Παύλος Μελάς, «ο Αγιώργης της Μακεδονίας»
ο ηρωικός θάνατός του στις 13 Οκτωβρίου 1904 στα Στάτιτσα – σημερινό χωριό Μελάς
«ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ»:
«Αξίζει να πεθαίνεις για την Μακεδονία
αξίζει για την ΕΛΛΑΔΑ»
Ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς, ανθυπολοχαγός του πυροβολικού και γενικός Αρχηγός των σωμάτων της Δυτικής Μακεδονίας, της περιοχής Μοναστηρίου-Καστοριάς, έγινε ο μακεδονικός θρύλος, ο αγνότερος ήρωας του Μακεδονικού αγώνος, πασίγνωστος με το ψευδώνυμο Καπετάν Μίκης Ζέζας. Μίκης ονομάζονταν ο μικρός γιος του, Μιχαήλ και Ζέζα η κόρη του, Ζωή. Ακόμη έως τώρα τραγουδιούνται στη Μακεδονία τα δημοτικά τραγούδια που τον εξυμνούν.
Ο πατέρας του, Μιχαήλ Γ. Μελάς ήταν βαθύπλουτος, κατά περιόδους Δήμαρχος Αθηναίων και βουλευτής Αττικής, από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη. Ο Παύλος γεννήθηκε στη Μασσαλία της Νότιας Γαλλίας στις 29 Μαρτίου του 1870. Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Μεγαλώνοντας ο Παύλος ξεχωρίζει κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ’ αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα. Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα!
Στο προσωπικό του ημερολόγιο, τρεις μέρες πριν από τις εισιτήριες εξετάσεις στην Σχολή Ευελπίδων (Αύγουστος 1886) γράφει:
” … Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου … Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι’ αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει …”
Τον Οκτώβριο του 1892 παντρεύεται τη Ναταλία Δραγούμη, η οποία είναι Μακεδόνισσα. Πεθερός του είναι ο εξέχων πολιτικός Στέφανος Δραγούμης, πρώην υπουργός των Εξωτερικών και μετά Πρωθυπουργός. Αδερφός της Ναταλίας είναι ο Ίωνας Δραγούμης, η ακοίμητη συνείδηση της εποχής του. Σε επιστολή του που σώζεται προς τη σύζυγό του, γράφει: ” … τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ’ ιδίως ηθικού, τα οποία συνάντησα εις την αγαπητήν, την αγίαν σου οικογένειαν μ’ εβοήθησαν …”.
Έχοντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900, Μακεδονικό Κομιτάτο ως αντίδραση στη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Στις αρχές του 1904 ο Καπετάν Κώττας «προστάτης των Ορθοδόξων και το φόβητρο των Βουλγάρων» στη Μακεδονία ήλθε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τον Παύλο Μελά. Έτσι τον Φεβρουάριο του 1904 ο Παύλος Μελάς με άλλους τρεις αξιωματικούς μπαίνουν μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία, για να μελετήσουν την κατάσταση και να προετοιμάσει το έδαφος για μελλοντική ένοπλη δράση.
Επιστρέφει στη Μακεδονία τον Ιούλιο του ίδιου έτους ως δήθεν ζωέμπορος με το όνομα «Πέτρος Δέδες».
Για τρίτη φορά στις 18 Αυγούστου του 1904 ξεκινά ξανά για την Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας.
Στις 24 Αυγούστου 1904 ο Παύλος Μελάς μαζί με τους άνδρες του πριν διαβεί τα ελληνοτουρκικά σύνορα από τη Θεσσαλία, επισκέφθηκαν το Μοναστήρι της Μερίτσας, όπου μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Σε σχετική επιστολή του γράφει τα όσα βίωσε στα ενδόμυχα της υπάρξεώς του, με τα εξής συγκινητικά λόγια: «Χθες, όταν ετελείωσα το γράμμα μου, επήγα εις την εκκλησίαν της μονής με τους άνδρας μου. Είναι παλαιοτάτη, βυζαντινή. Οι τοίχοι κατάμαυροι σχεδόν, σκεπασμένοι με εικόνας Αγίων. Ακούσαμεν τον εσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβεν ο γέρων χωρικός, ιερεύς της Μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον, ο οποίος χάριν ημών και της θείας θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. Το μέγεθος της Θυσίας Του, το μέγεθος της Αποστολής Του, μ’ έκαναν να αισθάνωμαι πόσο μικροί και πόσον μακράν Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά συγχρόνως και με ενεθάρρυναν. Πάντοτε τον ελάτρευσα δια την θρησκείαν του και τον εθαύμασα δια την θυσίαν του. Ελπίζω να μας βοηθήσει. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος. Έτοιμος να κάνω τα πάντα. Μετά την Μετάληψιν επεράσαμεν τα σύνορα».
«Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου διά την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου. Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ».
Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου με ένοπλο σώμα 35 ανδρών, που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Κύπριοι, Μανιάτες και Κρητικοί, φθάνει στη Μακεδονία, κοντά στο Όστροβο (σημερινή Άρνισσα). Ήταν αυτή την μέρα 28 Αυγούστου του 1904 που στα Γιαννιτσά κατακρεούργησαν Βούλγαροι κομιτατζήδες την ηρωική 22χρονη δασκάλα Βελίκα Τράικου. Η βουλγαρική θηριωδία είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η γη βάφονταν με αίμα αθώων. Άγρια εγκλήματα γίνονταν καθημερινά. Ήδη η αποτυχημένη, οργανωμένη από Βουλγάρους της Ε.Μ.Ε.Ο (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), εξέγερση του Ίλιντεν (Ιούλιος 1903) έχει επιφέρει νέα δεινά στους χειμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς.
