Του Φώτη Βαρέλη.
Το άλογο είναι στενός συγγενής του μουλαριού και του γαΐδάρου διαφέρει όμως σε χαρακτήρα πολύ και από τα δυό, γιατί η σχέση του με τον άνθρωπο πήρε πολύ διαφορετικό δρόμο. .
Πράγματι το άλογο, εξ αίτιας της ομορφιάς του και της γρηγοράδας του, εξυπηρέτησε τον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί όχι τόσο στις ανάγκες της καθημερινής ζωής, όσο και στις μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις του και στις ώρες των πολέμων, εκεί δηλαδή πού εκφράζεται ή φιλοδοξία του και η παλληκαριά του. Σ΄ αυτό το σημείο ξεχωρίζει, κι΄εγινε το ευνοούμενο τετράποδο του ανθρώπου. Έτσι κι’ ο
χαρακτήρας του πήρε κάτι το χαϊδεμένο και πεισματάρικο, κάτι το ματαιόδοξο και παιχνιδιάρικο σαν την όμορφη κοπέλλα πού ΄ναι πλούσια, μοναχοκόρη και ναζιάρα.
Ευκίνητο, σελλάτο, με ζωντανή γραμμή από το υψωμένο κεφάλι ως τα λιγερά καπούλια, με την πλούσια χαίτη σαν τα πλούσια μαλλιά όμορφης αμαζόνας, με σπαθάτα πόδια και μέση δακτυλίδι, έδινε βάθρο υψηλοφροσύνης, κι΄ έδωσε στους ιππότες φτερά να νιώθουν άρχοντες, και στους πολεμιστές της ερήμου να χάνονται σαν χελιδόνια στις απέραντες εκτάσεις. Γνωστός στην ιστορία ο Βουκεφάλας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μπήκε λοιπόν το άλογο στην αριστοκρατία των ζώων και έτσι πέρασε στην ιστορία, στην τέχνη και στην ποίηση. Ο Έλληνας το θεώρησε κρίμα που δεν έχει μιλιά, κι΄από ίππο το ονόμασε άλογο. Όπου, στον πόλεμο βρέθηκε στο ίδιο τάγμα με τον γάϊδαρο, αυτός κουβαλούσε το κάρρο, εκείνο σήκωνε τον πολεμιστή κι ’ έμπαινε καμαρωτό στην πρώτη γραμμή. Εκεί έδειξε όλο του το χαρακτήρα. Έσκαψε το χώμα με το μπροστινό πόδι, ανυπόμονο για την επίθεση, χλιμίντρισε σήκωσε το κεφάλι ψηλά, λύγισε σαν σαΐτα κι’ ώρμησε μεταβάλλοντας το χτυποκάρδι της δειλίας και της αγωνίας σε αποφασιστική αντρειοσύνη. Κι ΄όταν έπεσε πληγωμένο δίπλα στο γάϊδαρο, δεν έπαψε να δίνει σ ΄ολο του το σώμα της ψυχής του τον παλμό, από τον πόνο ως την ελπίδα να ξανασηκωθεί, την ώρα πού εκείνος έμεινε το ίδιο αμίλητος κι΄ακίνητος, σηκώνοντας το βάρος της ανάγκης ή του παραλογισμού των περιστάσεων. Κι ΄ο αφέντης πού τα είδε δίπλα – δίπλα πληγωμένα, σήκωσε το ντουφέκι του κι΄εδωσε τη χαριστική βολή μόνο στο άλογο, ξεχνώντας ότι ο γάϊδαρος υποφέρει με το δικό του φιλοσοφημένο πόνο. Μπορεί το άλογο να μην είναι τόσο γενναίο, όσο το νομίζουμε. Συνεπαίρνεται όμως από την ίδια του την αλαζονεία, από την ίδια του την ομορφιά και ευκινησία πού είναι το ίδιο μεγάλη στο σώμα και στην ψυχή. Δεν αποκλείεται να είναι δειλό ζώο. , Χαρακτηρίζεται όμως από εκείνο πού κάμνει. Και το κάμνει και για τον εαυτό