Πρόλογος
Κάποιοι, οι οποίοι ανήκουν σε «νέο-παγανιστικούς κύκλους»,
προσπαθούν να συνδέσουν την Θεία Αποκάλυψη περί της ενανθρώπισης και ελεύσεως
του Χριστού και του έργου Του, του Χριστιανικού Ευαγγελίου δηλαδή, με τον
αρχαιοελληνικό κόσμο, όπως αυτός εκφράζεται στην μονοθεϊστική του χροιά.
Συγχέουν σκόπιμα την θέση του «σπερματικού λόγου», που υποστήριξαν κάποιοι
αρχαίοι Χριστιανοί συγγραφείς, ο οποίος αναφέρεται στην πανανθρώπινη προσδοκία
ενός «Μεσσία» και στις επιμέρους αλήθειες που δόθηκαν σπερματικά στους
φιλόσοφους και στους διανοούμενους, με την αυθεντική Θεία Αποκάλυψη που έδωσε ο
Θεός στον λαό Ισραήλ αρχικά (στον Ιουδαϊσμό), και που συνεχίστηκε με την
φανέρωση του ίδιου του Χριστού και την σύσταση της ιστορικής Εκκλησίας Του το
33 μ Χ, η οποία αποτελείται πλέον από όλα τα έθνη.
Αυτό γίνεται με απώτερο σκοπό να συνδέσουν τον αληθινό Θεό
με το δωδεκάθεο, παρουσιάζοντας το δεύτερο ως αγγελικές οντότητες,
«προαγγέλους» του Χριστού. Είναι μεν οντότητες, όχι αγγελικές, αλλά δαιμονικές.
Θα τα δούμε αυτά παρακάτω, όταν θα γίνει λόγος ειδικός για τους αγίους που
επικαλούνται οι πρεσβευτές της θεωρίας των «Ολύμπιων».
Άραγε, που βρέθηκε στην διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως
εκφράζεται από την Πατερική Θεολογία και Παράδοση, ότι ανάμεσα στα τάγματα των
αγγέλων, υπάρχει και η τάξη των «Ολύμπιων»;
Η «προσδοκία των εθνών» (Γένεση 49: 9-10), δεν πηγάζει από
Θεία Αποκάλυψη κάποιων δήθεν «Ολύμπιων προαγγέλων» στον εθνικό κόσμο, αλλά από
πόθο και πανανθρώπινη ανάγκη, η οποία είναι κοινή στους ανθρώπους, της ελεύσεως
κάποιου που θα οδηγούσε τους ανθρώπους στην αλήθεια, δηλαδή στον Εαυτό του.
Άλλο πράγμα αυτό, και άλλο αυτό που επιχειρούν κάποιοι, να παραγκωνίσουν την
Παλαιά Διαθήκη, και να παρουσιάσουν δήθεν «αποκαλύψεις» αρχαιοελληνικές ως
ανώτερες του Προφητικού λόγου της Παλαιάς, και ισότιμες ακόμα και με την
Προφητεία του βιβλίου της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Αυτό, δεν το επιχείρησαν οι
χριστιανοί συγγραφείς, τους οποίους επικαλούνται προκειμένου να δώσουν κύρος στους
πλανεμένους ισχυρισμούς τους.
Όσα θα ακολουθήσουν σε συνέχειες επτά άρθρων, είναι η άποψή
μας, την οποία θα επιχειρήσουμε να την στηρίξουμε με αποδείξεις. Στο πρώτο, θα
δούμε λίγα πράγματα σχετικά με την θέση του «σπερματικού λόγου» και κατά πόσο
υιοθετήθηκε από την Εκκλησία. Στο δεύτερο, θα πούμε για τον στοχασμό και την
θεογνωσία. Το τρίτο, το οποίο είναι και η «καρδιά» του θέματος που
αναπτύσσουμε, θα έχει να κάνει με την θέση της επιστήμης απέναντι στους
«Σιβυλλικούς χρησμούς», ασχέτως τι θα ήθελαν κάποιοι να ισχύει. Στο τέταρτο, θα
προσπαθήσουμε να δείξουμε την θέση της Εκκλησίας απέναντι σε αυτούς τους
χρησμούς, δηλαδή το κατά πόσο ή όχι υιοθέτησε τα στοιχεία αυτά στην Ιερά
Παράδοσή της. Στα υπόλοιπα τρία άρθρα, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια
απάντηση- αυτή που θεωρούμε ορθή, αναφορικά με τον άγιο Ιουστίνο τον Μάρτυρα,
τον Κλήμη Αλεξανδρείας, τον Μ. Αθανάσιο, την αγία Αικατερίνη, και τον ιερό
Δαμασκηνό, πάντα σε συνάρτηση με την θεωρία των «Ολύμπιων προαγγέλων».
