Κάποιος
γέρο – Ασκητής πήγε κάποτε σε μια πόλη να πουλήσει το εργόχειρό του.
Συμπτωματικά εκάθισε έξω απ΄ την πόρτα ενός πλουσίου, ο οποίος μέσα στο σπίτι ψυχορραγούσε.
Συμπτωματικά εκάθισε έξω απ΄ την πόρτα ενός πλουσίου, ο οποίος μέσα στο σπίτι ψυχορραγούσε.
Ξάφνου
βλέπει ο Γέροντας κάτι ανθρώπους μαύρους και φοβερούς, οι οποίοι ήταν πάνω σε
μαύρα επίσης άλογα και κρατούσαν φλογισμένες ράβδους.
Μόλις
έφτασαν στη πόρτα, ξεπέζευσαν και μπήκαν ορμητικοί στο σπίτι. Όταν τους είδε ο άρρωστος
πλούσιος, άρχισε να φωνάζει δυνατά : «Κύριε, ελέησέ με και βιήθησέ με!».
Τότε
του λέγουν εκείνοι οι μαύροι : «Τώρα που
ο ήλιος εβασίλευσε θυμήθηκες το Θεό ; Γιατί δεν Τον αναζήτησες όταν έλαμπε η μέρα
; Τώρα δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, ούτε παρηγοριά!».
Και
λέγοντας αυτά του απέσπασαν βίαια την ψυχή και έφυγαν…
ΠΗΓΗ
: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ, εκδ.
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σ. 173.