του και για τον άνθρωπο που τα συναισθήματά τους είναι αμοιβαία. Αγαπιέται και αγαπά. Έτσι προσδιορίζει τον χαρακτήρα του. Ο γάϊδαρος δεν μιλά, δέν δείχνει εκδήλωση άλλη από εκείνη του σκεπτικισμού, γιατί ίσως άπ’ τά χρόνια της προϊστορίας του έμαθε να υπακούει στον νόμο της ανάγκης. Έτσι δεν ζητά το δίκιο του. Υπομένει, και με την υπομονή βρίσκει τρόπο να ζήσει. Βρίσκει την ελευθερία του στην αυτοπερισυλλογή του. Στρέφεται στον εαυτό του και γυρεύει βαθειά μέσα του την αλήθεια, αυτοβυθίζεται και ίσως ευτυχεί. Το άλογο αντίθετα κινείται, ζητά, επιμένει, δειλιάζει, αγωνία, πέρνα από το ένα συναίσθημα στο άλλο, σύμφωνα με τις εναλλαγές της ψυχικής κατάστασης του καβαλλάρη του πού το οδηγεί και οδηγιέται. Έτσι μες
τον θόρυβο της μάχης, ή τον θρίαμβο της παρέλασης, γίνεται σύμβολο μεγαλείου και δόξας ή στην κακή έκβαση, μάρτυρας και ήρωας θυσίας. Από εδώ μπορούμε να βγάλουμε το φιλοσοφικό δίδαγμα της ζωής. Η παλληκαριά δεν είναι τίποτε άλλο από τη φωνή της ζωής και της ελευθερίας της βούλησής μας πού σαν αστραπή και βροντή και βροχή, σαν διαρκής ροή φαινομένων, δίνει την βλάστηση και την καταστροφή, την τρικυμία και την γαλήνη, τον θόρυβο της κίνησης, πού, αν δεν είναι προς τα εμπρός, είναι όμως κίνηση προς την ποίηση και την δημιουργία, της ζωής και του κύκλου προς τον θάνατο και τ΄ αντίθετο. Η δειλία και η ματαιοδοξία εναλλάσσεται με την Αγωνία και την φιλοδοξία, κι΄ αδερφώνεται με το τραγικό, το μεγαλειώδες, το φρικτό και το γενναίο. Ο αυταρχισμός κι’ ο εγωισμός γίνονται σίγουρα στοιχεία σύνθεσης πράξεων γεννοφροσύνης, όταν γρήγορα μιλήσει ο ανθρωπισμός κι ΄ ο πόνος για το μερίδιο πού ανήκει στη ζωή των ανθρώπων και των ζώων. Έτσι σιγά – σιγά με τον πολιτισμό από την αιώνια ανησυχία του νου, συνδέεται ο τωρινός άνθρωπος με τον αιώνιο. Πλάθεται το δράμα, πού είναι ο βασικός πυρήνας της καλλιέργειας της ζωής μας.
Να λοιπόν πού το άλογο κάνει φτερά και γίνεται Πήγασος. Ο σκεπτικιστής γάιδαρος, βέβαια, ίσως δεν το παραδέχεται αυτό. Συγγνώμην, όχι δεν το παραδέχεται, γιατί ούτε καν το συζητά, αλλά δεν θέλει να ασχολήται, γιατί άλλη τροπή πήρε κι’ ο σκοπός του και το σώμα του, κ’ η ψυχή του, και κατά συνέπειαν κι΄ο τρόπος πού πρέπει να σκέπτεται για να ευτυχήσει. Σ΄ αυτό πρέπει να συμφωνήσουμε κι΄εμείς που τα εκμεταλλευόμαστε αυτά τα τετράποδα άλογα ζώα. Δεν ξέρουμε ποιος θα΄ταν ο χαρακτήρας του αλόγου, αν έλειπε ο άνθρωπος. Θα ΄θελε άραγε να τρέχει με τέτοιο πείσμα και τόση άμιλλα, αν έλειπαν οι αρματοδρομίες κ΄οι πόλεμοι και ζούσε μαζί με την αγέλη στο βουνό έχοντας μόνο τον φόβο του λιονταριού ή της τίγρης; Ή θά ΄βοσκε μαζί με τον