Αθήνα τη λέγανε...Ήταν μιά φορά κι έναν καιρό μιά πολύ όμορφη πόλη.
Του Διονύση Ε. Κονταρίνη
Νέα Υόρκη,16.
Η Αθήνα, η όμορφη πόλη μιάς κάποιας περασμένης εποχής, είναι αναμφισβήτητα
η μόνη πόλη στον κόσμο που έχει τραγουδηθεί όσο καμμιά άλλη. Αμέτρητοι είναι οι ποιητές και μουσικοί,
Έλληνες και ξένοι, που της έχουν αφιερώσει τα πιό όμορφα ποιήματά τους και τα πιό μελωδικά
τραγούδια τους γιά να ζωγραφίσουν τις ομορφιές της.
«Αθήνα διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι», την αποκαλεί ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής
Παλαμάς στο ποίημά του «Η φλογέρα του Βασιλιά». Κι ευτυχώς που σήμερα, ο μεγάλος αυτός ποιητής δεν βρίσκεται ανάμεσά μας γιά να δει πως έχουν καταντήσει την διαμαντόπετρά του οι σημερινοί κάτοικοί της.
Είχα την μεγάλη τύχη να ζήσω
την Αθήνα στις δεκαετίας του ‘50 και του ‘60, νεαρός τότε
και εργαζόμενος στον καλλιτεχνικό χώρο. Ήταν τότε που το αθάνατο τραγούδι της Σοφίας Βέμπο
αντιλαλούσε σε όλα τα μέρη του κόσμου. «Λόντρα, Παρίσι, Νιού Γιόρκ Βουδαπέστη και Βιέννη.
Μπρος στην Αθήνα καμμιά μα καμμιά σας δεν βγαίνει». Κι ήταν τούτο μιά αλήθεια. Καμμιά
απ’ όλες τις μεγαλουπόλεις του κόσμου δεν μπορούσε να συγκριθεί με την τόσο όμορφη, τότε,
Αθήνα.
Ήταν τότε, που τα αυτοκίνητα ήσαν μετρημένα κι άφηναν τους ανθρώπους να περπατούν
με ασφάλεια στους δρόμους. Ήταν τότε, που η Αθήνα είχε ένα πρόσωπο.
Ήταν τότε που περπατούσαμε στους δρόμους της, περασμένα μεσάνυχτα, χωρίς να κοιτάζουμε
πίσω μας ποιός μας ακολουθεί. Ήταν τότε που μέσα στις ψυχές των ανθρώπων της
δεν κλεινόταν ο φόβος γιά κάποιο απρόοπτο.
Περπατούσες στα δρομάκια της, στις φτωχογειτονιές κι αντίκριζες το μεγαλείο της ομορφιάς πάνω
σε «μιάν αυλόπορτα που κρύβεται η μισή, απ΄ τ΄ αγιόκλημα κι απ΄ την περίκοκλάδα».
Ένα κάδρο ήσαν τα μπαλκόνια με τα βασιλικά και τις γαρουφαλιές. Σε κάποιες αυλές
οι γαζίες σκόρπιζαν απλόχερα το θείο άρωμά τους. Στο Ζάππειο, στο Πεδίο του Άρεως
και σ΄ όλες τις καταπράσινες τότε πλατείες οι άνθρωποι ξεχυνόντουσαν γιά να απολαύσουν
την άνοιξη της όμορφης πόλης.
Γέμιζαν οι πλατείες από παιδάκια που, αμέριμνα, άφοβα και χωρίς κανέναν κίνδυνο έπαιζαν.
Γέμιζαν οι χώροι όλοι από το αθώο παιδικό γέλιο και από τις χαρούμενες κραυγές τους.
Ήταν τότε που οι άνθρωποι ήσαν άνθρωποι.
Με το ηηλιοβασίλεμα ο κόσμος έπαιρνε και κατηφόριζε «τον δρόμο που πάει στο Φάληρο,
μ΄ένα τάληρο η ρετσίνα». Σήμερα αυτός ο δρόμος έχει χάσει κάθε ίχνος από την παλιά
του ομορφιά κι έχει αφήσει την ντροπή και τον ανθρώπινο εξευτελισμό να τον τυλίγει.
Τα βραδάκια, «στις Πλάκας τις ανηφοριές, που γέρνουν οι κληματαριές», ανηφόριζαν
αμέριμνοι οι γνωστοί θαμώνες γιά να αρχίσουν την κρασοκατάνυξη στα γραφικά ταβερνάκια.