Στις 30 Αυγούστου ο ληστής Θανάσης Βάγιας, τον οποίο ο Μελάς είχε προσλάβει ως οδηγό, λιποτάκτησε και στη συνέχεια κατέδωσε το σώμα του Μελά στους Οθωμανούς. Τις επόμενες μέρες, το σώμα του Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1904 φθάνει στο Κωσταράζι από το οποίο η Καστοριά απέχει δύο ώρες με τα πόδια. Εκεί μένουν δύο ημέρες για να συνέλθουν, “… Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ΄ανυπομονώ να το κάμω…”
***
Σε επιστολή, προς τη γυναίκα του Ναταλία, γράφει μεταξύ άλλων: «Αδελφοί, ημείς που ήλθομεν από τας Αθήνας δια να σας βοηθήσωμεν, εφέραμε μαζί μας μόνον αγάπη, πατριωτισμόν και παλληκαριά… θα σας βοηθήσωμεν να υπερασπισθήτε κατά των ατιμιών των Βουλγάρων και, αν είναι ανάγκη, και κατά των ατιμιών των Τούρκων. Ημείς δεν θα σας βιάσωμεν να μας ακολουθήσετε, όπως σας έκαμαν οι Βούλγαροι. Αυτοί… το καλοκαίρι δια της βίας σας εσήκωσαν μόνον και μόνον δια να δείξουν εις την Ευρώπην ότι η Μακεδονία είναι βουλγαρική και ολόκληρος επανεστάτησε και… άφησαν τους Τούρκους και έκαψαν τα χωριά σας. Εμείς όπλα θα δώσωμεν δωρεάν εις όσους μας ζητήσουν. Αλλά και εκείνους που δεν θα μας ζητήσουν, θα τους αγαπώμεν και θα τους προστατεύωμεν… θα πολεμούμε στήθος με στήθος και πρώτα θα πέφτωμεν ημείς και έπειτα σεις».
Και αλλού εναγωνίως γράφει: «Πρέπει να τους ομιλήσω, να τους εμπνεύσω ενθουσιασμόν, πατριωτισμόν, θάρρος και πεποίθησιν. Θεέ μου βοήθησέ με. Μη με εγκαταλείπεις. Είμαι μόνος, χωρίς βοήθεια ουδαμόθεν, χωρίς ειδήσεις, χωρίς συνεννοήσεις…».
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Σεραφείμ, διάδοχος του μεγίστου εκείνου Μακεδονομάχου Μητροπολίτου Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, με έμφαση υπογραμμίζει ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Παύλου Μελά ήταν η άδολη αγάπη του για τον άνθρωπο και την πατρίδα και η αγάπη του προς τη Μητέρα Ορθόδοξη Εκκλησία και προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Στο στήθος του, πάνω από την καρδιά, έφερε τον Σταυρό. Και μέσα στην καρδιά του αγάπη μόνον. Ήλθε για να συμφιλιώσει, όχι να σκοτώσει. Στο Στρέμπενο (Ασπρόγεια) συνέλαβε τους δολοφόνους του παπα-Δημήτρη για να τους δικάσει αλλά εκείνοι πετάχτηκαν να φύγουν και οι ευθύβολοι Κρητικοί τους χτύπησαν στο φτερό. Ο Παύλος έκλαψε πικρά. «Ποιος είμαι εγώ να τους φονεύσω; Με ποιό δικαίωμα; Εγώ ήλθα δια να ειρηνεύσω τον τόπον», έγραψε στη Νάτα του.
Αρχίζει να γίνεται και ο ίδιος ο φόβος των Βουλγάρων και των προδοτών, άρχισε ν΄ αποδεκατίζει τις βουλγαρικές ομάδες. Η φήμη του εξαπλώνεται σε όλη την περιφέρεια! Πολλοί μάλιστα τον επισκέπτονται και του φέρνουν τα παιδιά τους να του φιλήσουν το χέρι, ενώ άλλοι του γράφουν. “… Καταλαβαίνομεν… την καλοσύνην σου και είδομεν το φως το αληθινόν…”. ‘Ολες αυτές οι εκδηλώσεις τον συγκινούν βαθιά και γεμάτος έλεος για τις μικρότητες που βλέπει γύρω του, συνεχίζει με αγάπη και ενθουσιασμό τη δύσκολη αποστολή του!
***
«Μονή Τσιριλόβου, Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1904 (σ.σ. ένα μήνα πριν το θάνατό του).
Το βράδυ… επήγα εις την εκκλησίαν του μοναστηρίου, την χαμηλήν, παναρχαίαν εκκλησίαν. Και εκεί μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισία. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον, το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου και έβλεπα μόνον φόνους αγρίους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών. Ενθυμήθηκα τη γλυκύτητα του οικογενειακού βίου, όλους σας, τας λεπτάς και ευγενείς υπάρξεις σας και η απελπισία μου μ’ ετρέλανε σχεδόν». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 379-379).
***
«Λέχοβον, 25 Σεπτεμβρίου 1904.
Νάτα μου,… Εγώ εδώ, ή μάλλον το σώμα μου εφόνευσε τους διαβόητους βουλαγρόπαππαν και βουλγαροδιδάσκαλον της Προκοπάνας την 17 Σεπτεμβρίου. Δια της πράξεως ταύτης υπεβοήθησα τους κατοίκους επενέλθουν εις την Ορθοδοξίαν και να δηλώσουν εντός δεκαημέρου την επιθυμίαν των ταύτην εις τον Μητροπολίτην. Την 18 εις την ελληνικώτατην Βελκαμένην, υπεχρέωσα 7 γονείς να αποσύρουν τα 7 τέκνα των, τους μόνους μαθητάς της ρουμανικής προπαγανδιστικής σχολής. Τον Ρουμάνον διδάσκαλον και ταυτοχρόνως κομιτατζήν υπεχρέωσα να φύγη εντός εβδομάδος, άν θέλη να ζήση. Αυτός έφυγεν την επαύριον». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 390και 395).
Γράφει μάλιστα σε επιστολή του: «Βάσιν του πολέμου, τον οποίον αναλάβαμεν θα έχωμεν την θρησκείαν. Διότι εναντίον αυτής προ πάντων επιτίθενται οι Βούλγαροι». «Είμαι βέβαιος ότι με την θέλησιν του Θεού θα παν όλα καλά»
Ολόκληρη την ευγενική του ύπαρξη πότιζε η βαθεια πίστη του στον Θεό, γράφει προς την σύζυγόν του Ναταλίαν, ότι «Χάρις εις αυτήν (εννοεί την θρησκείαν) ελυτρώθη και θα λυτρωθή καθ’ ολοκληρίαν ο τόπος μας» . Και συνεχίζει: «Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι με όλην την ψυχήν μας ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας», και στο προσωπικόν του ημερολόγιον «Ένεκα τούτου ηξίωσα να τηρούν ευλαβώς τα παραγγέλματα της θρησκείας μας, να μη βλασφημούν κ.λ.π.»
***
«Όταν πεθάνει ένας γενναίος, ανασταίνεται ένας λαός»
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος), ο Παύλος Μελάς και η ομάδα του κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του, που τότε ήταν πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στις αντιρρήσεις που εκφράζει για αυτή τη στάση τους ο φίλος και υπαρχηγός του Νίκος Πύρζας, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: “… Είναι αμαρτία, τα παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα, ας μείνωμεν εις το χωριό να στεγνώσουν ολίγον …”. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά, Ντίνας Στεργίου, μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια.