γαϊδαρο και το μουλάρι με μόνη χαρά και ευτυχία το αλληλοταίριασμα των ενστίκτων και των παιχνιδιών τους, οπότε θα΄σβηνε η συνέχεια της εξέλιξης ενός τέτοιου χαρακτήρα του; Κι΄ ενα άλλο. Ο ιππότης με τ ΄αλογο δεν θα υπήρχε. Εκείνος πεζός, ξαρματωμένος απ΄ το ιπποτικό του μεγαλείο, κι΄εκείνο χωρίς ιππότη επάνω του θα ΄ ταν γυμνό. Δεν το βλέπετε; Το ίδιο το όνομα το φωνάζει, γιατί ο ίππος δημιούργησε τον γίγαντα αυτόν του Μεσαίωνα, και στην συνέχεια, τον εξαίρετο ευγενή στις πράξεις του, που γέμισε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες με τον ιπποτισμό, τον Cavaliero, ή Chevolier, που είχε αρχίσει απ΄την αρχαία Ελλάδα με την τάξη των ιππέων. Έχει δίκιο, λοιπόν, το άλογο να περηφανεύεται, κι΄ εχουμε δίκαιο κι ΄εμείς να το πλένουμε, να το χτενίζουμε, να το χαϊδεύουμε και να το στολίζουμε. Μαζί του γενήκαμε περήφανοι πολλά χρόνια τώρα κι΄ εγράψε ιστορία πολλή. Δεν ξέρουμε μονάχα τι ρόλο θα παίξουν τα σύγχρονα μέσα του πολιτισμού, τ΄ αυτοκίνητα, οι πύραυλοι, τ΄ αεροπλάνα, σ΄ αυτό το τετράποδο και στον χαρακτήρα του. Να προαισθάνεται άραγε κάποια παρακμή, κάποια αλλαγή συμπεριφοράς του ανθρώπου απέναντί του; Θ ΄αρχίσουν να παρουσιάζονται κάποια σημεία σκεπτικισμού και σ΄αυτό το τετράποδο, πράγμα που θα κάμει το γάϊδαρο να υψώσει κάποιο ανάστημα, γιατί χρόνια του τά ΄λεγε του ίππου κι΄αυτός δεν τον καταλάβαινε! Ξέρετε τι του είπε μια μέρα ο γάϊδαρος ; Τι κι΄αν μετρούν οι άνθρωποι την δύναμη των αυτοκινήτων τους με άλογα; Δε βλέπεις; Και τα ηλεκτρικά φώτα με κεριά τα μετρούν. Αυτό θα μείνει απ ΄την ιστορία σου. Κι ΄ ύστερα θα ΄ ρθεις κοντά μου και θα σκέφτεσαι, σαν κι’ εμένα, ταπεινά . Αυτή είναι η μοίρα μας, να μείνουμε ζώα τετράποδα, παιχνίδι αυτών των διπόδων. – Πάψε γρουσούζη και κοίταξε το σαμάρι που δε σ΄αφήνει ούτε να κυλισθής , γρύλλισε το άλογο κι΄εμεινε στητό, κοιτώντας μακρυά.
πηγή
Το άλογο είναι στενός συγγενής του μουλαριού και του γαΐδάρου διαφέρει όμως σε χαρακτήρα πολύ και από τα δυό, γιατί η σχέση του με τον άνθρωπο πήρε πολύ διαφορετικό δρόμο. .
Πράγματι το άλογο, εξ αίτιας της ομορφιάς του και της γρηγοράδας του, εξυπηρέτησε τον άνθρωπο και τον εξυπηρετεί όχι τόσο στις ανάγκες της καθημερινής ζωής, όσο και στις μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις του και στις ώρες των πολέμων, εκεί δηλαδή πού εκφράζεται ή φιλοδοξία του και η παλληκαριά του. Σ΄ αυτό το σημείο ξεχωρίζει, κι΄εγινε το ευνοούμενο τετράποδο του ανθρώπου. Έτσι κι’ ο
χαρακτήρας του πήρε κάτι το χαϊδεμένο και πεισματάρικο, κάτι το ματαιόδοξο και παιχνιδιάρικο σαν την όμορφη κοπέλλα πού ΄ναι πλούσια, μοναχοκόρη και ναζιάρα.