Ήταν η εποχή που και «οι Θεοί κατέβαιναν στην Πλάκα γιά να πιούνε ρετσίνα»...
Καθισμένοι στα απλά τραπεζάκια, μ΄ ένα ποτήρι ρετσίνα δυό εληές και δυό σαρδέλες
μπροστά τους, προσπαθούσαν να λύσουν τα όσα πολιτικά προβλήματα δεν κατάφερνε
να λύσει η Βουλή των Ελλήνων. Κι εκεί, λίγο πριν το ξημέρωμα της άλλης μέρας, με βήματα
που μαρτυρούσαν πόση ρετσίνα είχαν καταναλώσει, προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο
και φτάσουν στα σπίτια τους.
Καμμιά φορά κάποιος αστυφύλακας έκανε την εμφάνισή του. Χωρίς όπλο, ακόμη και χωρίς
το ξύλινο γκλοπ, περνούσε από τα ταβερνάκια, έλεγε μιά χαμογελαστή καλησπέρα και στεκόταν
γιά λίγο ν΄ ακούσει κι αυτός τις πολιτικές συζητήσεις των θαμώνων. Καμμιά φορά έπινε
και κάποιο ποτηράκι που τον κερνούσαν. Και μετά συνέχιζε να ανηφορίζει προς τα πάνω.
Απλά γιά να δικαιολογήσει την ώρα της υπηρεσίας του.
Η πλακιώτικη καντάδα άφηνε τους μελωδικούς ήχους της να τυλίγουν τα στενά σοκάκια.
«Γιά μια κιθαρίτσα ξενυχτάνε τα κορίτσια γιά ν΄ακούσουν της αγάπης τη φωνή»...
Καμμιά φορά κάποια γρίλια άνοιγε δειλά και το όμορφο πρόσωπο κάποιας κοπελιάς πρόβαλε
φοβισμένα γιά να ρίξει κάποιο λουλούδι ή ένα κλωνί βασιλικό στον αγαπημένο της.
Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, οι αυλές και οι ταράτσες στις φτωχογειτονιές γέμιζαν
από στρωματσάδες Πάνω σ΄ αυτές τις στρωματσάδες οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να
απολαύσουν
την δροσιά της νύχτας αφού τα αιρκοντίσιον ήσαν άγνωστα ενώ ακόμη και οι απλοί ανεμιστήρες
κάτι το απρόσιτο γιά την φτώχια της όμορφης πόλης. Ήταν η εποχή που το έγκλημα ήταν
ανύπαρκτο και οι άνθρωποι της Αθήνας μπορούσαν να απολαμβάνουν τον ύπνο τους ήσυχοι.
Τα βράδυα του καλοκαιριού η Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη έπαιρνε τη μορφή της
ρωμαϊκής Βία Βένετο. Με το σχόλασμα των θεάτρων γέμιζε από τους ηθοποιούς
και τους άλλους τεχνικούς που απολάμβαναν έναν καφέ, κάποιο γλυκό, ένα ποτό, μένοντας
εκεί μέχρι τις πρωινές ώρες με ατέλειωτες συζητήσεις, με πειράγματα, διηγούμενοι περασμένες
ιστορίες.
Ακόμη κι η πλατεία της Ομόνοιας κάποια στιγμή ντύθηκε με κάποια άλλη όψη.
Το σιντριβάνι της πέρασε στην ιστορία της καλοπροαίρετης σάτιρας, με τις διάφορες
κατευθύνσεις των νερών του. Ίσια, πλάγια, διαγώνια, όρθια. Οι γελοιογράφοι των εφημερίδων,
τότε, είχαν βρει μιά καλή πηγή έμπνευσης. Κι η σάτιρα στις θεατρικές επιθεωρήσεις
είχε γράψει τη δική της ιστορία γύρω από το σιντριβάνι της Ομόνοιας.
‘Κείνη η Αθήνα σήμερα δεν υπάρχει.
Έχει αποκτήσει το πρόσωπο, που προφητικά της τραγουδούσαν οι κανταδόροι κάποιας άλλης εποχής «Λες και σ΄είχαν άχτι και σε κάναν στάχτη σαν γρηά μ΄αχτένιστα μαλλιά».
Γιατί στ΄ αλήθεια αυτό είναι το σημερινόν πρόσωπό της. Μιά γριά μ΄ αχτένιστα μαλλιά.
