Ἡ μία καὶ
μοναδικὴ ἐντολὴ
τῆς σωτηρίας μας κυριαρχεῖ
στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ
ἀνάγνωσμα. Νὰ ἀγαπήσῃς
τὸν Θεὸ καὶ
τὸν συνάνθρωπό σου, ὅπως τὸν
ἑαυτό σου.
Τριπλὴ ἀγάπη ἐδῶ! Ναί, τρεῖς κατευθύνσεις ἔχει ἡ σωστικὴ ἀγάπη, μία πρὸς τὰ πάνω, μία τὸ πλάϊ καὶ μία πρὸς τὰ μέσα. Μία ἀγάπη ὑπερβατικὴ καθ’ ὕψος, ἐκδηλωτικὴ κατὰ πλάτος, οὐσιαστικὴ κατὰ βάθος. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐλλειπής, ὅταν δὲν εἶναι τρισδιάστατη· καὶ θὰ ἐξηγήσω τὸ γιατί! Ὅταν λείπῃ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ὑποστατικὰ αὐτὰ στοιχεῖα, ἢ ὁ Θεὸς ἢ ὁ συνάνθρωπος ἢ ὁ ἑαυτός μας, δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε. Ἂς ποῦμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸν πλησίον μας καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ λείπῃ ὁ Θεός.
Τριπλὴ ἀγάπη ἐδῶ! Ναί, τρεῖς κατευθύνσεις ἔχει ἡ σωστικὴ ἀγάπη, μία πρὸς τὰ πάνω, μία τὸ πλάϊ καὶ μία πρὸς τὰ μέσα. Μία ἀγάπη ὑπερβατικὴ καθ’ ὕψος, ἐκδηλωτικὴ κατὰ πλάτος, οὐσιαστικὴ κατὰ βάθος. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐλλειπής, ὅταν δὲν εἶναι τρισδιάστατη· καὶ θὰ ἐξηγήσω τὸ γιατί! Ὅταν λείπῃ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ὑποστατικὰ αὐτὰ στοιχεῖα, ἢ ὁ Θεὸς ἢ ὁ συνάνθρωπος ἢ ὁ ἑαυτός μας, δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε. Ἂς ποῦμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸν πλησίον μας καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ λείπῃ ὁ Θεός.
Πῶς θὰ σωθοῦμε
χωρὶς Θεό; Πῶς θὰ
ζήσουμε τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης
στην Βασιλεία Του, ὅταν δὲν Τὸν
ἀγαποῦμε σὲ
τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ γίνουμε
κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του; Ἂς ποῦμε
ὅτι ἀγαποῦμε
τὸν Θεὸ καὶ
τὸν ἑαυτό μας καὶ
ἀφήνουμε ἀπ’ ἔξω
τὸν συνάνθρωπο. Πῶς θὰ
ζήσουμε μὲ αὐτὸν
σὲ μία μοιρασμένη οὐράνια
Βασιλεία; πῶς δὲν θὰ
μᾶς ἐνοχλῇ
τότε ἡ παρουσία καὶ ἐκείνου
σ’ αὐτήν, ὅταν μᾶς
ἐνοχλῇ ἡ
παρουσία του σὲ αὐτὴν
τὴν ζωή; Πῶς θὰ
ζήσουμε μὲ τὸν συνάνθρωπο
Χριστό, Αὐτὸν ποὺ
ἔγινε ἄνθρωπος καὶ
πλησίον μας, ὅταν δὲν ἀγαποῦμε
τὸν συνάνθρωπο; Κι ἂς ὑποθέσουμε
ὅτι ἀγαποῦμε
Θεὸ καὶ πλησίον καὶ
μισοῦμε τὸν ἑαυτό
μας. Ἐδῶ ἔχουμε
τὸ αὐταπόδεικτο τῆς
ἀπωλείας μας καὶ δὲν
χρειάζεται νὰ γίνῃ κἂν
λόγος.
Ἡ
ἀγάπη εἶναι μία θρὶ-ντὶ
(3D) πραγματικότητα, μία εἰκονικὴ
τρισδιάστατη πραγματικότητα, ὄχι ὀθόνης
ὑπολογιστῶν, ἀλλὰ
ὄντων ὑποστατικῶν,
ποὺ τοὺς δίνει ζωὴ
καὶ τὰ διασώζει ἀπὸ
τὴν ἀνυπαρξία. Ἡ
ἀγάπη εἶναι εἰκονικὴ
τρισδιάστατη πραγματικότητα, διότι εἰκονίζει τὸ
τρισυπόστατο τῆς θείας πραγματικότητας, ἐκεῖ
ὅπου ἐξ ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ Πατρὸς
ὑποστασιάζονται κατ’ οὐσίαν
τὰ ἄλλα δύο
πρόσωπα, ὁ Θεὸς Λόγος καὶ
ὁ Θεὸς Πνεῦμα.