Την Τετάρτη στις 13 Οκτωβρίου του 1904 έπειτα από προδοσία των Βουλγάρων, της συμμορίας του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, κατά τις 5 το απόγευμα κυκλώθηκε από 150 Τούρκους. Μετά από δίωρη λυσσαλέα μάχη διέταξε αιφνίδια έξοδο. Ωρμησε πρώτος και μια σφαίρα τον πήρε στη μέση. Αφού έπεσε κάτω, έβγαλε το σταυρό του και τον παρέδωσε στον πιστό και αφοσιωμένο σύντροφό του Πύρζα, λέγοντας: «Τον σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι μου, όπως σου είπα, του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα…». Η τελευταία του φράση ήταν: “Βούλγαρος να μη μείνει” Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα άφησε την ψυχή του στα χέρια του πλάστου και δημιουργού Θεού.
Για να μην αναγνωριστεί ο νεκρός από τους Οθωμανούς, οι οποίοι δεν γνώριζαν ποιος ακριβώς ήταν ο άνδρας που είχαν σκοτώσει και δημιουργηθεί διπλωματική κρίση, οι σύντροφοι του Μελά απέκοψαν την κεφαλή του, την οποία με θρήνους και οιμωγές ο Παπα-Σταύρος Τσάμης ενταφιάζει στον προ της Ωραίας Πύλης χώρο της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι, στις 18 Οκτωβρίου. Το δε νεκρό σώμα μετεφέρθη από τους Τούρκους στην Καστοριά, όπου ο ατρόμητος και γενναιόφρων Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης σχεδόν απειλώντας τον Οθωμανό Καϊμακάμη παρέλαβε απαρηγόρητος τον λατρεμένο του Παύλο Μελά και με θρήνους εναπέθεσε το λείψανο στον περίβολο του βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών, όπου ανεφώνησε. «Ο Παύλος Μελάς δεν πέθανε. Τώρα αρχίζει η πραγματική του ζωή. Η θυσία του θα εμπνεύσει όλους, μικρούς και μεγάλους. Ο Αγώνας θα φουντώσει ως την επιτυχία». Η θυσία του έφερε την Ανάσταση. Ο ηρωικός θάνατός του συγκλόνισε την Ελλάδα, από κάθε γωνιά της Ελληνικής γης άρχισαν να καταφθάνουν στη Μακεδονία γενναίοι άνδρες, που έγιναν δεκτοί από τους Μακεδόνες καπεταναίους με ενθουσιασμό.
***
Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης περιγράφοντας τα της κηδεύσεως του σώματος του Παύλου Μελά έγραφε στην με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1904 επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Μελά, τα εξής:
«Φίλτατε αδελφέ,
Μαθών ότι εφτάσατε εις Αθήνας, εν συγκινήσει ψυχής και φρικτή δοκιμασία τεθλιμμένης καρδίας, υποβάλλω τη Υμετέρα Αγάπη θερμά συλλυπητήρια επί τη εθνική απωλεία του ενδόξου ήρωος, ενθουσιωδώς πατριώτου, πολυκλαύστου αδελφού μου, πολυτίμου γαμβρού σου και πρωτομάρτυρος της εθνικής ημών παλιγγενεσίας. Εγώ τον εθρήνησα και τον θρηνώ εισέτι απαρηγόρητος. Φαντάζομαι δε μακρόθεν οποία καταιγίς φρικώδης ενέσκηψεν εις τον δεδοξασμένον οίκον σας και ποίαν πληγήν κατήνεγκεν εις την τρυφεράν σου καρδίαν και να παρηγορήση χήραν και ορφανά εν τη φρικώδει δοκιμασία».
Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23η του απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. Είναι αδύνατον να περιγράψω ενταύθα την άληστον και ζοφώδη εκείνην ψυχολογικήν στιγμήν. Μικρού δειν έπιπτον λιπόθυμος εν τω Διοικητηρίω και οι κρουνοί των δακρύων μου προύδοσαν εις τους πέριξ την ανεμοζάλην της κλονισθείσης ψυχής μου. Συνελθών εκ της αποτόμου σκοτοδινιάσεως εζήτησα να ενταφιάσω το ιερόν λείψανον του αειμνήστου μας μάρτυρος.
Περί την δύσιν του ηλίου παρεδόθη μοι υπό των Αρχών, αλλά το μεν ένεκα της παρελθούσης ώρας, το δε θέλων να κερδίσω καιρόν προς προετοιμασίαν ανάλογον του μεγάλου ανδρός, κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας κείμενης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ εαυτώ όπως με παρηγορήση, ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέως, περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του με εν μετάξινον μανδήλιόν μου, κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, ένα Σταυρόν και μίαν εικόνα και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του. Πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού και μη υπάρχοντος εν αυτώ νεκροταφείου, μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του, τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου, όπως θρηνώ τον αοίδιμον ήρωα. Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του. Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον, επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου ανατείλη η ημέρα καθ’ ην η πατρίς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον. Τη 22α τρέχοντος ετελέσθη αθορύβως μνημόσυνον, είθε δε η θεία πρόνοια να ευδοκήση μετ’ ου το πολύ να τελέσωμεν μνημόσυνον πάνδημον οι πάντες επί το αυτό.
Δεν θα λησμονήσω επί ζωής τας οδυνηράς πικρίας, ας διήλθον τας ημέρας αυτάς, εξακολουθώ δε ευρισκόμενος νοερώς εν μέσω υμών και συνοδευόμενος υμίν.
Απαρηγόρητος.
Κώστας Γεωργίου (ψευδώνυμο του Μητρ. Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη)».
Ο Ίων Δραγούμης στο έργο του «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα» σημειώνει : «…. Πρώτος από τους Έλληνες ξανάρχισε τον πόλεμο με τους Βούλγαρους ένας Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Πυροβολικού, ο Παύλος Μελάς. Αυτός μας έδειξε ένα δρόμο τόσους αιώνες τώρα ξεχασμένο και είναι σα να μας λέγει μυστικά με μια του χεριού του κίνηση. Η πανώρια τούτη χώρα αίμα διψά και αποζητάει αμέτρητα παλικάρια. Έλληνες, η φύτρα σας σε γης ελληνική γεννιέται, ξεφυτρώνει, θεριεύει και φυτρώνει. Γενιές κλεφτών ας στέκονται παντοτινά, σκοποί ακούραστοι για να φυλάγουν τα Ελληνικά, τα άγια χώματα…….».