Κάθε τι όμορφο κείνης της αλησμόνητης εποχής, κείνης της εποχής, που ο κόσμος όλος τραγουδούσε τις ομορφιές της Αθήνας, έχει χαθεί. Η αυλόπορτα που κρυβότανε η μισή απ΄ τ΄ αγιόκλημα κι απ΄ την περικοκλάδα σήμερα έχει γίνει η εξώπορτα ενός όγκου από τσιμέντο που το λένε... πολυκατοικία.
Τα μπαλκόνια με τους βασιλικούς και τα γεράνια γέμισαν τσιμέντο και σίδερο. Τα παράθυρα με τις μαντζουράνες και τα γαρύφαλλα μοιάζουν σαν παράθυρα φυλακής με τα σιδερένια κάγκελα προστασίας που όμως δεν προστατεύουν.
Τα γραφικά ταβερνάκια έγιναν καφέ και μπαρ που συγκεντρώνουν την νεολαία. Μιά νεολαία χωρίς όραμα, χωρίς προορισμό.
Το αθηνοκεντρικό κράτος, η παγκοσμιοποίηση και η αθρόα είσοδος λαθρομεταναστών -οικονομικούς μετανάστες τους είπαν, γιατί; - έχτισαν το καινούργιο πρόσωπο της χιλιοτραγουδημένης Αθήνας. Μιάς Αθήνας που πλέον δεν βλέπεται. Η Ομόνοια αλλά και όλες οι γύρω συνοικίες έχουν μετατραπεί σε γκέτο λαθρομεταναστών.
Γκέτο που λειτουργούνμε τους δικούς τους νόμους. Γκέτο, μέσα στα οποία οργιάζουν τα ναρκωτικά και η πορνεία.
Το έγκλημα, σε όλες του τις μορφές, έχει γίνει το χαρακτηριστικό της μεταμορφωμένης Αθήνας.
Οι δρόμοι της, μέρα και νύχτα, έχουν καταντήσει τρομερά επικίνδυνοι. Και η ζωή των κατοίκων
της αφόρητη.Δεν χρειάστηκαν πολλά. Λίγα χρόνια, λίγοι ανεγκέφαλοι και λίγα συμφέροντα ήσαν αρκετά
γιά να μεταμορφώσουν την χιλιοτραγουδημένη Αθήνα σ΄ ένα φάντασμα
του εαυτού της...
πηγή
pisostapalia
http://www.kalyterotera.gr/2013/02/blog-post_8704.html
Του Διονύση Ε. Κονταρίνη
Νέα Υόρκη,16.
Η Αθήνα, η όμορφη πόλη μιάς κάποιας περασμένης εποχής, είναι αναμφισβήτητα
η μόνη πόλη στον κόσμο που έχει τραγουδηθεί όσο καμμιά άλλη. Αμέτρητοι είναι οι ποιητές και μουσικοί,
Έλληνες και ξένοι, που της έχουν αφιερώσει τα πιό όμορφα ποιήματά τους και τα πιό μελωδικά
τραγούδια τους γιά να ζωγραφίσουν τις ομορφιές της.
«Αθήνα διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι», την αποκαλεί ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής
Παλαμάς στο ποίημά του «Η φλογέρα του Βασιλιά». Κι ευτυχώς που σήμερα, ο μεγάλος αυτός ποιητής δεν βρίσκεται ανάμεσά μας γιά να δει πως έχουν καταντήσει την διαμαντόπετρά του οι σημερινοί κάτοικοί της.
Είχα την μεγάλη τύχη να ζήσω
την Αθήνα στις δεκαετίας του ‘50 και του ‘60, νεαρός τότε
και εργαζόμενος στον καλλιτεχνικό χώρο. Ήταν τότε που το αθάνατο τραγούδι της Σοφίας Βέμπο
αντιλαλούσε σε όλα τα μέρη του κόσμου. «Λόντρα, Παρίσι, Νιού Γιόρκ Βουδαπέστη και Βιέννη.
Μπρος στην Αθήνα καμμιά μα καμμιά σας δεν βγαίνει». Κι ήταν τούτο μιά αλήθεια. Καμμιά
απ’ όλες τις μεγαλουπόλεις του κόσμου δεν μπορούσε να συγκριθεί με την τόσο όμορφη, τότε,
Αθήνα.
Ήταν τότε, που τα αυτοκίνητα ήσαν μετρημένα κι άφηναν τους ανθρώπους να περπατούν
με ασφάλεια στους δρόμους. Ήταν τότε, που η Αθήνα είχε ένα πρόσωπο.
