Μανδαλίδης Γιάννης
Εμμεση
απάντηση στα δημοσιεύματα αμερικανικών εφημερίδων για μυστική
υποστήριξη της Αγκυρας προς τους τζιχαντιστές επιχείρησε να δώσει ο
Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Μέσω διαρροών από το περιβάλλον του προς τον τουρκικό Τύπο, ο Ερντογάν υποστηρίζει ότι η επίθεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης οφείλεται στην άρνησή του να παραχωρήσει στις ΗΠΑ τη χρήση της βάσης του Ιντζιρλίκ και τη μη υπογραφή εκ μέρους της Τουρκίας του κοινού ανακοινωθέντος της Τζέντα, για τη δημιουργία διεθνούς συμμαχίας υπό των ΗΠΑ κατά του «Ισλαμικού Κράτους».
Σύμφωνα με τουρκικά δημοσιεύματα, κατά τις επισκέψεις των αμερικανών υπουργών Αμυνας, Τσακ Χάγκελ, αρχικά, και Εξωτερικών, Τζον Κέρι, λίγες ημέρες αργότερα, ασκήθηκαν πιέσεις στην Αγκυρα για παραχώρηση του Ιντζιρλίκ.
Η απάντηση της Τουρκίας φέρεται να ήταν αρνητική. Στη συνέχεια οι ΗΠΑ έγιναν αποδέκτες και της δεύτερης τουρκικής άρνησης στην Τζέντα, με αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζονται κύκλοι προσκείμενοι στον Ερντογάν, η αμερικανική δυσαρέσκεια να εμφανιστεί μέσω των κατευθυνόμενων δημοσιευμάτων σε μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες.
Ένα από αυτά ήταν και το δημοσίευμα στους New York Times, το οποίο προκάλεσε και την οργίλη αντίδραση του Ερντογάν, καθώς η φωτογραφία του συνόδευε ρεπορτάζ για τη στρατολόγηση μελών του «Ισλαμικού Κράτους» στην Τουρκία. Σε αυτήν ο Τούρκος πρωθυπουργός εμφανιζόταν να βγαίνει από το τέμενος «Χατζί Μπαϊράμ» της Αγκυρας, συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό, Αχμέτ Νταβούτογλου. Η ομώνυμη συνοικία του «Χατζί Μπαϊράμ» φέρεται, σύμφωνα με το κείμενο των Times, να αποτελεί βάση των τζιχαντιστών στην Τουρκία. Ο Ερντογάν εξαπέλυσε μύδρους κατά της εφημερίδας, η οποία απέσυρε μεν τη φωτογραφία, όχι όμως και το ρεπορτάζ της, το οποίο υπερασπίστηκε.
Εξίσου, αν όχι περισσότερο, επικριτική ήταν και η Wall Street Journal, που δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Η Αγκυρα δεν είναι πλέον σύμμαχος των ΗΠΑ» και ζήτησε τη μεταφορά της βάσης του Ιντζιρλίκ στα κουρδικά εδάφη του βορείου Ιράκ.
Πηγές προσκείμενες στον Τούρκο πρόεδρο, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την αμερικανική ενόχληση, επέμειναν να τονίζουν τις τουρκικές ευαισθησίες, όσον αφορά την ασφάλεια των 49 τούρκων ομήρων που κρατά στα χέρια του το «Ισλαμικό Κράτος», συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού του τουρκικού προξενείου στη Μοσούλη και των οικογενειών τους. Ο ίδιος ο Ερντογάν φέρεται να ενημέρωσε τον Μπαράκ Ομπάμα, κατά τη διάρκεια της Συνόδου του ΝΑΤΟ στην Ουαλία, ότι προτεραιότητα της Τουρκίας είναι οι όμηροι και για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται η δημοσιότητα γύρω από το θέμα. Όπως έλεγαν, προτεραιότητα της Ουάσινγκτον είναι να στείλει μήνυμα στην αμερικανική κοινή γνώμη περί αποτελεσματικής αντιμετώπισης των τζιχαντιστών, αδιαφορώντας για τις ζωές των ομήρων.
Εξάλλου, πέραν από τους ομήρους, η σουνιτική πλειοψηφία εντός της Τουρκίας, με ισχυρή την επιρροή ακραίων ισλαμιστών, δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί από την κυβέρνηση Νταβούτογλου, που προσβλέπει στη θρησκευόμενη βάση της.
Ο Ιλνούρ Τσεβίκ, έμπειρος δημοσιογράφος, με μακρά θητεία στο πολιτικό και διπλωματικό ρεπορτάζ, σε άρθρό του την Παρασκευή στη φιλοκυβερνητική Sabah ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικός για την τουρκική στάση:
«Όταν η Τουρκία θα συνεργαστεί με τη Δύση για να εκδιώξει το Ισλαμικό Κράτος θα υπογράψει τη θανατική καταδίκη των πολιτών της. Ποια κυβέρνηση θα έκανε αυτό; [...] Η Τουρκία θέλει ένα σαφή οδικό χάρτη για το πώς οι συμμαχικές δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν το ΙΚ. Δεν θέλει ένα πρόχειρο σχέδιο που θα επιφέρει μεν πλήγμα στο ΙΚ, αλλά θα αποτύχει να αποτελειώσει τους εξτρεμιστές. Δεν θέλει να αποτελέσει μέρος μίας ημιτελούς δράσης, όπως συνέβη σε πολλά άλλα μέρη, όπου η συμμαχία απέτυχε τελικά και ο καθένας επέστρεψε στο σπίτι του αφήνοντας μας πίσω αντιμέτωπους με τους εξτρεμιστές... Για παράδειγμα, κοιτάξτε τι έγινε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν».