«Ακούσετε Ελληνόπουλα! Τις αμαρτίες των γερόντων μας και τις δικές μας αμαρτίες, τις φορτώθηκε ο Παύλος Μελάς και παθαίνουνταν και υπόφερνε γι’ αυτές, ενώ δεν ήταν άξιος για τέτοια τιμωρία (.). Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω -αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμού- μη λησμονήτε ποτέ το θάνατο του Παλληκαριού, αλλά προ πάντων μη λησμονήτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονήτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπόφερε, ούτε την πανώρια χώρα όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες».
»O θάνατός του είναι ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο Θάνατός του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τούς μαργωμένους, δυναμώνει τους αδύνατους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου ο θάνατος του Αντρείου……. Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκιά πενταπάρθενη που ερωτεύτηκες το θάνατο δίδαξε μας, ω, μάθε μας να μη πονεί και να μην καίει το αντίκρισμα της αγωνίας σου, ψυχή ωραία πενταπάρθενη.» Ιων Δραγούμης
***
Ο ηρωϊκός θάνατος του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά αφύπνισε τους ηγέτες του εθνικού κέντρου των Αθηνών και σύσσωμο τον ελληνικό λαό. Τούτο καταγράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο κι ο άλλος γυναικάδελφος του Παύλου Μελά, Φίλιππος Δραγούμης, όπου διαβάζουμε: «22 Οκτωβρίου, την άλλη μέρα: Σήμερον το πρωί γίνεται το μνημόσυνο του Παύλου εις την Μητρόπολιν. Πολύ πλήθος σπεύδει προς αυτήν… όλοι έκλαιον, εις το τέλος όλοι εκράυγασαν: Αιωνία σου η Μνήμη, έψαλλε ο χορός και συγχρόνως έπαιζεν η μουσική τον Εθνικό Ύμνο. Όταν όλα εσίγησαν ηκούσθη μια γενική κραυγή «Ζήτω η Ελλάς και η Μακεδονία». Ω, βλέπω, είμαι πλέον βέβαιος ότι θα ωφελήσει ο θάνατός του».
Και ο Ι.Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, επιβεβαιώνει: «Ο θάνατος του Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Αν και λίγοι γνώριζαν πως βρισκόταν στη Μακεδονία, όλοι τον έκλαψαν. Το τέλος του ήταν εκείνο που ο ίδιος στα γράμματά του άφηνε να διαφανεί. Είχε το νόημα της θυσίας, συντάραξε ολόκληρο το έθνος και παρακίνησε πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς να βγουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν τον θάνατό του. Ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από τον θάνατο του Μελά έγινε υπόθεση ολόκληρου του Ελληνισμού. Η θυσία του είχε πετύχει ό,τι καμία άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και έδειξε στον κόσμο ολόκληρο πως ο Ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρού βασιλείου δεν είχε χαθεί».
Ο Μοναστηριώτης Γεώργιος Μόδης – χρονικογράφος του Μακεδονικού αγώνα – τόνισε «Υπήρξε αναμφιβόλος ιδανικός ήρωας, ευγενέστατος άνθρωπος και λαμπρός χριστιανός».
Και ο Κωνσταντίνος Δούφλιας συμπληρώνει: «Οι γέροντες στη Δυτική Μακεδονία τον θυμούνται και βουρκώνουν. «Ήταν η ανάσταση του Μεγαλεξάνδρου», μου είπε κάποιος. Κι ένας άλλος στα Κορέστια κομπιαστά: «Ήταν ο Αγιώργης της Μακεδονίας». Τον θρύλο, όμως, του Μελά τον διατηρεί και τον γιγαντώνει η λαϊκή μούσα. Δημοτικά άσματα, κυρίως για τον θάνατό του, βρίσκουμε σε όλα τα μήκη και πλάτη του Ελλαδικού χώρου. Ακόμα τα χορτάρια είναι κόκκινα πάνω στο Βίτσι, εκεί όπου το αίμα του ανακατώθηκε με τα δάκρυα των Μακεδόνων. Εκεί που τον έκλαψε ο Παπα- Σταύρος κι ύστερα διάβηκε κι αυτός το πάνθεο των ηρώων. Έτσι λένε στα χωριά της Καστοριάς και της Φλώρινας. Κι έτσι τραγουδούν. Και τα κόκκινα χορτάρια τα ονομάζουν «Λούδια τ’ Μελά». Τον τραγουδούν και λένε:
«Σταλαματιά το αίμα μου
για σε πατρίδα χύνω,
για να ’χεις δόξα και τιμή,
να λάμπεις σαν το κρίνο.
Παύλος Μελάς κι αν πέθανε
Τα παλικάρια ζούνε
Θα φέρουνε τη λευτεριά
Στη χώρα που ποθούμε».
Η λαϊκή Μούσα έκανε τραγούδι τον θάνατό του:
Τί ’ναι ο αχός που ακούγεται στης Φλώρινας τα μέρη
Μην κάνας γάμος γίνεται; Μην κάνα πανηγύρι;
Ουδέ και γάμος γίνεται, ουδέ και πανηγύρι.
Ο Μίκης Ζέζας πολεμάει μ’ ένα ταμπόρι ασκέρι.
Τριγύρω-γύρω παγανιά κι ο Μίκης με τριάντα.
Κράζει τα παλληκάρια του και τα γλυκομιλάει:
— Παιδιά μου, μην τρομάζετε, το χάρο μη φοβάστε.
Τα παλληκάρια τα καλά μόνο Θεό φοβούνται.
Αρπάξτε τα τουφέκια σας και σύρτε τα σπαθιά σας
γιουρούσι για να κάμομε, αντίπερα να βγούμε.
Αρπάζουν τα τουφέκια τους και σέρνουν τα σπαθιά τους
γιουρούσι κάνουν και περνούν στην αντίκρυ ραχούλα
Κανένας δεν σκοτώθηκε, κανένας δεν λαβώθη,
μον’ ένα λεβεντόπαιδο, του πήραν το καμάρι.
Μελά, σε κλαίει η ’Ήπειρος και η Μακεδονία,
σε κλαίει η μαύρη μάννα σου, σε κλαίει κι η Ναταλία.
***
Ο Κωστής Παλαμάς ύμνησε τη θυσία του στο έργο του «Πολιτεία και Μοναξιά», στο ποιήμα «Παύλος Μελάς», και τον αποχαιρέτισε με τους στίχους :
«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι!
