαν ένα σύννεφο πού έφευγε πάνω τους. Τό πρωί ή Γερόντισσα επέστρεψε.
Κάποιο πρωί ζήτησε από αφοσιωμένο πνευματικό της παιδί να την πάει με τή σκαφτική μηχανή του στήν Παναγία τή Σπηλιώτισσα. Μαζί με την αδελφή Μαρίνα, ήταν σύνολο πέντε άτομα. Επειδή έχασαν τό δρόμο, συνέχισαν μέ τά πόδια. Ή Γερόντισσα αρνήθηκε κάθε βοήθεια. Μόνη της, μέ τά δύο μπαστούνια κατέβηκε μια κατηφόρα καί έφτασε πρώτη στήν εκκλησία. Προσκύνησαν καί ζήτησε από τή νεωκόρο αντίδωρο, άλλά δεν είχε ούτε ψίχουλα. Τότε ή Γερόντισσα Μακαρία μπήκε στο ιερό καί λίγο μετά βγήκε καταϊδρωμένη κρατώντας πέντε κομμάτια ζεστό αντίδωρο. Τό έφαγαν δοξάζοντας τό Θεό.
Καθώς έλεγε ή Γερόντισσα Μαρίνα, ή Γερόντισσα συχνά έμπαινε μέ κλειστές πόρτες καί στο ναό της Αγίας Μαρίνας. Προχωρούσε στο ιερό, έπαιρνε αντίδωρο καί έφευγε, χωρίς να την αντιληφτεί κανείς. Άλλοτε, όταν δεν υπήρχε αντίδωρο στήν εκκλησία καί έρχονταν άνθρωποι καί ζητούσαν, τό αντίδωρο ερχόταν μέ την προσευχή της μόνο του μέ ένα χτύπο.
Προσκυνητές μαρτυρούν πώς την είχαν δει να κατεβαίνει αιφνίδια από ψηλά. Άλλά μία κυρία πού σκόπιμα πήγαινε συχνά, γιά να δει τό παράδοξο, δεν ικανοποίησε την επιθυμία της.
Ή Γερόντισσα μπορούσε να φεύγει αθέατη, ακόμη κι αν βρισκόταν ανάμεσα σε πολλούς. Έλεγε στην αδελφή Μαρίνα: Πάω γιά αγρυπνία. 'Αν λείπω καί τρεις μέρες, να ξέρεις ότι είμαι καλά.
Πολλοί άπ’ αυτούς πού την περίμεναν στο κελί της την έβλεπαν μέ τρόμο να κατρακυλά συχνά στήν πλαγιά τού λόφου. Έφτανε στήν αυλή, στεκόταν όρθια, άνοιγε την ποδιά της καί έβγαζε ζεστό αντίδωρο. Συνήθως επέστρεφε από Θεία Λειτουργία.
Κάποτε είχε πάει στο χωριό Γαλατάς σε μια κηδεία. Βρέθηκαν εκεί δύο κουμπάροι της, οι όποιοι άρχισαν να μαλώνουν γιά τό ποιος θα τή μεταφέρει μέ τό ζώο του στο κελί της. Γιά να σταματήσει ή διαμάχη, μέ τρόπο πού υπερβαίνει τή φύση, έγινε άφαντη.
Στήν αυλή της την περίμεναν να γυρίσει από τό Γαλατά πολλά άτομα. Ένας άπ’ αυτούς άντιλήφθηκα από ψηλά κάτι να πέφτει πίσω από την αποθήκη.
Σχεδόν αμέσως εμφανίστηκε εκείνη από εκεί κάνοντάς του νόημα να μη μιλήσει. Μπήκε μέσα στο κελί της περνώντας ανάμεσα τους, αθέατη γιά τούς άλλους. Ή πλάτη της ήταν γεμάτη χώματα καί τού ζήτησε να της τά σκουπίσει μέ την ποδιά της. Έπειτα τόν έστειλε να καθίσει μέ τούς άλλους καί βγήκε κάνοντας σάν όλη αυτή την ώρα να ήταν μέσα.
Πιστοί φίλοι τού προσκυνήματος αισθάνονταν στήν αυλή τους σταγόνες βροχής, χωρίς να βρέχει. Περνούσε αθέατη ή Γερόντισσα από πάνω καί τούς ευλογούσε μέ αγιασμό, καθώς ομολογούσε ή ίδια.
Έλεγε σε αφοσιωμένη στήν Άγια Μαρίνα πιστή: Εγώ πετώ, παιδί μου.
Κάποτε, έλεγε πώς πήγε πάνω σε σύννεφο στήν Ουκρανία. Επιστρέφοντας, ή κάθοδος έγινε στήν Κακή Ράχη. Βρέθηκε λοιπόν στον Άγιο Μάμα μέσα στο φαράγγι καί στεναχωρήθηκε πού δεν έφτασε στο κελί της. Δεν άργησε να καταλάβει τό λόγο της απρόσμενης αποβίβασης. Βρήκε έναν τραυματία πού τόν είχε ρίξει κάτω τό άλογό του. Έκανε γάζες την ποδιά της, τόν επέδεσε καί έμεινε εκεί μαζί του μέχρι τό πρωί πού πέρασαν διαβάτες καί τόν πήραν να τόν πάνε στο Ηράκλειο. Δε γνωρίζουμε γιά ποιό σκοπό πήγε τότε στη βόρεια αυτή χώρα. Πάντως λίγο πριν τά τέλη της, αποβραδίς υποσχέθηκε σε πιστό να τού φέρει από εκεί ένα φάρμακο γιά τό στομάχι. Τό πρωί τού τό παρέδωσε.
Ό γιός ζευγαριού πού σύχναζε στο κελί της, όταν σπούδαζε μακριά κι αρρώστησε, έβλεπε, καθώς ήταν ξύπνιος στο κρεβάτι, τή Γερόντισσα να τόν σκεπάζει καί να τόν χαϊδεύει σιωπηλά. Δεν πρόφταινε να της μιλήσει.
Καθώς μια κυρία περίμενε μια μέρα τή Γερόντισσα πού έλειπε, αιφνίδια καί χωρίς να γίνει αντιληπτό από πού ήρθε, την είδε δίπλα της. Της είπε: Έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη. Ή κυρία είπε αυθόρμητα: «Καί πού να τό ξερα, να σου πω να μου φέρεις ένα άγιο- κωνσταντινάτο, να τό δώσω στο Μανώλη μου, όταν θα πάει στρατιώτης!» Της υποσχέθηκε να της φέρει άλλη φορά, πράγμα πού έγινε λίγο αργότερα. Ή μητέρα τό πήρε μέ σεβασμό καί πίστη καί, σάν ήρθε ό καιρός να στρατευτεί ό γυιός της, τού τό έδωσε γιά φυλαχτό. Κάποτε, πού ό νέος δεν τό ’βρισκε πάνω του καί ήταν λυπημένος, μέ την επίκληση της Παναγίας καί της Γερόντισσας τό φλουρί βρέθηκε μέσα στα ρούχα του.
ΒΙΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΑΡΙΑ. Η ΛΑΟΦΙΛΗΣ ΜΟΝΑΧΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΒΟΝΗΣ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ.Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑ 2012
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/12/blog-post_25.html