Γιὰ
τὴν ἐπιστήμη τῶν
μαθηματικῶν οἱ τρεῖς
διαστάσεις εἶναι αὐτὲς
ποὺ ὁρίζουν τὸν
χῶρο, ἐκεῖ
ὅπου δίνεται σχῆμα, μορφὴ
καὶ ὕπαρξη στὰ
κτιστὰ ὄντα καὶ
συνεπῶς γιὰ τὸν
ἄνθρωπο ἔχει ἀξία
νὰ εἶναι
τρισδιάστατη ἡ ἀγάπη του, γιατὶ
ἐν αὐτῇ
μπορεῖ νὰ ἐννοῇ
τὸ σχῆμα, τὴν
μορφή, τὴν ὀμορφιά, τὸν
λόγο ὕπαρξής τους. Μέσα στὴν τρισδιάστατη
ἀγάπη τὰ πάντα ἀποκτοῦν
ὀμορφιὰ καὶ
χάρη. Ὁ ἄνθρωπος
πλατύνεται, ὑπερβαίνει ἀκόμη καὶ
τὴ διάσταση τοῦ χρόνου,
γίνεται ἀληθινὸς καὶ
αἰώνιος. Μέσα του διενεργεῖται
ἡ διάσπαση τῆς ἀτομικότητός
του καὶ ἡ διάπλαση τοῦ
προσώπου του ὡς ὄντος ποὺ
καλεῖται νὰ συναντηθῇ
μὲ τὸν πλησίον του
καὶ τὸν Θεό σὲ
ἕνα χῶρο εὐρύχωρο,
σὲ ἕνα χῶρο
συγχωρητικότητος, σὲ ἕνα χῶρο
ποὺ δὲν ἀπέχει
ἀπὸ τὸν
ἴδιο, στὸν χῶρο
τῶν καρδιακῶν ἀνατροπῶν.
Ὅσα
κι ἂν ποῦμε γιὰ
τὴν ἀγάπη ἀποκτοῦν
νόημα στὴν πράξη. Τὰ λόγια ἁπλῶς
φαντάζουν, δίνουν ἕνα στῖγμα ζωῆς,
δὲν εἶναι ἡ
ἴδια ἡ ζωή. Ἡ
πράξη μετρᾶ, ἡ ἔμπρακτη
ἀγάπη μετρᾶ. Κι ὅταν
ἀναφερόμαστε σὲ ἔμπρακτη
ἀγάπη δὲν στεκόμαστε ἁπλῶς
σὲ μία φαινόμενη φιλανθρωπία, σὲ
μία χρηματικὴ ἐλεημοσύνη,
διότι ἀκόμη καὶ αὐτὲς
οἱ πράξεις συχνάκις γίνονται τυπικὰ
ἀπὸ τὸ
ὑποκεῖμενο ποὺ
τὶς ἐνεργεῖ
καὶ χωρὶς οὐσιαστικὸ
ἐνδιαφέρον πρὸς τὸ
ἀντικείμενό τους. Ἡ ἀγάπη
εἶναι θυσία μὲ ὅ,τι
αὐτὸ συνεπάγεται. Ἂν
ἀγαπῶ τὸν
Θεό, θὰ κάνω ὅ,τι Ἐκεῖνος
γνωρίζει πὼς μὲ λυτρώνει, θὰ
μεταμορφώσω τὰ πάθη μου, θὰ κόψω τὶς
κοσμικὲς συνήθειες, ὅπως ἀκριβῶς
ἕνας ἐρωτευμένος
κάνει τὰ πάντα, γιὰ νὰ
μὴν χάσῃ τὴν
ἀγαπημένη του. Ἀλλὰ
δὲν γίνεται νὰ ἀγαπῶ
τὸν Θεὸ, χωρὶς
νὰ ἀγαπῶ
τὶς εἰκόνες τοῦ
σαρκωθέντος Θεοῦ, τὸν ἑαυτό
μου καὶ τοὺς συνανθρώπους
μου.
Ἡ
ἀγάπη εἶναι φωτιὰ
ποὺ καίει· καίει τοὺς ἀρνητές
της, καίει αὐτοὺς ποὺ
τὴν μισοῦν· καὶ
γίνεται κόλαση ἀφόρητη γιὰ ὅλους
αὐτούς, ποὺ ἐπιλέγουν
τὴν μονοδιάστατη ἢ δισδιάστατη ἀτομικότητα,
ἀλλὰ γίνεται καὶ
παράδεισος γιὰ αὐτοὺς
ποὺ ξέρουν νὰ ἀγαποῦν.
Καὶ μὴ νομίζετε πὼς
ὅλοι ξέρουμε νὰ ἀγαποῦμε...
Σκεφτεῖτε
τὸν ἑαυτό σας, ἀδελφοί
μου, μέσα σὲ μία φυλακὴ μαζὶ
μὲ τὰ ἀγαπημένα
σας πρόσωπα. Ἔ, αὐτὴ
ἡ κατάσταση εἶναι
παραδεισένια. Σκεφτεῖτε ἀπὸ
τὴν ἄλλη τὸν
ἑαυτό σας μέσα σὲ ἕνα
πολυτελὲστατο διαμέρισμα μὲ ἀνέσεις
καὶ ἀπολαύσεις, ὅπου
θὰ εἴσαστε ὑποχρεωμένοι
νὰ ζῆτε μαζὶ
μὲ ἀνθρώπους ποὺ
τοὺς προκαλεῖ ἀποστροφὴ
καὶ ἀηδία ἡ
παρουσία σας, ποὺ σᾶς ἀπεχθάνονται
καὶ τοὺς ἀπεχθάνεσθε,
τοὺς μισεῖτε καὶ
ἐνοχλεῖστε ἀκόμη
καὶ στὸ ἄκουσμα
τοῦ ὀνόματός τους. Ἔ,
αὐτὴ λοιπὸν
ἡ κατάσταση εἶναι μία κόλαση,
εἶναι μιὰ ἄσβεστη φλόγωση
δίχως φλόγα, μιὰ πυρκαγιὰ χωρὶς
πῦρ. Τί ἀπὸ
τὰ δύο θὰ προτιμοῦσατε,
ἀδελφοί μου; Ἐγὼ
πάντως θὰ ἐπέλεγα τὴν
πρώτη κατάσταση, ἐκεῖ ὅπου
ἡ παρουσία τῶν ἀγαπημένων
σπάζει τὰ σίδερα τῆς φυλακῆς,
φέρνει τὸ πλήρωμα τῆς εὐτυχίας
μέσα σὲ ἕνα κελί.
π. Στυλιανός Μακρής