Πανάλαφρος ο ύπνος σου· του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις
εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή! Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις, και τη φέρνεις
σαν πιο κοντά».
https://iconandlight.wordpress.com/category/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/
ο ηρωικός θάνατός του στις 13 Οκτωβρίου 1904 στα Στάτιτσα – σημερινό χωριό Μελάς
«ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ»:
«Αξίζει να πεθαίνεις για την Μακεδονία
αξίζει για την ΕΛΛΑΔΑ»
Ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς, ανθυπολοχαγός του πυροβολικού και γενικός Αρχηγός των σωμάτων της Δυτικής Μακεδονίας, της περιοχής Μοναστηρίου-Καστοριάς, έγινε ο μακεδονικός θρύλος, ο αγνότερος ήρωας του Μακεδονικού αγώνος, πασίγνωστος με το ψευδώνυμο Καπετάν Μίκης Ζέζας. Μίκης ονομάζονταν ο μικρός γιος του, Μιχαήλ και Ζέζα η κόρη του, Ζωή. Ακόμη έως τώρα τραγουδιούνται στη Μακεδονία τα δημοτικά τραγούδια που τον εξυμνούν.
Ο πατέρας του, Μιχαήλ Γ. Μελάς ήταν βαθύπλουτος, κατά περιόδους Δήμαρχος Αθηναίων και βουλευτής Αττικής, από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη. Ο Παύλος γεννήθηκε στη Μασσαλία της Νότιας Γαλλίας στις 29 Μαρτίου του 1870. Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Μεγαλώνοντας ο Παύλος ξεχωρίζει κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ’ αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα. Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα!
Στο προσωπικό του ημερολόγιο, τρεις μέρες πριν από τις εισιτήριες εξετάσεις στην Σχολή Ευελπίδων (Αύγουστος 1886) γράφει:
” … Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου … Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι’ αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει …”
Τον Οκτώβριο του 1892 παντρεύεται τη Ναταλία Δραγούμη, η οποία είναι Μακεδόνισσα. Πεθερός του είναι ο εξέχων πολιτικός Στέφανος Δραγούμης, πρώην υπουργός των Εξωτερικών και μετά Πρωθυπουργός. Αδερφός της Ναταλίας είναι ο Ίωνας Δραγούμης, η ακοίμητη συνείδηση της εποχής του. Σε επιστολή του που σώζεται προς τη σύζυγό του, γράφει: ” … τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ’ ιδίως ηθικού, τα οποία συνάντησα εις την αγαπητήν, την αγίαν σου οικογένειαν μ’ εβοήθησαν …”.
Έχοντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900, Μακεδονικό Κομιτάτο ως αντίδραση στη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Στις αρχές του 1904 ο Καπετάν Κώττας «προστάτης των Ορθοδόξων και το φόβητρο των Βουλγάρων» στη Μακεδονία ήλθε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τον Παύλο Μελά. Έτσι τον Φεβρουάριο του 1904 ο Παύλος Μελάς με άλλους τρεις αξιωματικούς μπαίνουν μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία, για να μελετήσουν την κατάσταση και να προετοιμάσει το έδαφος για μελλοντική ένοπλη δράση.
Επιστρέφει στη Μακεδονία τον Ιούλιο του ίδιου έτους ως δήθεν ζωέμπορος με το όνομα «Πέτρος Δέδες».
Για τρίτη φορά στις 18 Αυγούστου του 1904 ξεκινά ξανά για την Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας.
Στις 24 Αυγούστου 1904 ο Παύλος Μελάς μαζί με τους άνδρες του πριν διαβεί τα ελληνοτουρκικά σύνορα από τη Θεσσαλία, επισκέφθηκαν το Μοναστήρι της Μερίτσας, όπου μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Σε σχετική επιστολή του γράφει τα όσα βίωσε στα ενδόμυχα της υπάρξεώς του, με τα εξής συγκινητικά λόγια: «Χθες, όταν ετελείωσα το γράμμα μου, επήγα εις την εκκλησίαν της μονής με τους άνδρας μου. Είναι παλαιοτάτη, βυζαντινή. Οι τοίχοι κατάμαυροι σχεδόν, σκεπασμένοι με εικόνας Αγίων. Ακούσαμεν τον εσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβεν ο γέρων χωρικός, ιερεύς της Μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον, ο οποίος χάριν ημών και της θείας θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. Το μέγεθος της Θυσίας Του, το μέγεθος της Αποστολής Του, μ’ έκαναν να αισθάνωμαι πόσο μικροί και πόσον μακράν Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά συγχρόνως και με ενεθάρρυναν. Πάντοτε τον ελάτρευσα δια την θρησκείαν του και τον εθαύμασα δια την θυσίαν του. Ελπίζω να μας βοηθήσει. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος. Έτοιμος να κάνω τα πάντα. Μετά την Μετάληψιν επεράσαμεν τα σύνορα».
«Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου διά την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου. Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ».
Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου με ένοπλο σώμα 35 ανδρών, που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Κύπριοι, Μανιάτες και Κρητικοί, φθάνει στη Μακεδονία, κοντά στο Όστροβο (σημερινή Άρνισσα). Ήταν αυτή την μέρα 28 Αυγούστου του 1904 που στα Γιαννιτσά κατακρεούργησαν Βούλγαροι κομιτατζήδες την ηρωική 22χρονη δασκάλα Βελίκα Τράικου. Η βουλγαρική θηριωδία είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η γη βάφονταν με αίμα αθώων. Άγρια εγκλήματα γίνονταν καθημερινά. Ήδη η αποτυχημένη, οργανωμένη από Βουλγάρους της Ε.Μ.Ε.Ο (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), εξέγερση του Ίλιντεν (Ιούλιος 1903) έχει επιφέρει νέα δεινά στους χειμαζόμενους ελληνικούς πληθυσμούς.
Στις 30 Αυγούστου ο ληστής Θανάσης Βάγιας, τον οποίο ο Μελάς είχε προσλάβει ως οδηγό, λιποτάκτησε και στη συνέχεια κατέδωσε το σώμα του Μελά στους Οθωμανούς. Τις επόμενες μέρες, το σώμα του Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1904 φθάνει στο Κωσταράζι από το οποίο η Καστοριά απέχει δύο ώρες με τα πόδια. Εκεί μένουν δύο ημέρες για να συνέλθουν, “… Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ΄ανυπομονώ να το κάμω…”
***
Σε επιστολή, προς τη γυναίκα του Ναταλία, γράφει μεταξύ άλλων: «Αδελφοί, ημείς που ήλθομεν από τας Αθήνας δια να σας βοηθήσωμεν, εφέραμε μαζί μας μόνον αγάπη, πατριωτισμόν και παλληκαριά… θα σας βοηθήσωμεν να υπερασπισθήτε κατά των ατιμιών των Βουλγάρων και, αν είναι ανάγκη, και κατά των ατιμιών των Τούρκων. Ημείς δεν θα σας βιάσωμεν να μας ακολουθήσετε, όπως σας έκαμαν οι Βούλγαροι. Αυτοί… το καλοκαίρι δια της βίας σας εσήκωσαν μόνον και μόνον δια να δείξουν εις την Ευρώπην ότι η Μακεδονία είναι βουλγαρική και ολόκληρος επανεστάτησε και… άφησαν τους Τούρκους και έκαψαν τα χωριά σας. Εμείς όπλα θα δώσωμεν δωρεάν εις όσους μας ζητήσουν. Αλλά και εκείνους που δεν θα μας ζητήσουν, θα τους αγαπώμεν και θα τους προστατεύωμεν… θα πολεμούμε στήθος με στήθος και πρώτα θα πέφτωμεν ημείς και έπειτα σεις».
