Η Εκκλησία κατέχει τη δική της “επιστήμη”, αυτήν της Θεογνωσίας.
Κι αυτή έχει την οδό και τη μέθοδό της, οι οποίες οδηγούν στη γνώση αυτή. Όποιος θέλει να την αποκτήσει, οφείλει να ακολουθήσει την οδό που χάραξε η Εκκλησία, την οδό της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθεί και να θεωρηθεί παρά μόνο με την αγάπη και μέσα από την αγάπη. Γι’ αυτό και οι εντολές του Χριστού, που οδηγούν στη γνώση και τη θεωρία του Θεού, είναι εντολές αγάπης.
Το Μυστήριο της Τριάδος παραμένει ακατανόητο μέχρι τέλους, υπερβαίνει τη δυνατότητα του λόγου και των δύνάμεων της κτιστής μας φύσεως. Εντούτοις, παρόλο που είναι ακατανόητο και κεκρυμμένο, μας αποκαλύπτεται συνεχώς κατα τρόπο “υπαρκτικό” με την πίστη και με την εν τη πίστει ζωή, ως η αστείρευτη πηγή της αιώνιας Ζωής. Η πίστη, η οποία εισδύει σε απρόσιτα για το λογικό βάθη, μας καλεί στη γνώση των Θείων Μυστηρίων, όχι με τη χρήση της λογικής, αλλά με την παραμονή στις εντολές του Χριστού: “Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς” (Ιωαν. η’ 33,32).
Στην οδό αυτή, στην οδό της “παραμονής στον λόγο του Χριστού”. ο Θεός έρχεται να συναντήσει τον άνθρωπο, κατοικεί μαζί του, και του δίνει την αληθινή γι’ Αυτόν γνώση. Και τότε, ότι φαινόταν προηγουμένως λογικώς ακατανόητο, γίνεται φως που φωτίζει την άγνοια και τις πλάνες μας και μας τις αποκαλύπτει ως συνέπειες της αμαρτίας και της πτώσεώς μας. Τότε παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια μας η άπειρη πληρότητα, η σοφία, το κάλλος, και η αλήθεια της Θείας Ζωής που είναι Αγάπη.
Της υπάρξεως του ανθρώπου προηγείται άλλη ύπαρξη. Αυτή αποτελεί γι’αυτόν αναπόφευκτο γεγονός, το οποίο περιορίζει, κατά κάποιον τρόπο από έξω, την ελευθερία, του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τις ικανότητές της φύσεώς του κατά την πορεία μια αναπτύξεως, με διαδικασία ή εξέλιξη, η οποία απουσιάζει τελείως από το Θείο Ον. Πρέπει πάντοτε να το θυμάται κανείς αυτό, όταν σκέπτεται τον Θεό, για να μην πέσει στην πλάνη του ανθρωπομορφισμού. Μολονότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε “κατ’ εικόνα Θεού”, ανατρέπει την ιεραρχία της υπάρξεως, αφότου αρχίζει να μεταφέρει στον Θεό τα δεδομένα γνώσεως τα οποία έχει για τον εαυτό του, “δημιουργώντας” έτσι έναν Θεό σύμφωνα με τη δική του εικόνα και ομοίωση. Η οδός της Εκκλησίας είναι η αντίστροφη: Δεν δημιουργούμε τον Θεόν κατ’ εικόνα δική μας, αλλά ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού ανακαλύπτουμε μέσα μας τα ιδιώματα της φύσεώς μας, η οποία είναι πλασμένη κατ’ εικόνα Θεού.
Δύο εντολές του Χριστού οδηγούν τον άνθρωπος που τις τηρεί στην θέωση: “Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν” (Μαρκ. ιβ΄30-31).
Από τις δύο αυτές εντολές, η δεύτερη μας δίνει σε μεγαλύτερο μέτρο τη δυνατότητα να γνωρίσουμε το μυστήριο της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Να γιατί:
Η πρώτη εντολή μας λέει: “Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου”. Δεν λέει: “Θα αγαπήσεις τον Θεόν σου ως σεαυτόν”. Αυτό θα ήταν στοιχείο πανθεϊσμού. Η εντολή αυτή μας καλεί να αγαπούμε τον Θεό με όλο μας το είναι. Γι’αυτό ακριβώς μας καθιστά ικανούς να γνωρίσουμε ότι ο Θεός είναι Αγάπη, αλλά συγχρόνως καθιστά φανερή την “οντολογική απόσταση” μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Μας καθιστά ικανούς να μετάχουμε στην Θεία Ζωή (Ενέργεια), αλλά δεν αίρει τη διαφορά στη φύση (το ετερούσιο).
Η δεύτερη εντολή: “Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν” δεν τονίζει τόσο τον βαθμό ή το μέτρο της αγάπης, όσο συντελεί να προβληθεί το ομοούσιο του ανθρωπίνου γένους, η οντολογική κοινότητα όλης της ανθρώπινης υπάρξεώς μας. Και όταν πραγματοποιηθεί στη ζωή η εντολή αυτή, οδηγεί όλη την ανθρωπότητα να καταστεί ένας μόνον Άνθρωπος.
Η αγάπη μεταφέρει την ύπαρξη αυτού που αγαπά στο αγαπώμενο πρόσωπο, και έτσι αφομοιώνει τη ζωή του. Το πρόσωπο είναι, λοιπόν, διεισδυτό από την αγάπη. Η απόλυτη τελειότητα της αγάπης στους κόλπους της Αγίας Τριάδος μας αποκαλύπτει την τέλεια αμοιβαιότητα της αλληλοπεριχωρήσεως των τριών Προσώπων, σε σημείο ώστε να μην υπάρχει σε Αυτήν, παρά μόνο ένα θέλημα, μία μόνο ενέργεια, μία μόνο δύναμη.
Κατ’ εικόνα της Αγάπης αυτής, η τήρηση της δεύτερης εντολής, “Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν” αποκαθιστά το ομοούσιο του ανθρώπινου γένους, το οποίο διασπάσθηκε από την αμαρτία. Πραγματοποιημένη στην έσχατη τελειότητά της η εντολή αυτή αποδεικνεύει ότι ο Άνθρωπος είναι Ένας, κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος: μοναδικός στην ουσία του, πολλαπλό στις υποστάσεις του. Όταν κάθε ανθρώπινη υπόσταση, παραμένοντας στην πληρότητα της ομοουσίου ενότητας, γίνεται φορέας όλης της ανθρώπινης υπάρξεως, καθίσταται δυναμικά ίση προς όλη την ανθρωπότητα, κατ’ εικόνα του Χριστού, του τελείου Ανθρώπου, που περιλαμβάνει στον Εαυτό Του όλο τον Άνθρωπο.
Έτσι, στην οδό της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, στην οδό της Εκκλησίας, προβάλλει το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, όχι με τρόπο αφηρημένο ή ορθολογιστικό, αλλά σε αυτήν την ίδια την ύπαρξη. Δεν υπάρχει καμία άλλη οδός.
Ενώπιον αυτής της Αποκαλύψεως η Εκκλησία ψάλλει τον θαυμασμό της: “Ξένης ρήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι της Αγίας Τριάδος”.
Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ – Άσκηση και Θεωρία, εκδ.: Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας.
πηγή: http://imverias.blogspot.gr/
https://simeiakairwn.wordpress.com