Αλέξανδρος Δημητρίου
Το άνοιγμα προς τη Ρωσία πρέπει να
αποτελέσει μια από τις βασικές προτεραιότητες της Ελλάδας, και
ειδικότερα του επιχειρηματικού κόσμου της. Οι στενές ιστορικές σχέσεις
των δύο λαών, αποτελούν καλές παρακαταθήκες, οι οποίες σήμερα, σε
συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης, επιβάλλεται να ενισχυθούν με
στέρεους οικονομικούς δεσμούς.
Σημαντικές
πρωτοβουλίες είναι ανάγκη να αναλάβουν Μόσχα και Αθήνα για τη δημιουργία
μιας στέρεας οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής γέφυρας ανάμεσα στις
δύο χώρες. Κάτι τέτοιο θα ανοίξει το δρόμο, όχι μόνον για σημαντικές
διακρατικές συμφωνίες προκειμένου να υλοποιηθούν μεγάλα έργα και
στρατηγικές επενδύσεις, αλλά και για τη δραστηριοποίηση των Ελλήνων και
Ρώσων επιχειρηματιών. Εκτός των επιχειρηματικών κολοσσών δηλαδή, που θα
ευνοηθούν, τέτοιου είδους κινήσεις θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για
να αναπτυχθεί το «επιχειρείν» από μεσαίες, ακόμα και από μικρομεσαίες
επιχειρήσεις.
Προφανώς, τον πρώτο λόγο στις
μεγάλες «δουλειές» δεν μπορεί παρά να τον έχουν οι μεγάλες εταιρείες.
Εξάλλου, έως τώρα αυτές είναι που δραστηριοποιούνται και στις δύο χώρες.
Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε, ότι και στη Ρωσία, οι περισσότερες από
τις ελληνικές εταιρείες που ασκούν δραστηριότητα, είναι μεγάλες. Για τη
Μόσχα πάντως, όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα αποτελεί μια πολύ σημαντική
επιλογή για επενδύσεις σε σημαντικούς τομείς της δοκιμαζόμενης, εξαιτίας
της κρίσης, οικονομίας της. Αυτή η στάση της Ρωσίας δεν είναι σημερινή.
Υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια. Ωστόσο, με λίγες εξαιρέσεις ελληνικών
κυβερνήσεων, δεν υπήρχε ουσιαστική ανταπόκριση από την Αθήνα. Πόσο
μάλλον, σαφείς προθέσεις και πολιτική βούληση για γενναία ανοίγματα προς
τη Ρωσία.
Ο «εξ’ Ανατολών κίνδυνος»Αυτές
οι «αγκυλώσεις» επηρέαζαν άμεσα και τη δραστηριότητα των ελληνικών
επιχειρήσεων στη Ρωσία, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαχρονικά
ως υποτονική. Αποτέλεσμα είναι, οι Ελληνες επιχειρηματίες να βλέπουν
συχνά την πλάτη των Τούρκων ανταγωνιστών τους, οι οποίοι εδώ και πολλά
χρόνια παίρνουν στη Ρωσία τη μια δουλειά κατόπιν της άλλης. Ενδεικτική
είναι η κατάσταση στον κλάδο των κατασκευών. Βέβαια, κάποιοι
υποστηρίζουν ότι είναι δύσκολο να ανταγωνιστούν οι ελληνικές τις
τουρκικές κατασκευαστικές. Αν και δεν είναι λίγες οι αντίθετες απόψεις,
άπαντες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι το πρόβλημα είναι η άκρως χαμηλή
ανταγωνιστικότητα –συνολικά- των ελληνικών εταιρειών στο εξωτερικό.
Μπορεί λοιπόν, οι τουρκικές
κατασκευαστικές, για παράδειγμα, εταιρείες, να είναι «δυνατές», πως όμως
εξηγείται το γεγονός ότι, ακόμα και στο ελαιόλαδο, στο μεγάλο
«ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» της Ελλάδας, υπάρχει «Εξ’ Ανατολών
κίνδυνος»; Από την Τουρκία, δηλαδή, η οποία δεν φημίζεται και για το
τόσο καλό λάδι της. Ως γνωστόν, επίσης, στη ρωσική αγορά ελαιολάδου, η
Ελλάδα υστερεί και έναντι των Ιταλών και Ισπανών ανταγωνιστών της. Στην
περίπτωση της Ιταλίας μάλιστα, οι τιμές της γείτονος είναι ακριβότερες
από τις ελληνικές.