Και αλλού εναγωνίως γράφει: «Πρέπει να τους ομιλήσω, να τους εμπνεύσω ενθουσιασμόν, πατριωτισμόν, θάρρος και πεποίθησιν. Θεέ μου βοήθησέ με. Μη με εγκαταλείπεις. Είμαι μόνος, χωρίς βοήθεια ουδαμόθεν, χωρίς ειδήσεις, χωρίς συνεννοήσεις…».
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Σεραφείμ, διάδοχος του μεγίστου εκείνου Μακεδονομάχου Μητροπολίτου Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, με έμφαση υπογραμμίζει ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Παύλου Μελά ήταν η άδολη αγάπη του για τον άνθρωπο και την πατρίδα και η αγάπη του προς τη Μητέρα Ορθόδοξη Εκκλησία και προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Στο στήθος του, πάνω από την καρδιά, έφερε τον Σταυρό. Και μέσα στην καρδιά του αγάπη μόνον. Ήλθε για να συμφιλιώσει, όχι να σκοτώσει. Στο Στρέμπενο (Ασπρόγεια) συνέλαβε τους δολοφόνους του παπα-Δημήτρη για να τους δικάσει αλλά εκείνοι πετάχτηκαν να φύγουν και οι ευθύβολοι Κρητικοί τους χτύπησαν στο φτερό. Ο Παύλος έκλαψε πικρά. «Ποιος είμαι εγώ να τους φονεύσω; Με ποιό δικαίωμα; Εγώ ήλθα δια να ειρηνεύσω τον τόπον», έγραψε στη Νάτα του.
Αρχίζει να γίνεται και ο ίδιος ο φόβος των Βουλγάρων και των προδοτών, άρχισε ν΄ αποδεκατίζει τις βουλγαρικές ομάδες. Η φήμη του εξαπλώνεται σε όλη την περιφέρεια! Πολλοί μάλιστα τον επισκέπτονται και του φέρνουν τα παιδιά τους να του φιλήσουν το χέρι, ενώ άλλοι του γράφουν. “… Καταλαβαίνομεν… την καλοσύνην σου και είδομεν το φως το αληθινόν…”. ‘Ολες αυτές οι εκδηλώσεις τον συγκινούν βαθιά και γεμάτος έλεος για τις μικρότητες που βλέπει γύρω του, συνεχίζει με αγάπη και ενθουσιασμό τη δύσκολη αποστολή του!
***
«Μονή Τσιριλόβου, Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 1904 (σ.σ. ένα μήνα πριν το θάνατό του).
Το βράδυ… επήγα εις την εκκλησίαν του μοναστηρίου, την χαμηλήν, παναρχαίαν εκκλησίαν. Και εκεί μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισία. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον, το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου και έβλεπα μόνον φόνους αγρίους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών. Ενθυμήθηκα τη γλυκύτητα του οικογενειακού βίου, όλους σας, τας λεπτάς και ευγενείς υπάρξεις σας και η απελπισία μου μ’ ετρέλανε σχεδόν». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 379-379).
***
«Λέχοβον, 25 Σεπτεμβρίου 1904.
Νάτα μου,… Εγώ εδώ, ή μάλλον το σώμα μου εφόνευσε τους διαβόητους βουλαγρόπαππαν και βουλγαροδιδάσκαλον της Προκοπάνας την 17 Σεπτεμβρίου. Δια της πράξεως ταύτης υπεβοήθησα τους κατοίκους επενέλθουν εις την Ορθοδοξίαν και να δηλώσουν εντός δεκαημέρου την επιθυμίαν των ταύτην εις τον Μητροπολίτην. Την 18 εις την ελληνικώτατην Βελκαμένην, υπεχρέωσα 7 γονείς να αποσύρουν τα 7 τέκνα των, τους μόνους μαθητάς της ρουμανικής προπαγανδιστικής σχολής. Τον Ρουμάνον διδάσκαλον και ταυτοχρόνως κομιτατζήν υπεχρέωσα να φύγη εντός εβδομάδος, άν θέλη να ζήση. Αυτός έφυγεν την επαύριον». (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 390και 395).
Γράφει μάλιστα σε επιστολή του: «Βάσιν του πολέμου, τον οποίον αναλάβαμεν θα έχωμεν την θρησκείαν. Διότι εναντίον αυτής προ πάντων επιτίθενται οι Βούλγαροι». «Είμαι βέβαιος ότι με την θέλησιν του Θεού θα παν όλα καλά»
Ολόκληρη την ευγενική του ύπαρξη πότιζε η βαθεια πίστη του στον Θεό, γράφει προς την σύζυγόν του Ναταλίαν, ότι «Χάρις εις αυτήν (εννοεί την θρησκείαν) ελυτρώθη και θα λυτρωθή καθ’ ολοκληρίαν ο τόπος μας» . Και συνεχίζει: «Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι με όλην την ψυχήν μας ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας», και στο προσωπικόν του ημερολόγιον «Ένεκα τούτου ηξίωσα να τηρούν ευλαβώς τα παραγγέλματα της θρησκείας μας, να μη βλασφημούν κ.λ.π.»
***
«Όταν πεθάνει ένας γενναίος, ανασταίνεται ένας λαός»
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος), ο Παύλος Μελάς και η ομάδα του κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του, που τότε ήταν πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στις αντιρρήσεις που εκφράζει για αυτή τη στάση τους ο φίλος και υπαρχηγός του Νίκος Πύρζας, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: “… Είναι αμαρτία, τα παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα, ας μείνωμεν εις το χωριό να στεγνώσουν ολίγον …”. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά, Ντίνας Στεργίου, μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια.
