- Σας παρακαλώ Γερόντισσα, αυτό το «δεν υπάρχω» που μας λέτε, πως δουλεύεται;
«Να σας πω. Είναι τώρα 20 χρόνια της ζωής μου που το κατανόησα καλά-καλά. Όταν έρχεται ένας άνθρωπος και σου λέει τον πόνο του, κι εσύ εκείνη την ώρα έχεις τον νου σου σε κάτι που αφορά τον εαυτό σου, ματαιοπονείς, δεν θα βοηθηθεί καθόλου αυτός ο άνθρωπος. Όταν όμως ξεχάσεις ότι υπάρχεις και γίνεις αυτός, κι ας είναι κλέφτης, ψεύτης, δολοφόνος, και μπεις στην ψυχή του και πεις :
«Θεέ μου! Τον καημένο! Πώς θα περάσει; Τι θα κάνει;» τότε, εκεί όπου βρίσκεται, χωρίς να τον κατακρίνεις, χωρίς να τον καταδικάσεις, χωρίς να τον μισήσεις, ξεκινάς και λες : «Μα ο Κύριος δεν είπε ότι έγινε άνθρωπος για να σηκώσει τα βάσανα τα ανθρώπινα και τις κακίες κι όλα αυτά»; Και τότε γίνεσαι ένα μ' αυτόν. Κι αυτός ο άνθρωπος, ενώ ήρθε όλο απελπισία, φεύγει τώρα χαρούμενος, γιατί ξέρει ότι ο Χριστός είναι μαζί του και ότι τα προβλήματά του θα τα τραβήξει αλλιώτικα. Λοιπόν, άμα γίνεις ο άλλος, ένας άνθρωπος έφυγε, άλλος έρχεται, έρχεται τρίτος, τέταρτος, πέμπτος ... Το βράδυ λες : Μα ποια είμαι εγώ από όλους αυτούς; Καμιά απ' αυτούς! ... Μα ποια είμαι λοιπόν; Μα δεν είμαι καμιά! Λοιπόν. Τι γούστο!
Τότε λέω : «Ας κοιτάζω τον Χριστό, κι ας μην υπάρχω! Δεν με μέλει»!...Το είπα μια, το είπα δυο, το είπα τρεις. ΄Αρχισαν να μου λένε : «Κρυώνεις;» Ποιος θα κρυώνει; Αφού δεν υπάρχω! «Πεινάς;» Ποιος θα πεινάει; Αφού δεν υπάρχω! «Σε πειράζουν τα καυσαέρια;» Ποιον να πειράζουν; Αφού δεν υπάρχω! Κι αυτοί νόμιζαν ότι ήμουν και λιγάκι σαλή ...»
«Να σας πω. Είναι τώρα 20 χρόνια της ζωής μου που το κατανόησα καλά-καλά. Όταν έρχεται ένας άνθρωπος και σου λέει τον πόνο του, κι εσύ εκείνη την ώρα έχεις τον νου σου σε κάτι που αφορά τον εαυτό σου, ματαιοπονείς, δεν θα βοηθηθεί καθόλου αυτός ο άνθρωπος. Όταν όμως ξεχάσεις ότι υπάρχεις και γίνεις αυτός, κι ας είναι κλέφτης, ψεύτης, δολοφόνος, και μπεις στην ψυχή του και πεις :
«Θεέ μου! Τον καημένο! Πώς θα περάσει; Τι θα κάνει;» τότε, εκεί όπου βρίσκεται, χωρίς να τον κατακρίνεις, χωρίς να τον καταδικάσεις, χωρίς να τον μισήσεις, ξεκινάς και λες : «Μα ο Κύριος δεν είπε ότι έγινε άνθρωπος για να σηκώσει τα βάσανα τα ανθρώπινα και τις κακίες κι όλα αυτά»; Και τότε γίνεσαι ένα μ' αυτόν. Κι αυτός ο άνθρωπος, ενώ ήρθε όλο απελπισία, φεύγει τώρα χαρούμενος, γιατί ξέρει ότι ο Χριστός είναι μαζί του και ότι τα προβλήματά του θα τα τραβήξει αλλιώτικα. Λοιπόν, άμα γίνεις ο άλλος, ένας άνθρωπος έφυγε, άλλος έρχεται, έρχεται τρίτος, τέταρτος, πέμπτος ... Το βράδυ λες : Μα ποια είμαι εγώ από όλους αυτούς; Καμιά απ' αυτούς! ... Μα ποια είμαι λοιπόν; Μα δεν είμαι καμιά! Λοιπόν. Τι γούστο!
Τότε λέω : «Ας κοιτάζω τον Χριστό, κι ας μην υπάρχω! Δεν με μέλει»!...Το είπα μια, το είπα δυο, το είπα τρεις. ΄Αρχισαν να μου λένε : «Κρυώνεις;» Ποιος θα κρυώνει; Αφού δεν υπάρχω! «Πεινάς;» Ποιος θα πεινάει; Αφού δεν υπάρχω! «Σε πειράζουν τα καυσαέρια;» Ποιον να πειράζουν; Αφού δεν υπάρχω! Κι αυτοί νόμιζαν ότι ήμουν και λιγάκι σαλή ...»