Είναι πασιφανές ότι πάσχει η
ελληνική επιχειρηματικότητα στο εξωτερικό και ειδικά στις νεοαναδυόμενες
-και με μεγάλη δυναμική- οικονομίες. Μείζον πρόβλημα επίσης εντοπίζεται
στην παραγωγική διαδικασία στην Ελλάδα, καθώς και στους μηχανισμούς
προώθησης εξαγωγών των κύριων προϊόντων της. Διότι, δεν είναι δυνατόν σε
οικονομικούς κλάδους που αποτελούν προνομιακούς χώρους για εξαγωγές, να
υστερεί η χώρα μας.
Ανάγκη επαναστατικών αλλαγώνΕίναι
προφανές ότι τόσο οι επιχειρηματίες, όσο και οι παραγωγοί πρέπει να
αλλάξουν νοοτροπίες και να μπούν δυναμικά στο «παιχνίδι» των εξαγωγών.
Οι «λογικές» των παλιών καλών εποχών των επιδοτήσεων, και των
κρατικοδίαιτων κερδών, αποτελούν πλέον παρελθόν.
Να σημειωθεί πως σε συζητήσεις με
Ρώσους επιχειρηματίες, επανειλημμένως έχει επισημανθεί η
«αρπακολλατζίδικη» τακτική πολλών Ελλήνων επιχειρηματιών, μεγάλων και
μικρομεσαίων, οι οποίοι, ειδικά μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στην αρχή
της δεκαετίας του 1990, αντί να προχωρήσουν σε σοβαρές επιχειρηματικές
κινήσεις και να επενδύσουν σε βάθος χρόνου στη Ρωσία, προχώρησαν σε
ευκαιριακές κινήσεις, με στόχο το εύκολο και προσωρινό κέρδος.
Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι από τις
εκατοντάδες ελληνικές εταιρείες, που το 1990 έσπευσαν να «κατακτήσουν»
τη Ρωσία, σήμερα λίγες έχουν απομείνει. Στη χώρα πλέον, τις ελληνικές
εταιρείες έχουν ξεπεράσει άλλες επιχειρήσεις χωρών της ΕΕ. Κι' όμως, η
Ελλάδα θα μπορούσε να κατέχει μια θεαματικά καλύτερη θέση, από αυτή που
έχει σήμερα στη Ρωσία. Και που, δυστυχώς, είναι του «φτωχού συγγενούς».
Στο μεταξύ, εντονότατες είναι οι
διαμαρτυρίες για το ελληνικό κράτος, το οποίο ελάχιστα πράττει για την
ενίσχυση της επιχειρηματικότητας προς την κατεύθυνση της Ρωσίας και για
τη δημιουργία σοβαρών μηχανισμών προώθησης των ελληνικών προϊόντων προς
τη χώρα. Κάτι που έχει ως συνέπεια, να χάνει τη μάχη η χώρα μας, από
ανταγωνιστές της, ακόμα και σε προνομιακούς τομείς, όπως τα αγροτικά
προϊόντα.
Πολιτικές πρωτοβουλίες Η ανάπτυξη
του «επιχειρείν» βεβαίως, είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να γίνει, χωρίς
να «στρώσουν το χαλί» οι κυβερνήσεις και των δύο χωρών. Δίχως σαφή, και
έμπρακτα βήματα για τη δημιουργία ενός στέρεου οικοδομήματος
πολιτικο-οικονομικών σχέσεων, βασισμένου στα αμοιβαία οφέλη και των δύο
πλευρών, η ανάπτυξη των επιχειρηματικών «πάρε – δώσε», μάλλον είναι
καταδικασμένη σε δευτερεύουσας σημασίας κινήσεις. Επιβάλλεται λοιπόν, η
ύπαρξη πολιτικής βούλησης και από τις δύο μεριές, η διευκόλυνση των
επενδύσεων, καθώς και η άρση των πολλών γραφειοκρατικών εμποδίων που
υπάρχουν. Πόσο μάλλον, όταν είναι γνωστό ότι και στη Ρωσία, παρά τα
θεματικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η επιχειρηματική
δραστηριότητα ειδικά για έναν ξένο, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι.