Την Τετάρτη στις 13 Οκτωβρίου του 1904 έπειτα από προδοσία των Βουλγάρων, της συμμορίας του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, κατά τις 5 το απόγευμα κυκλώθηκε από 150 Τούρκους. Μετά από δίωρη λυσσαλέα μάχη διέταξε αιφνίδια έξοδο. Ωρμησε πρώτος και μια σφαίρα τον πήρε στη μέση. Αφού έπεσε κάτω, έβγαλε το σταυρό του και τον παρέδωσε στον πιστό και αφοσιωμένο σύντροφό του Πύρζα, λέγοντας: «Τον σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι μου, όπως σου είπα, του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα…». Η τελευταία του φράση ήταν: “Βούλγαρος να μη μείνει” Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα άφησε την ψυχή του στα χέρια του πλάστου και δημιουργού Θεού.
Για να μην αναγνωριστεί ο νεκρός από τους Οθωμανούς, οι οποίοι δεν γνώριζαν ποιος ακριβώς ήταν ο άνδρας που είχαν σκοτώσει και δημιουργηθεί διπλωματική κρίση, οι σύντροφοι του Μελά απέκοψαν την κεφαλή του, την οποία με θρήνους και οιμωγές ο Παπα-Σταύρος Τσάμης ενταφιάζει στον προ της Ωραίας Πύλης χώρο της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι, στις 18 Οκτωβρίου. Το δε νεκρό σώμα μετεφέρθη από τους Τούρκους στην Καστοριά, όπου ο ατρόμητος και γενναιόφρων Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης σχεδόν απειλώντας τον Οθωμανό Καϊμακάμη παρέλαβε απαρηγόρητος τον λατρεμένο του Παύλο Μελά και με θρήνους εναπέθεσε το λείψανο στον περίβολο του βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών, όπου ανεφώνησε. «Ο Παύλος Μελάς δεν πέθανε. Τώρα αρχίζει η πραγματική του ζωή. Η θυσία του θα εμπνεύσει όλους, μικρούς και μεγάλους. Ο Αγώνας θα φουντώσει ως την επιτυχία». Η θυσία του έφερε την Ανάσταση. Ο ηρωικός θάνατός του συγκλόνισε την Ελλάδα, από κάθε γωνιά της Ελληνικής γης άρχισαν να καταφθάνουν στη Μακεδονία γενναίοι άνδρες, που έγιναν δεκτοί από τους Μακεδόνες καπεταναίους με ενθουσιασμό.
***
Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης περιγράφοντας τα της κηδεύσεως του σώματος του Παύλου Μελά έγραφε στην με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1904 επιστολή του προς τον Ίωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Μελά, τα εξής:
«Φίλτατε αδελφέ,
Μαθών ότι εφτάσατε εις Αθήνας, εν συγκινήσει ψυχής και φρικτή δοκιμασία τεθλιμμένης καρδίας, υποβάλλω τη Υμετέρα Αγάπη θερμά συλλυπητήρια επί τη εθνική απωλεία του ενδόξου ήρωος, ενθουσιωδώς πατριώτου, πολυκλαύστου αδελφού μου, πολυτίμου γαμβρού σου και πρωτομάρτυρος της εθνικής ημών παλιγγενεσίας. Εγώ τον εθρήνησα και τον θρηνώ εισέτι απαρηγόρητος. Φαντάζομαι δε μακρόθεν οποία καταιγίς φρικώδης ενέσκηψεν εις τον δεδοξασμένον οίκον σας και ποίαν πληγήν κατήνεγκεν εις την τρυφεράν σου καρδίαν και να παρηγορήση χήραν και ορφανά εν τη φρικώδει δοκιμασία».
Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23η του απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. Είναι αδύνατον να περιγράψω ενταύθα την άληστον και ζοφώδη εκείνην ψυχολογικήν στιγμήν. Μικρού δειν έπιπτον λιπόθυμος εν τω Διοικητηρίω και οι κρουνοί των δακρύων μου προύδοσαν εις τους πέριξ την ανεμοζάλην της κλονισθείσης ψυχής μου. Συνελθών εκ της αποτόμου σκοτοδινιάσεως εζήτησα να ενταφιάσω το ιερόν λείψανον του αειμνήστου μας μάρτυρος.
Περί την δύσιν του ηλίου παρεδόθη μοι υπό των Αρχών, αλλά το μεν ένεκα της παρελθούσης ώρας, το δε θέλων να κερδίσω καιρόν προς προετοιμασίαν ανάλογον του μεγάλου ανδρός, κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας κείμενης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ εαυτώ όπως με παρηγορήση, ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέως, περιέδεσα τας μαρτυρικάς χείρας του με εν μετάξινον μανδήλιόν μου, κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον, ένα Σταυρόν και μίαν εικόνα και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του. Πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού και μη υπάρχοντος εν αυτώ νεκροταφείου, μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του, τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου, όπως θρηνώ τον αοίδιμον ήρωα. Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του. Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον, επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου ανατείλη η ημέρα καθ’ ην η πατρίς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον. Τη 22α τρέχοντος ετελέσθη αθορύβως μνημόσυνον, είθε δε η θεία πρόνοια να ευδοκήση μετ’ ου το πολύ να τελέσωμεν μνημόσυνον πάνδημον οι πάντες επί το αυτό.
Δεν θα λησμονήσω επί ζωής τας οδυνηράς πικρίας, ας διήλθον τας ημέρας αυτάς, εξακολουθώ δε ευρισκόμενος νοερώς εν μέσω υμών και συνοδευόμενος υμίν.
Απαρηγόρητος.
Κώστας Γεωργίου (ψευδώνυμο του Μητρ. Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη)».
Ο Ίων Δραγούμης στο έργο του «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα» σημειώνει : «…. Πρώτος από τους Έλληνες ξανάρχισε τον πόλεμο με τους Βούλγαρους ένας Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Πυροβολικού, ο Παύλος Μελάς. Αυτός μας έδειξε ένα δρόμο τόσους αιώνες τώρα ξεχασμένο και είναι σα να μας λέγει μυστικά με μια του χεριού του κίνηση. Η πανώρια τούτη χώρα αίμα διψά και αποζητάει αμέτρητα παλικάρια. Έλληνες, η φύτρα σας σε γης ελληνική γεννιέται, ξεφυτρώνει, θεριεύει και φυτρώνει. Γενιές κλεφτών ας στέκονται παντοτινά, σκοποί ακούραστοι για να φυλάγουν τα Ελληνικά, τα άγια χώματα…….».