Ήταν τότε που περπατούσαμε στους δρόμους της, περασμένα μεσάνυχτα, χωρίς να κοιτάζουμε
πίσω μας ποιός μας ακολουθεί. Ήταν τότε που μέσα στις ψυχές των ανθρώπων της
δεν κλεινόταν ο φόβος γιά κάποιο απρόοπτο.
Περπατούσες στα δρομάκια της, στις φτωχογειτονιές κι αντίκριζες το μεγαλείο της ομορφιάς πάνω
σε «μιάν αυλόπορτα που κρύβεται η μισή, απ΄ τ΄ αγιόκλημα κι απ΄ την περίκοκλάδα».
Ένα κάδρο ήσαν τα μπαλκόνια με τα βασιλικά και τις γαρουφαλιές. Σε κάποιες αυλές
οι γαζίες σκόρπιζαν απλόχερα το θείο άρωμά τους. Στο Ζάππειο, στο Πεδίο του Άρεως
και σ΄ όλες τις καταπράσινες τότε πλατείες οι άνθρωποι ξεχυνόντουσαν γιά να απολαύσουν
την άνοιξη της όμορφης πόλης.
Γέμιζαν οι πλατείες από παιδάκια που, αμέριμνα, άφοβα και χωρίς κανέναν κίνδυνο έπαιζαν.
Γέμιζαν οι χώροι όλοι από το αθώο παιδικό γέλιο και από τις χαρούμενες κραυγές τους.
Ήταν τότε που οι άνθρωποι ήσαν άνθρωποι.
Με το ηηλιοβασίλεμα ο κόσμος έπαιρνε και κατηφόριζε «τον δρόμο που πάει στο Φάληρο,
μ΄ένα τάληρο η ρετσίνα». Σήμερα αυτός ο δρόμος έχει χάσει κάθε ίχνος από την παλιά
του ομορφιά κι έχει αφήσει την ντροπή και τον ανθρώπινο εξευτελισμό να τον τυλίγει.
Τα βραδάκια, «στις Πλάκας τις ανηφοριές, που γέρνουν οι κληματαριές», ανηφόριζαν
αμέριμνοι οι γνωστοί θαμώνες γιά να αρχίσουν την κρασοκατάνυξη στα γραφικά ταβερνάκια.
Ήταν η εποχή που και «οι Θεοί κατέβαιναν στην Πλάκα γιά να πιούνε ρετσίνα»...
Καθισμένοι στα απλά τραπεζάκια, μ΄ ένα ποτήρι ρετσίνα δυό εληές και δυό σαρδέλες
μπροστά τους, προσπαθούσαν να λύσουν τα όσα πολιτικά προβλήματα δεν κατάφερνε
να λύσει η Βουλή των Ελλήνων. Κι εκεί, λίγο πριν το ξημέρωμα της άλλης μέρας, με βήματα
που μαρτυρούσαν πόση ρετσίνα είχαν καταναλώσει, προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο
και φτάσουν στα σπίτια τους.
Καμμιά φορά κάποιος αστυφύλακας έκανε την εμφάνισή του. Χωρίς όπλο, ακόμη και χωρίς
το ξύλινο γκλοπ, περνούσε από τα ταβερνάκια, έλεγε μιά χαμογελαστή καλησπέρα και στεκόταν
γιά λίγο ν΄ ακούσει κι αυτός τις πολιτικές συζητήσεις των θαμώνων. Καμμιά φορά έπινε
και κάποιο ποτηράκι που τον κερνούσαν. Και μετά συνέχιζε να ανηφορίζει προς τα πάνω.
Απλά γιά να δικαιολογήσει την ώρα της υπηρεσίας του.
Η πλακιώτικη καντάδα άφηνε τους μελωδικούς ήχους της να τυλίγουν τα στενά σοκάκια.
«Γιά μια κιθαρίτσα ξενυχτάνε τα κορίτσια γιά ν΄ακούσουν της αγάπης τη φωνή»...
Καμμιά φορά κάποια γρίλια άνοιγε δειλά και το όμορφο πρόσωπο κάποιας κοπελιάς πρόβαλε
φοβισμένα γιά να ρίξει κάποιο λουλούδι ή ένα κλωνί βασιλικό στον αγαπημένο της.
Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, οι αυλές και οι ταράτσες στις φτωχογειτονιές γέμιζαν
από στρωματσάδες Πάνω σ΄ αυτές τις στρωματσάδες οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να
απολαύσουν
την δροσιά της νύχτας αφού τα αιρκοντίσιον ήσαν άγνωστα ενώ ακόμη και οι απλοί ανεμιστήρες
κάτι το απρόσιτο γιά την φτώχια της όμορφης πόλης. Ήταν η εποχή που το έγκλημα ήταν
ανύπαρκτο και οι άνθρωποι της Αθήνας μπορούσαν να απολαμβάνουν τον ύπνο τους ήσυχοι.