Ευκίνητο, σελλάτο, με ζωντανή γραμμή από το υψωμένο κεφάλι ως τα λιγερά καπούλια, με την πλούσια χαίτη σαν τα πλούσια μαλλιά όμορφης αμαζόνας, με σπαθάτα πόδια και μέση δακτυλίδι, έδινε βάθρο υψηλοφροσύνης, κι΄ έδωσε στους ιππότες φτερά να νιώθουν άρχοντες, και στους πολεμιστές της ερήμου να χάνονται σαν χελιδόνια στις απέραντες εκτάσεις. Γνωστός στην ιστορία ο Βουκεφάλας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μπήκε λοιπόν το άλογο στην αριστοκρατία των ζώων και έτσι πέρασε στην ιστορία, στην τέχνη και στην ποίηση. Ο Έλληνας το θεώρησε κρίμα που δεν έχει μιλιά, κι΄από ίππο το ονόμασε άλογο. Όπου, στον πόλεμο βρέθηκε στο ίδιο τάγμα με τον γάϊδαρο, αυτός κουβαλούσε το κάρρο, εκείνο σήκωνε τον πολεμιστή κι ’ έμπαινε καμαρωτό στην πρώτη γραμμή. Εκεί έδειξε όλο του το χαρακτήρα. Έσκαψε το χώμα με το μπροστινό πόδι, ανυπόμονο για την επίθεση, χλιμίντρισε σήκωσε το κεφάλι ψηλά, λύγισε σαν σαΐτα κι’ ώρμησε μεταβάλλοντας το χτυποκάρδι της δειλίας και της αγωνίας σε αποφασιστική αντρειοσύνη. Κι ΄όταν έπεσε πληγωμένο δίπλα στο γάϊδαρο, δεν έπαψε να δίνει σ ΄ολο του το σώμα της ψυχής του τον παλμό, από τον πόνο ως την ελπίδα να ξανασηκωθεί, την ώρα πού εκείνος έμεινε το ίδιο αμίλητος κι΄ακίνητος, σηκώνοντας το βάρος της ανάγκης ή του παραλογισμού των περιστάσεων. Κι ΄ο αφέντης πού τα είδε δίπλα – δίπλα πληγωμένα, σήκωσε το ντουφέκι του κι΄εδωσε τη χαριστική βολή μόνο στο άλογο, ξεχνώντας ότι ο γάϊδαρος υποφέρει με το δικό του φιλοσοφημένο πόνο. Μπορεί το άλογο να μην είναι τόσο γενναίο, όσο το νομίζουμε. Συνεπαίρνεται όμως από την ίδια του την αλαζονεία, από την ίδια του την ομορφιά και ευκινησία πού είναι το ίδιο μεγάλη στο σώμα και στην ψυχή. Δεν αποκλείεται να είναι δειλό ζώο. , Χαρακτηρίζεται όμως από εκείνο πού κάμνει. Και το κάμνει και για τον εαυτό του και για τον άνθρωπο που τα συναισθήματά τους είναι αμοιβαία. Αγαπιέται και αγαπά. Έτσι προσδιορίζει τον χαρακτήρα του. Ο γάϊδαρος δεν μιλά, δέν δείχνει εκδήλωση άλλη από εκείνη του σκεπτικισμού, γιατί ίσως άπ’ τά χρόνια της προϊστορίας του έμαθε να υπακούει στον νόμο της ανάγκης. Έτσι δεν ζητά το δίκιο του. Υπομένει, και με την υπομονή βρίσκει τρόπο να ζήσει. Βρίσκει την ελευθερία του στην αυτοπερισυλλογή του. Στρέφεται στον εαυτό του και γυρεύει βαθειά μέσα του την αλήθεια, αυτοβυθίζεται και ίσως ευτυχεί. Το άλογο αντίθετα κινείται, ζητά, επιμένει, δειλιάζει, αγωνία, πέρνα από το ένα συναίσθημα στο άλλο, σύμφωνα με τις εναλλαγές της ψυχικής κατάστασης του καβαλλάρη του πού το οδηγεί και οδηγιέται. Έτσι μες
τον θόρυβο της μάχης, ή τον θρίαμβο της παρέλασης, γίνεται σύμβολο μεγαλείου και δόξας ή στην κακή έκβαση, μάρτυρας και ήρωας θυσίας. Από εδώ μπορούμε να βγάλουμε το φιλοσοφικό δίδαγμα της ζωής. Η παλληκαριά δεν είναι τίποτε άλλο από τη φωνή της ζωής και της ελευθερίας της βούλησής μας πού σαν αστραπή και βροντή και βροχή, σαν διαρκής ροή φαινομένων, δίνει την βλάστηση και την καταστροφή, την τρικυμία και την γαλήνη, τον θόρυβο της κίνησης, πού, αν δεν είναι προς τα εμπρός, είναι όμως κίνηση προς την ποίηση και την δημιουργία, της ζωής και του κύκλου προς τον θάνατο και τ΄ αντίθετο. Η δειλία και η ματαιοδοξία εναλλάσσεται με την Αγωνία και την φιλοδοξία, κι΄ αδερφώνεται με το τραγικό, το μεγαλειώδες, το φρικτό και το γενναίο. Ο αυταρχισμός κι’ ο εγωισμός γίνονται σίγουρα στοιχεία σύνθεσης πράξεων γεννοφροσύνης, όταν γρήγορα μιλήσει ο ανθρωπισμός κι ΄ ο πόνος για το μερίδιο πού ανήκει στη ζωή των ανθρώπων και των ζώων. Έτσι σιγά – σιγά με τον πολιτισμό από την αιώνια ανησυχία του νου, συνδέεται ο τωρινός άνθρωπος με τον αιώνιο. Πλάθεται το δράμα, πού είναι ο βασικός πυρήνας της καλλιέργειας της ζωής μας.