«Ακούσετε Ελληνόπουλα! Τις αμαρτίες των γερόντων μας και τις δικές μας αμαρτίες, τις φορτώθηκε ο Παύλος Μελάς και παθαίνουνταν και υπόφερνε γι’ αυτές, ενώ δεν ήταν άξιος για τέτοια τιμωρία (.). Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω -αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμού- μη λησμονήτε ποτέ το θάνατο του Παλληκαριού, αλλά προ πάντων μη λησμονήτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονήτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπόφερε, ούτε την πανώρια χώρα όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες».
»O θάνατός του είναι ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο Θάνατός του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τούς μαργωμένους, δυναμώνει τους αδύνατους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου ο θάνατος του Αντρείου……. Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκιά πενταπάρθενη που ερωτεύτηκες το θάνατο δίδαξε μας, ω, μάθε μας να μη πονεί και να μην καίει το αντίκρισμα της αγωνίας σου, ψυχή ωραία πενταπάρθενη.» Ιων Δραγούμης
***
Ο ηρωϊκός θάνατος του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά αφύπνισε τους ηγέτες του εθνικού κέντρου των Αθηνών και σύσσωμο τον ελληνικό λαό. Τούτο καταγράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο κι ο άλλος γυναικάδελφος του Παύλου Μελά, Φίλιππος Δραγούμης, όπου διαβάζουμε: «22 Οκτωβρίου, την άλλη μέρα: Σήμερον το πρωί γίνεται το μνημόσυνο του Παύλου εις την Μητρόπολιν. Πολύ πλήθος σπεύδει προς αυτήν… όλοι έκλαιον, εις το τέλος όλοι εκράυγασαν: Αιωνία σου η Μνήμη, έψαλλε ο χορός και συγχρόνως έπαιζεν η μουσική τον Εθνικό Ύμνο. Όταν όλα εσίγησαν ηκούσθη μια γενική κραυγή «Ζήτω η Ελλάς και η Μακεδονία». Ω, βλέπω, είμαι πλέον βέβαιος ότι θα ωφελήσει ο θάνατός του».
Και ο Ι.Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, επιβεβαιώνει: «Ο θάνατος του Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Αν και λίγοι γνώριζαν πως βρισκόταν στη Μακεδονία, όλοι τον έκλαψαν. Το τέλος του ήταν εκείνο που ο ίδιος στα γράμματά του άφηνε να διαφανεί. Είχε το νόημα της θυσίας, συντάραξε ολόκληρο το έθνος και παρακίνησε πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς να βγουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν τον θάνατό του. Ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από τον θάνατο του Μελά έγινε υπόθεση ολόκληρου του Ελληνισμού. Η θυσία του είχε πετύχει ό,τι καμία άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και έδειξε στον κόσμο ολόκληρο πως ο Ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρού βασιλείου δεν είχε χαθεί».
Ο Μοναστηριώτης Γεώργιος Μόδης – χρονικογράφος του Μακεδονικού αγώνα – τόνισε «Υπήρξε αναμφιβόλος ιδανικός ήρωας, ευγενέστατος άνθρωπος και λαμπρός χριστιανός».
Και ο Κωνσταντίνος Δούφλιας συμπληρώνει: «Οι γέροντες στη Δυτική Μακεδονία τον θυμούνται και βουρκώνουν. «Ήταν η ανάσταση του Μεγαλεξάνδρου», μου είπε κάποιος. Κι ένας άλλος στα Κορέστια κομπιαστά: «Ήταν ο Αγιώργης της Μακεδονίας». Τον θρύλο, όμως, του Μελά τον διατηρεί και τον γιγαντώνει η λαϊκή μούσα. Δημοτικά άσματα, κυρίως για τον θάνατό του, βρίσκουμε σε όλα τα μήκη και πλάτη του Ελλαδικού χώρου. Ακόμα τα χορτάρια είναι κόκκινα πάνω στο Βίτσι, εκεί όπου το αίμα του ανακατώθηκε με τα δάκρυα των Μακεδόνων. Εκεί που τον έκλαψε ο Παπα- Σταύρος κι ύστερα διάβηκε κι αυτός το πάνθεο των ηρώων. Έτσι λένε στα χωριά της Καστοριάς και της Φλώρινας. Κι έτσι τραγουδούν. Και τα κόκκινα χορτάρια τα ονομάζουν «Λούδια τ’ Μελά». Τον τραγουδούν και λένε:
«Σταλαματιά το αίμα μου
για σε πατρίδα χύνω,
για να ’χεις δόξα και τιμή,
να λάμπεις σαν το κρίνο.
Παύλος Μελάς κι αν πέθανε
Τα παλικάρια ζούνε
Θα φέρουνε τη λευτεριά
Στη χώρα που ποθούμε».
Η λαϊκή Μούσα έκανε τραγούδι τον θάνατό του:
Τί ’ναι ο αχός που ακούγεται στης Φλώρινας τα μέρη
Μην κάνας γάμος γίνεται; Μην κάνα πανηγύρι;
Ουδέ και γάμος γίνεται, ουδέ και πανηγύρι.
Ο Μίκης Ζέζας πολεμάει μ’ ένα ταμπόρι ασκέρι.
Τριγύρω-γύρω παγανιά κι ο Μίκης με τριάντα.
Κράζει τα παλληκάρια του και τα γλυκομιλάει:
— Παιδιά μου, μην τρομάζετε, το χάρο μη φοβάστε.
Τα παλληκάρια τα καλά μόνο Θεό φοβούνται.
Αρπάξτε τα τουφέκια σας και σύρτε τα σπαθιά σας
γιουρούσι για να κάμομε, αντίπερα να βγούμε.
Αρπάζουν τα τουφέκια τους και σέρνουν τα σπαθιά τους
γιουρούσι κάνουν και περνούν στην αντίκρυ ραχούλα
Κανένας δεν σκοτώθηκε, κανένας δεν λαβώθη,
μον’ ένα λεβεντόπαιδο, του πήραν το καμάρι.
Μελά, σε κλαίει η ’Ήπειρος και η Μακεδονία,
σε κλαίει η μαύρη μάννα σου, σε κλαίει κι η Ναταλία.
***
Ο Κωστής Παλαμάς ύμνησε τη θυσία του στο έργο του «Πολιτεία και Μοναξιά», στο ποιήμα «Παύλος Μελάς», και τον αποχαιρέτισε με τους στίχους :
«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι!
Πανάλαφρος ο ύπνος σου· του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις
εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή! Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις, και τη φέρνεις
σαν πιο κοντά».
https://iconandlight.wordpress.com/category/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/