BHMA
http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2014/09
Μέσω διαρροών από το περιβάλλον του προς τον τουρκικό Τύπο, ο Ερντογάν υποστηρίζει ότι η επίθεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης οφείλεται στην άρνησή του να παραχωρήσει στις ΗΠΑ τη χρήση της βάσης του Ιντζιρλίκ και τη μη υπογραφή εκ μέρους της Τουρκίας του κοινού ανακοινωθέντος της Τζέντα, για τη δημιουργία διεθνούς συμμαχίας υπό των ΗΠΑ κατά του «Ισλαμικού Κράτους».
Σύμφωνα με τουρκικά δημοσιεύματα, κατά τις επισκέψεις των αμερικανών υπουργών Αμυνας, Τσακ Χάγκελ, αρχικά, και Εξωτερικών, Τζον Κέρι, λίγες ημέρες αργότερα, ασκήθηκαν πιέσεις στην Αγκυρα για παραχώρηση του Ιντζιρλίκ.
Η απάντηση της Τουρκίας φέρεται να ήταν αρνητική. Στη συνέχεια οι ΗΠΑ έγιναν αποδέκτες και της δεύτερης τουρκικής άρνησης στην Τζέντα, με αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζονται κύκλοι προσκείμενοι στον Ερντογάν, η αμερικανική δυσαρέσκεια να εμφανιστεί μέσω των κατευθυνόμενων δημοσιευμάτων σε μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες.
Ένα από αυτά ήταν και το δημοσίευμα στους New York Times, το οποίο προκάλεσε και την οργίλη αντίδραση του Ερντογάν, καθώς η φωτογραφία του συνόδευε ρεπορτάζ για τη στρατολόγηση μελών του «Ισλαμικού Κράτους» στην Τουρκία. Σε αυτήν ο Τούρκος πρωθυπουργός εμφανιζόταν να βγαίνει από το τέμενος «Χατζί Μπαϊράμ» της Αγκυρας, συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό, Αχμέτ Νταβούτογλου. Η ομώνυμη συνοικία του «Χατζί Μπαϊράμ» φέρεται, σύμφωνα με το κείμενο των Times, να αποτελεί βάση των τζιχαντιστών στην Τουρκία. Ο Ερντογάν εξαπέλυσε μύδρους κατά της εφημερίδας, η οποία απέσυρε μεν τη φωτογραφία, όχι όμως και το ρεπορτάζ της, το οποίο υπερασπίστηκε.
Εξίσου, αν όχι περισσότερο, επικριτική ήταν και η Wall Street Journal, που δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Η Αγκυρα δεν είναι πλέον σύμμαχος των ΗΠΑ» και ζήτησε τη μεταφορά της βάσης του Ιντζιρλίκ στα κουρδικά εδάφη του βορείου Ιράκ.
Πηγές προσκείμενες στον Τούρκο πρόεδρο, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την αμερικανική ενόχληση, επέμειναν να τονίζουν τις τουρκικές ευαισθησίες, όσον αφορά την ασφάλεια των 49 τούρκων ομήρων που κρατά στα χέρια του το «Ισλαμικό Κράτος», συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού του τουρκικού προξενείου στη Μοσούλη και των οικογενειών τους. Ο ίδιος ο Ερντογάν φέρεται να ενημέρωσε τον Μπαράκ Ομπάμα, κατά τη διάρκεια της Συνόδου του ΝΑΤΟ στην Ουαλία, ότι προτεραιότητα της Τουρκίας είναι οι όμηροι και για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποφεύγεται η δημοσιότητα γύρω από το θέμα. Όπως έλεγαν, προτεραιότητα της Ουάσινγκτον είναι να στείλει μήνυμα στην αμερικανική κοινή γνώμη περί αποτελεσματικής αντιμετώπισης των τζιχαντιστών, αδιαφορώντας για τις ζωές των ομήρων.
Εξάλλου, πέραν από τους ομήρους, η σουνιτική πλειοψηφία εντός της Τουρκίας, με ισχυρή την επιρροή ακραίων ισλαμιστών, δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί από την κυβέρνηση Νταβούτογλου, που προσβλέπει στη θρησκευόμενη βάση της.
Ο Ιλνούρ Τσεβίκ, έμπειρος δημοσιογράφος, με μακρά θητεία στο πολιτικό και διπλωματικό ρεπορτάζ, σε άρθρό του την Παρασκευή στη φιλοκυβερνητική Sabah ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικός για την τουρκική στάση:
«Όταν η Τουρκία θα συνεργαστεί με τη Δύση για να εκδιώξει το Ισλαμικό Κράτος θα υπογράψει τη θανατική καταδίκη των πολιτών της. Ποια κυβέρνηση θα έκανε αυτό; [...] Η Τουρκία θέλει ένα σαφή οδικό χάρτη για το πώς οι συμμαχικές δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν το ΙΚ. Δεν θέλει ένα πρόχειρο σχέδιο που θα επιφέρει μεν πλήγμα στο ΙΚ, αλλά θα αποτύχει να αποτελειώσει τους εξτρεμιστές. Δεν θέλει να αποτελέσει μέρος μίας ημιτελούς δράσης, όπως συνέβη σε πολλά άλλα μέρη, όπου η συμμαχία απέτυχε τελικά και ο καθένας επέστρεψε στο σπίτι του αφήνοντας μας πίσω αντιμέτωπους με τους εξτρεμιστές... Για παράδειγμα, κοιτάξτε τι έγινε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν».
BHMA
http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2014/09