Εισαγωγή. Λίγα για τον «Σπερματικό λόγο».
Ο «σπερματικός λόγος», ήταν μία θέση που αναπτύχθηκε κυρίως
από τους πρώτους απολογητές κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, προς
απάντηση και υπεράσπιση του Χριστιανισμού. Κάτι που όμως έμεινε ως θέση
ορισμένων, χωρίς να υιοθετηθεί από την Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας. Και είναι
πολύ σημαντικό, πάντα να διακρίνουμε πότε κάτι είναι απλά μια θέση ή άποψη,
άσχετα κατά πόσο είναι σωστή ή λανθασμένη, και πότε είναι διδασκαλία και
φρόνημα της Εκκλησίας. Όταν κάτι είναι θέση του οποιουδήποτε εκκλησιαστικού
συγγραφέα, δεν εκφράζει οπωσδήποτε και την θέση της Εκκλησίας. Άλλωστε, στύλος
και βάση της αλήθειας, δεν χαρακτηρίζεται κανένας μεμονωμένα, ακόμα και άγιος
να είναι ή απόστολος, αλλά η Εκκλησία ως σύνολο, ως Σώμα Χριστού (Α’ Τιμ.
3:15).
Στο σημείο αυτό, πρέπει να πούμε κάποια πράγματα σχετικά με
το ποιες είναι οι προϋποθέσεις προκειμένου μια Πατερική θέση να γίνει φρόνημα
της Εκκλησίας, και αν αποδίδουμε κύρος σε ολόκληρο το έργο ενός αγίου Πατρός.
Ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος, γράφει: «Προϋποθέσεις
ορθοδοξίας και αποδοχής μιας πατερικής θεολογικής θέσεως είναι δύο: α) η
παραδοσιακότης της θέσεως, το σύμφωνο δηλαδή αυτής προς την Παράδοση και το
ήθος της Εκκλησίας, και β) η προέλευσή αυτής από φωτισμό του Πνεύματος» (Ά
Τόμος Πατρολογίας, σελ. 68).
Επίσης,
«Στο σημείο τούτο πρέπει να εξετάσωμε και το πρόβλημα της
μερικής ή γενικής αποδοχής της διδασκαλίας ενός Πατρός και Διδασκάλου. Αποδίδουμε ορθοδοξία
και κύρος σε ολόκληρο το έργο ενός Πατρός, σε όλες τις γνώμες του; Κάθε τι που
γράφει ένας Πατήρ ανήκει οπωσδήποτε στην Παράδοση της Εκκλησίας; Σφάλλουν οι
Πατέρες και πως διαπιστώνεται το σφάλμα τους; [..]
Α) Οι Πατέρες θεολόγησαν με το φωτισμό του Πνεύματος
και τα επιστημονικά εφόδια.
Β) Οι Πατέρες έσφαλαν σε ορισμένες περιπτώσεις. Το γεγονός του φωτισμού φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς την Γραφή, κυρώθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση δε και φρόνημα στην Εκκλησία γίνεται μόνον ότι αποτελεί γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι οι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίστηκαν, απορρίφθηκαν [..] Η απόλυτα ρεαλιστική αυτή θεώρηση του προσώπου του Πατρός, που και φωτίζεται στο έργο του από το άγιο Πνεύμα και δύναται να σφάλλει στην άσκηση του έργου του, δεν είναι μεταγενέστερη ερμηνεία ή θεωρία, αλλά βέβαιη συνείδηση της Εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή μάλιστα εκφράζει κι εξηγεί ένας Πατήρ και Διδάσκαλος, ο ιερός Φώτιος (+ 891)» (Ίδιο έργο, σελ. 44-45).
Β) Οι Πατέρες έσφαλαν σε ορισμένες περιπτώσεις. Το γεγονός του φωτισμού φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς την Γραφή, κυρώθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Παράδοση δε και φρόνημα στην Εκκλησία γίνεται μόνον ότι αποτελεί γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι οι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίστηκαν, απορρίφθηκαν [..] Η απόλυτα ρεαλιστική αυτή θεώρηση του προσώπου του Πατρός, που και φωτίζεται στο έργο του από το άγιο Πνεύμα και δύναται να σφάλλει στην άσκηση του έργου του, δεν είναι μεταγενέστερη ερμηνεία ή θεωρία, αλλά βέβαιη συνείδηση της Εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή μάλιστα εκφράζει κι εξηγεί ένας Πατήρ και Διδάσκαλος, ο ιερός Φώτιος (+ 891)» (Ίδιο έργο, σελ. 44-45).