Τα βράδυα του καλοκαιριού η Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη έπαιρνε τη μορφή της
ρωμαϊκής Βία Βένετο. Με το σχόλασμα των θεάτρων γέμιζε από τους ηθοποιούς
και τους άλλους τεχνικούς που απολάμβαναν έναν καφέ, κάποιο γλυκό, ένα ποτό, μένοντας
εκεί μέχρι τις πρωινές ώρες με ατέλειωτες συζητήσεις, με πειράγματα, διηγούμενοι περασμένες
ιστορίες.
Ακόμη κι η πλατεία της Ομόνοιας κάποια στιγμή ντύθηκε με κάποια άλλη όψη.
Το σιντριβάνι της πέρασε στην ιστορία της καλοπροαίρετης σάτιρας, με τις διάφορες
κατευθύνσεις των νερών του. Ίσια, πλάγια, διαγώνια, όρθια. Οι γελοιογράφοι των εφημερίδων,
τότε, είχαν βρει μιά καλή πηγή έμπνευσης. Κι η σάτιρα στις θεατρικές επιθεωρήσεις
είχε γράψει τη δική της ιστορία γύρω από το σιντριβάνι της Ομόνοιας.
‘Κείνη η Αθήνα σήμερα δεν υπάρχει.
Έχει αποκτήσει το πρόσωπο, που προφητικά της τραγουδούσαν οι κανταδόροι κάποιας άλλης εποχής «Λες και σ΄είχαν άχτι και σε κάναν στάχτη σαν γρηά μ΄αχτένιστα μαλλιά».
Γιατί στ΄ αλήθεια αυτό είναι το σημερινόν πρόσωπό της. Μιά γριά μ΄ αχτένιστα μαλλιά.
Κάθε τι όμορφο κείνης της αλησμόνητης εποχής, κείνης της εποχής, που ο κόσμος όλος τραγουδούσε τις ομορφιές της Αθήνας, έχει χαθεί. Η αυλόπορτα που κρυβότανε η μισή απ΄ τ΄ αγιόκλημα κι απ΄ την περικοκλάδα σήμερα έχει γίνει η εξώπορτα ενός όγκου από τσιμέντο που το λένε... πολυκατοικία.
Τα μπαλκόνια με τους βασιλικούς και τα γεράνια γέμισαν τσιμέντο και σίδερο. Τα παράθυρα με τις μαντζουράνες και τα γαρύφαλλα μοιάζουν σαν παράθυρα φυλακής με τα σιδερένια κάγκελα προστασίας που όμως δεν προστατεύουν.
Τα γραφικά ταβερνάκια έγιναν καφέ και μπαρ που συγκεντρώνουν την νεολαία. Μιά νεολαία χωρίς όραμα, χωρίς προορισμό.
Το αθηνοκεντρικό κράτος, η παγκοσμιοποίηση και η αθρόα είσοδος λαθρομεταναστών -οικονομικούς μετανάστες τους είπαν, γιατί; - έχτισαν το καινούργιο πρόσωπο της χιλιοτραγουδημένης Αθήνας. Μιάς Αθήνας που πλέον δεν βλέπεται. Η Ομόνοια αλλά και όλες οι γύρω συνοικίες έχουν μετατραπεί σε γκέτο λαθρομεταναστών.
Γκέτο που λειτουργούνμε τους δικούς τους νόμους. Γκέτο, μέσα στα οποία οργιάζουν τα ναρκωτικά και η πορνεία.
Το έγκλημα, σε όλες του τις μορφές, έχει γίνει το χαρακτηριστικό της μεταμορφωμένης Αθήνας.
Οι δρόμοι της, μέρα και νύχτα, έχουν καταντήσει τρομερά επικίνδυνοι. Και η ζωή των κατοίκων
της αφόρητη.Δεν χρειάστηκαν πολλά. Λίγα χρόνια, λίγοι ανεγκέφαλοι και λίγα συμφέροντα ήσαν αρκετά
γιά να μεταμορφώσουν την χιλιοτραγουδημένη Αθήνα σ΄ ένα φάντασμα
του εαυτού της...
πηγή
pisostapalia
http://www.kalyterotera.gr/2013/02/blog-post_8704.html