Τέλος ομιλίας του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Τί διδασκόμεθα; Πρῶτα – πρῶτα· νὰ κρατήσουμε τὴν πίστι μας.
Ἂν ἡ ἁγία Εἰρήνη ἔμεινε πιστὴ μέσα σὲ τόσα μαρτύρια,
πολὺ περισσότερο
ἐμεῖς σήμερα, ποὺ κανείς δὲν μᾶς ἀπειλεῖ. Ἐλεύθερες εἶνε τώρα οἱ
ἐκκλησιὲς καὶ χτυποῦν οἱ καμπάνες, ἐλεύθερα κινοῦνται οἱ ἱερεῖς μας καὶ
τελοῦν τὰ μυστήρια. Νὰ μείνουμε λοιπὸν ῥιζωμένοι στὴν πίστι μας.
Καὶ τὸ ἄλλο ποὺ διδασκόμεθα εἶνε, ὅτι ἡ γυναίκα ἔχει ἀξία. Δῶστε μου μιὰ γυναῖκα σὰν τὴν ἁγία Εἰρήνη, νὰ πέσω νὰ τὴν προσκυνήσω.
Μιὰ γυναίκα ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἑκατὸ
δασκάλους, ἀπὸ ἑκατὸ παπᾶδες καὶ ἑκατὸ δεσποτάδες. Χαρὰ στὸν κόσμο, ὅταν
ὑπάρχουν γυναῖκες πιστές. Ὄχι γυναῖκες ποὺ τρέχουν σὲ κέντρα
διασκεδάσεως καὶ χοροπηδοῦν καὶ πίνουν κ᾿ ἔχουν στὰ χείλη τὸ τσιγάρο καὶ
κάνουν ἔρωτες κι ἀλλάζουν τοὺς ἄντρες σὰν τὶς ρόμπες τους, ὄχι γυναῖκες
τῆς μόδας καὶ τῆς ἀσωτίας. Δῶστε μου γυναῖκες σὰν τὴν ἁγία Εἰρήνη.
Μεγάλο πρᾶγμα ἡ Χριστιανὴ γυναίκα.
Θέλετε παράδειγμα; Ἤμουν στὴν Ἀθήνα καὶ μὲ πλησίασε κάποιος. Μοῦ
λέει· ―Πάτερ, ἐγὼ ἤμουν ἄθεος, δὲν πίστευα τίποτα. Πήγαινα στὶς
ταβέρνες, ἔπαιζα χαρτιά, ὅλες τὶς ἀτιμίες ἔκανα. Ἐκκλησία δὲν πατοῦσα,
ποτέ δὲν ἐξωμολογήθηκα, τὸ Χριστὸ βλαστημοῦσα, ἀνθρώπους χτυποῦσα, ἕνας
ἄγριος ἤμουνα· πῆγα φυλακή, πῆγα ἐξορία… Ποιός μὲ ἄλλαξε; Λέω· ―Κανένας
παπᾶς; ―Ὄχι. ―Κανένας δεσπότης; ―Ὄχι. ―Κανένας θεολόγος; ―Ὄχι. ―Κανένα
θαῦμα; ―Ὄχι. Ἡ γυναίκα μου, πάτερ!… Ἡ σύζυγός του, μιὰ εὐλαβὴς γυναίκα,
τὸν ὑπέφερε δέκα χρόνια μὲ ἀγάπη, μὲ ὑπομονή, μὲ πραότητα· αὐτὴ τὸν
ἄλλαξε καὶ φύτευσε μέσ᾿ στὴν καρδιά του τὴν πίστι.
Ὦ γυναῖκες! Ἔχετε στὰ χέρια σας
τεραστία δύναμι. Νὰ τὴ χρησιμοποιήσετε ἐπ᾿ ἀγαθῷ. Καὶ εὔχομαι ὅλες,
μικρὲς καὶ μεγάλες, νὰ γίνετε σὰν τὴν ἁγία Εἰρήνη, νὰ γίνετε ἄγγελοι,
μέσα σ᾿ ἕνα κόσμο ποὺ δαιμονίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καθεμιὰ ἂς προσπαθήσῃ νὰ μιμηθῇ τὸ παράδειγμα τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγίας Εἰρήνης.