Ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου σπιτιού, ονόματι Κεμάλ Εφέντης, διηγήθηκε τα γεγονότα ως εξής:
“Καθόμασταν ένα βράδυ στο τραπέζι, εγώ, η γυναίκα μου και τα παιδιά, όταν η λάμπα αναπήδησε αιφνιδίως, έπεσε καταγής και έσβησε. Η σύζυγός μου τη σήκωσε και την άναψε ξανά, αλλά η λάμπα έσβηνε πεισματικά, χωρίς προφανή αιτία. Εν τω μεταξύ, τα παιδιά ετοιμάζονταν να πάρουν το τσάι τους και προσπαθούσαν να ανάψουν τη γκαζιέρα. Μα, τότε, η γκαζιέρα άλλαξε θέση, άρχισε να σέρνεται βαριά, κατόπιν να περπατάει ωσάν να είχε πόδια και με μια απότομη, κοφτή κίνηση έπεσε καταπάνω στην τσαγιέρα και τη σώριασε στο πάτωμα. Τα παιδιά φοβήθηκαν, αλλά εγώ τα καθησύχασα, όπως μπορούσα.
Έπειτα, πέσαμε για ύπνο, αλλά κανείς μας δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του τα όσα παράδοξα είχαν προηγηθεί. Και το πρωί, όταν η υπηρέτρια μπήκε στην κουζίνα, βρήκε όλα τα μαγειρικά σκεύη σπασμένα σε μυριάδες κομμάτια και σκορπισμένα παντού τριγύρω.
Η όλη κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει πέρα από τα όρια κάθε λογικής κι έτσι, αναγκάστηκα να επισκεφτώ έναν Χότζα, για να τον συμβουλευτώ. Αυτός μου συνέστησε να απαγγείλω σαράντα φορές μια προσευχή, να ραντίσω το δωμάτιο με νερό και να φυσήξω μέσα σε μια φιάλη.
Πράγματι, λοιπόν, έτρεξα αμέσως να εκτελέσω τις συμβουλές του Χότζα, αλλά τη στιγμή κατά την οποία για τελευταία φορά φύσηξα μέσα στη γυάλινη φιάλη, αυτή τραβήχτηκε από τα χέρια μου, έμεινε για λίγο μετέωρη στον αέρα και στη συνέχεια, ξεκίνησε να αιωρείται και να πετά μέσα στο δωμάτιο, ενώ το μαγκάλι που βρισκόταν στο πλάι μου, άρχισε να κατρακυλά πέρα-δώθε.
Φοβήθηκα τόσο πολύ, που βγήκα πανικόβλητος έξω στον δρόμο. Κάλεσα απεγνωσμένα τους γείτονες, τον Χαμντί και τον Μεχμέτ, οι οποίοι αποφάσισαν να μπουν μέσα στο κονάκι μου, για να προλάβουν την πυρκαγιά από το μαγκάλι, που ήταν γεμάτο με αναμμένα κάρβουνα.
Την ώρα που οι δύο γείτονες μάζευαν από το δάπεδο τα κάρβουνα, ακούστηκε ξαφνικά ένας εκκωφαντικός κρότος από την κουζίνα. Έσπευσαν ευθύς και είδαν όλα τα σκεύη διαλυμένα και πεταμένα ολόγυρα, ενώ το νερό ανάβλυζε από τα δοχεία προς όλες τις κατευθύνσεις. Έτσι, φοβήθηκαν κι αυτοί, πετάχτηκαν έξω από το σπίτι και όλοι μαζί καταφύγαμε στην Αστυνομία. Στο δρόμο τρέχαμε, δεν περπατούσαμε.
Μετά από λίγο, έφτασε και ο Αστυνόμος του Τμήματος της περιφέρειας, ο οποίος παρέστη αυτόπτης μάρτυρας των ανεξήγητων αυτών φαινομένων. Μάλιστα, συνέταξε επιτόπου και τη σχετική έκθεση, που πιστοποιούσε το γεγονός.
Την άλλη μέρα κιόλας, κάλεσα τον Χότζα στην οικία μου. Μόλις μπήκε στο εσωτερικό της, όμως, ένα κάθισμα εκσφενδονίστηκε με ασυγκράτητη ορμή πάνω στο μεγάλο τραπέζι και το κουδούνι της αίθουσας, που το είχαμε για να ειδοποιούμε την υπηρέτρια, άρχισε να σημαίνει δαιμονιωδώς και να μη σταματά με τίποτα. Ο Χότζας ετράπη σε άτακτη φυγή, ακολουθούμενος από εμένα και την οικογένειά μου.
Έτσι όπως ήμασταν, αναστατωμένοι, ασθμαίνοντες και κάτωχροι, κατευθυνθήκαμε στον Αστυνομικό Σταθμό και παρακαλέσαμε να μας συνδράμουν με όποιον τρόπο ήταν εφικτό. Ο Διοικητής διέταξε, τότε, έναν Υπαστυνόμο να παραμείνει τη νύχτα εκείνη στο σπίτι μας.
Εκείνη τη νύχτα, εν τούτοις, δε συνέβη το παραμικρό. Μα, το πρωί, όταν ο Υπαστυνόμος κι εγώ ήμασταν μόνοι στο δωμάτιο, ακούστηκε ένας παράξενος κρότος, σαν μικρός σεισμός, και αμέσως η φιάλη, η οποία ήταν καταμεσής του τραπεζιού, εκτοξεύθηκε ψηλά και κατέληξε πάνω σε ένα κάθισμα στην άκρη της σάλας. Εδώ και μια εβδομάδα, όμως, επικρατεί ηρεμία”.
Αυτή ήταν η αφήγηση του Κεμάλ Εφέντη, όπως δημοσιεύθηκε σε τουρκικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης, μετά από ειδική έγκριση της Αστυνομικής Διεύθυνσης.
Η τραγική κατάληξη, πάντως, ήταν ότι η γυναίκα του υπέστη ισχυρότατο νευρικό κλονισμό και απεβίωσε λίγες μέρες μετά σε νοσοκομείο της Πόλης.
Το στοιχειωμένο σπίτι του Κεμάλ Εφέντη στην Κωνσταντινούπολη δειχνόταν πλέον με το δάχτυλο και κανείς δεν επιθυμούσε να διαβαίνει έξω από την πόρτα του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΘΗΝΑΙ”, στις 23/11/1925…