Η θέση λοιπόν, του «σπερματικού λόγου» υποστηρίχτηκε από
μερικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όπως τον άγιο Ιουστίνο, τον Κλήμη τον
Αλεξανδρείας, αλλά αργότερα ξεπεράστηκε- αφού προηγουμένως είχε επιφέρει και
αδιέξοδα.
Διαβάζουμε τα σχόλια του καθηγητή Στ. Παπαδόπουλου, περί της
άποψης του αγίου Ιουστίνου του Μάρτυρα, επί παραδείγματι· «[..] η αλήθεια, την
οποία ολόκληρη έχουμε στο πρόσωπο του Χριστού, υπήρχε ανέκαθεν στον κόσμο σε
βαθμό σπερματικό ή μερικό. Ο Χριστός, επειδή είναι η αυτό-αλήθεια, δρούσε ως
αλήθεια και Λόγος και πριν από την ενανθρώπισή του, γι’ αυτό οι προ Χριστού
άνθρωποι και μάλιστα οι φιλόσοφοι με τους άνδρες της Π. Δ δεν ήσαν εκτός
Χριστού. Η αλήθεια στον κόσμο είναι άρα ενιαία και ολοκληρώνεται στον Χριστό»
(Πατρολογία Α’ Τόμος, σελ. 235).
Αυτή όμως η θέση, μπορεί να διευκόλυνε και να ερμήνευε
κάποια πράγματα, αλλά από ένα σημείο και μετά προκαλούσε προβλήματα, σε τέτοιο
βαθμό ώστε ο ίδιος ο άγιος Ιουστίνος σε άλλα έργα του, να αντιφάσκει με τον
εαυτό του, και να λέει ότι οι αρχαίοι εθνικοί πήραν ιδέες από τα βιβλία του
Ιουδαϊσμού, από τον Μωυσή πιο συγκεκριμένα. Ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να
ξεπεράσει στην σκέψη του, ο άγιος Ιουστίνος.
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, λίγο αργότερα, θα ξεπεράσει την
θέση του «σπερματικού λόγου» και τα προβλήματα που προκαλούσε, με «την θεολογία
της ανακεφαλαιώσεως» που ανέπτυξε. Αυτό, πράγματι έγινε φρόνημα της Εκκλησίας,
διότι αργότερα βλέπουμε να αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο. Υιοθετήθηκε από την
Εκκλησία.
Η θεολογία της «ανακεφαλαιώσεως» λέει ότι ο Χριστός
«αναδημιουργεί τον πεσόντα κόσμο και ανακαινίζει αυτόν βάσει του εαυτού του,
παρέχοντας τον εαυτό του ως πρότυπο» (σελ. 297). Ο Λόγος, με την ενανθρώπησή
Του, γίνεται πρότυπο, και ο άνθρωπος κατανοεί τι είναι το περίφημο «κατ’
εικόνα» και τώρα μπορεί με τον Χριστό να φτάσει στο «καθ’ ομοίωση». Η έλευση
του Χριστού, είναι πια όχι μια «συμπλήρωση» που ολοκληρώνει, αλλά «νέα πλάση»,
«νέος Αδάμ». Ο Χριστός δεν ήρθε για να προσθέσει στην αλήθεια τον τελευταίο
κρίκο της, αλλά ήρθε να μας επαναφέρει στην φύση που είχαμε πριν από την πτώση
και τον συσκοτισμό του νου. Ήρθε να μας ελευθερώσει από το ψέμα και να μας
φανερώσει την αλήθεια των πραγμάτων.
«[..] το μυστήριον, το οποίον ήτο αποκεκρυμμένον από των αιώνων
και από των γενεών, τώρα δε εφανερώθη εις τους αγίους αυτού, εις τους οποίους
ηθέλησεν ο Θεός να φανερώση τις ο πλούτος της δόξης του μυστηρίου τούτου εις τα
έθνη, όστις είναι ο Χριστός εις εσάς, η ελπίς της δόξης» (Προς Κολοσσαείς, 1:
26-27).