Από τη Μεταπολίτευση στη σημερινή κρίση
Ανέκαθεν, οι σχέσεις Μόσχας και
Αθήνας,περνούσαν πρωτίστως μέσα από τις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών.
Ποιος ξεχνά στη Μεταπολίτευση το ιστορικό, μεταπολεμικό άνοιγμα του
Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τη Ρωσία, και κατόπιν του Ανδρέα Παπανδρέου
στη δεκαετία του 1980. Τότε, κλείστηκαν μεγάλες οικονομικές συμφωνίες.
Στις δεκαετίες 1990 και 2000, αν και έγιναν κάποια σημαντικά βήματα, οι
στόχοι που έμπαιναν στο πλαίσιο των ελληνορωσικών σχέσεων, τις
περισσότερες φορές δεν επιτυγχάνονταν. Μάλιστα, ιδίως από το 2009
παρατηρείται ένα ιδιότυπο «πάγωμα» στις σχέσεις των δύο χωρών, το οποίο,
κατά τη Μόσχα, οφείλεται στην ελληνική πλευρά.
Πάντως, το 2012, και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, επιχειρείται αναθέρμανση των διμερών σχέσεων. Με δεδομένα ωστόσο, τα πισωγυρίσματα των τελευταίων ετών στις ελληνορωσικές σχέσεις -εξαιτίας, όπως επισημαίνουν διπλωματικοί κύκλοι στη Μόσχα, και των ωμών παρεμβάσεων προς την Ελλάδα άλλων χωρών που ανταγωνίζονται τη Ρωσία στην περιοχή- το Κρεμλίνο αναμένει με επιφυλακτικότητα τις εξελίξεις. Δεν παύει όμως, να υπογραμμίζει ότι, στην περίπτωση των επενδύσεων στην Ελλάδα, δεν ζητά προνομιακή μεταχείριση για τις ενδιαφερόμενες ρωσικές εταιρείες, αλλά ισότητα. Διπλωμάτες μάλιστα, σημειώνουν με έμφαση ότι δεν είναι δυνατόν, οι κάθε λογής «Δυτικοί καλοθελητές» να κόπτονται δήθεν για τους κανόνες της αγοράς, και όταν βλέπουν ότι η Ρωσία προηγείται, να μιλούν για «ρωσικά μονοπώλια» και για «εξάρτηση της Ελλάδας από τη Ρωσία».
Πάντως, το 2012, και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, επιχειρείται αναθέρμανση των διμερών σχέσεων. Με δεδομένα ωστόσο, τα πισωγυρίσματα των τελευταίων ετών στις ελληνορωσικές σχέσεις -εξαιτίας, όπως επισημαίνουν διπλωματικοί κύκλοι στη Μόσχα, και των ωμών παρεμβάσεων προς την Ελλάδα άλλων χωρών που ανταγωνίζονται τη Ρωσία στην περιοχή- το Κρεμλίνο αναμένει με επιφυλακτικότητα τις εξελίξεις. Δεν παύει όμως, να υπογραμμίζει ότι, στην περίπτωση των επενδύσεων στην Ελλάδα, δεν ζητά προνομιακή μεταχείριση για τις ενδιαφερόμενες ρωσικές εταιρείες, αλλά ισότητα. Διπλωμάτες μάλιστα, σημειώνουν με έμφαση ότι δεν είναι δυνατόν, οι κάθε λογής «Δυτικοί καλοθελητές» να κόπτονται δήθεν για τους κανόνες της αγοράς, και όταν βλέπουν ότι η Ρωσία προηγείται, να μιλούν για «ρωσικά μονοπώλια» και για «εξάρτηση της Ελλάδας από τη Ρωσία».
Η Ρωσία Τώρα