Να λοιπόν πού το άλογο κάνει φτερά και γίνεται Πήγασος. Ο σκεπτικιστής γάιδαρος, βέβαια, ίσως δεν το παραδέχεται αυτό. Συγγνώμην, όχι δεν το παραδέχεται, γιατί ούτε καν το συζητά, αλλά δεν θέλει να ασχολήται, γιατί άλλη τροπή πήρε κι’ ο σκοπός του και το σώμα του, κ’ η ψυχή του, και κατά συνέπειαν κι΄ο τρόπος πού πρέπει να σκέπτεται για να ευτυχήσει. Σ΄ αυτό πρέπει να συμφωνήσουμε κι΄εμείς που τα εκμεταλλευόμαστε αυτά τα τετράποδα άλογα ζώα. Δεν ξέρουμε ποιος θα΄ταν ο χαρακτήρας του αλόγου, αν έλειπε ο άνθρωπος. Θα ΄θελε άραγε να τρέχει με τέτοιο πείσμα και τόση άμιλλα, αν έλειπαν οι αρματοδρομίες κ΄οι πόλεμοι και ζούσε μαζί με την αγέλη στο βουνό έχοντας μόνο τον φόβο του λιονταριού ή της τίγρης; Ή θά ΄βοσκε μαζί με τον γαϊδαρο και το μουλάρι με μόνη χαρά και ευτυχία το αλληλοταίριασμα των ενστίκτων και των παιχνιδιών τους, οπότε θα΄σβηνε η συνέχεια της εξέλιξης ενός τέτοιου χαρακτήρα του; Κι΄ ενα άλλο. Ο ιππότης με τ ΄αλογο δεν θα υπήρχε. Εκείνος πεζός, ξαρματωμένος απ΄ το ιπποτικό του μεγαλείο, κι΄εκείνο χωρίς ιππότη επάνω του θα ΄ ταν γυμνό. Δεν το βλέπετε; Το ίδιο το όνομα το φωνάζει, γιατί ο ίππος δημιούργησε τον γίγαντα αυτόν του Μεσαίωνα, και στην συνέχεια, τον εξαίρετο ευγενή στις πράξεις του, που γέμισε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες με τον ιπποτισμό, τον Cavaliero, ή Chevolier, που είχε αρχίσει απ΄την αρχαία Ελλάδα με την τάξη των ιππέων. Έχει δίκιο, λοιπόν, το άλογο να περηφανεύεται, κι΄ εχουμε δίκαιο κι ΄εμείς να το πλένουμε, να το χτενίζουμε, να το χαϊδεύουμε και να το στολίζουμε. Μαζί του γενήκαμε περήφανοι πολλά χρόνια τώρα κι΄ εγράψε ιστορία πολλή. Δεν ξέρουμε μονάχα τι ρόλο θα παίξουν τα σύγχρονα μέσα του πολιτισμού, τ΄ αυτοκίνητα, οι πύραυλοι, τ΄ αεροπλάνα, σ΄ αυτό το τετράποδο και στον χαρακτήρα του. Να προαισθάνεται άραγε κάποια παρακμή, κάποια αλλαγή συμπεριφοράς του ανθρώπου απέναντί του; Θ ΄αρχίσουν να παρουσιάζονται κάποια σημεία σκεπτικισμού και σ΄αυτό το τετράποδο, πράγμα που θα κάμει το γάϊδαρο να υψώσει κάποιο ανάστημα, γιατί χρόνια του τά ΄λεγε του ίππου κι΄αυτός δεν τον καταλάβαινε! Ξέρετε τι του είπε μια μέρα ο γάϊδαρος ; Τι κι΄αν μετρούν οι άνθρωποι την δύναμη των αυτοκινήτων τους με άλογα; Δε βλέπεις; Και τα ηλεκτρικά φώτα με κεριά τα μετρούν. Αυτό θα μείνει απ ΄την ιστορία σου. Κι ΄ ύστερα θα ΄ ρθεις κοντά μου και θα σκέφτεσαι, σαν κι’ εμένα, ταπεινά . Αυτή είναι η μοίρα μας, να μείνουμε ζώα τετράποδα, παιχνίδι αυτών των διπόδων. – Πάψε γρουσούζη και κοίταξε το σαμάρι που δε σ΄αφήνει ούτε να κυλισθής , γρύλλισε το άλογο κι΄εμεινε στητό, κοιτώντας μακρυά.
πηγή