Ο Χριστός, η ενανθρώπησή του και ο σκοπός της, είναι
μυστήριο κρυμμένο από τον αρχαίο εθνικό κόσμο, το ποίο φανερώθηκε στον εθνικό
κόσμο στην εποχή της Καινής Διαθήκης, δια της Εκκλησίας, των οποίων τα μέλη
αποκαλεί «αγίους», εν δυνάμει αγίους. Άρα, για ποια δήθεν αποκάλυψη λένε οι
αρχαιόπληκτοι, στον αρχαίο εθνικό κόσμο;
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνοψίζει την διδασκαλία της
Εκκλησίας:
«Και αν κάποιος από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους έξω
σοφούς, αυτό γίνεται μόνο ως προς τις λέξεις, ενώ ως προς τα νοήματα υπάρχει
μεγάλη απόσταση, γιατί αυτοί, σύμφωνα με τον Παύλο έχουν νου Χριστού, ενώ
εκείνοι, αν όχι τίποτε χειρότερο, μιλούν από ανθρώπινη διάνοια, και όσο απέχει
ο ουρανός από την γη, τόσο απέχει η διάνοιά μου από τις δικές σας διάνοιες,
λέγει ο Κύριος» (ΕΠΕ 2, σελ.71).
Ο «σπερματικός» λόγος δεν πρέπει να κατανοηθεί ως «σπέρματα»
θείας Αποκαλύψεως, όπως εννόησαν οι αρχαίοι Απολογητές, που έρχονται δια της
κτιστής νόησης του ανθρώπου, αλλά απλά και μόνο ως μικρά τμήματα αλήθειας που
αφορούν το κτιστό, και τις πανανθρώπινες αξίες, οι οποίες και είναι κοινές για
όλους. Αυτό δεν είναι όμως, προϊόν θείας Αποκάλυψης. Η θεία αποκάλυψη είναι
«δοξασμός», είναι εμπειρία «φωτισμού και θεώσεως» που περνά από την
κάθαρση, και όχι προϊόν μαντείας,
φιλοσοφίας, διανοήσεως και στοχασμού.
«[..] ενώ εκείνοι που στηρίζονται σε λογικές αποδείξεις
οπωσδήποτε θα εκτραπούν, έστω και αν όχι τώρα από σένα. Γιατί, κάθε λόγος
παλεύει προς άλλο λόγο, άρα και αντιπαλεύεται από λόγο, και είναι δυνατό να
βρεθεί ο μέχρι τέλους νικητής λόγος, ώστε να μη αναμένεται η δική του ήττα· και
αυτό απέδειξαν οι Έλληνες φιλόσοφοι και οι μαθητές τους, ανατρέποντας διαρκώς ο
ένας τον άλλο και ανατρεπόμενοι ο ένας από τον άλλο με ανώτερη φαινομενικά
απόδειξη» (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ΕΠΕ 2, σελ. 51).
«[..] εκείνοι που επιδιώκουν τη γνώση από τους έξω σοφούς
του κόσμου αποκτούν σύμφωνα με τη δική τους γνώμη μάλλον αγνωσία, παρά γνώση·
γιατί οι δοξασίες διαφέρουν μεταξύ τους και διαφωνούν η μια προς την άλλη και
εκείνοι που αντιτάσσονται σε κάθε δοξασία είναι περισσότεροι από αυτούς που
αποδέχονται αυτήν. Το να πιστεύει όμως κανείς ότι μπόρεσε να βρει τους λόγους
στον δημιουργικό νου, ίσως να είναι και πολύ ανάρμοστο, γιατί λέγει ο
απόστολος· ‘’ποιος γνώρισε τον νου του Κυρίου;’’. Και αν δεν μπορεί να βρει
τους λόγους αυτούς, δεν είναι δυνατόν ούτε τις εντός της ψυχής εικόνες αυτών να
κατανοήσει με την έξω σοφία. Επομένως η γνώση που αναζητεί το κατ’ εικόνα από
αυτή τη σοφία είναι ψευδογνωσία.» (ΕΠΕ 2, σελ. 53).
Πηγές
Από τον Ά Τόμο της Πατρολογίας του Στυλιανού Παπαδόπουλου:
* «Οι Πατέρες κα οι Σύνοδοι της Εκκλησίας».
* «Ορθοδοξία, γνησιότης, και κύρος των Πατέρων».
* «Γενική θεώρηση του αγίου Ιουστίνου του Μάρτυρα».
* «Γενική θεώρηση του αγίου Ειρηναίου της Λυών».
Από τα έργα αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ 2:
* «Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων», Λόγος πρώτος