Γέρων Γρηγόριος Ι.Μ.Δοχειαρίου
Ἐφέτος ἀφιέρωσαν οἱ Θεσσαλονικεῖς τὴν Τσικνοπέμπτη στὸν ἐμπαιγμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ράσου. Φόρεσαν σταυροὺς καὶ ράσα καὶ μίτρες καὶ τιάρες καὶ κουκούλια μοναχικά. Ἂν αὐτοὶ εἶναι χριστιανοί, θὰ πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ τοὺς ἀφορίση καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὸν χῶρο της. Ὁ πνευματικὸς μέσα στὰ ἐρωτήματά του θὰ πρέπει νὰ ἔχη καὶ αὐτό: «Μήπως μασκαρεύτηκες καὶ ἐνέπαιξες τὰ θεῖα;», γιατὶ εἶναι ἐποχὴ ποὺ πλανῶνται καὶ οἱ ὀλίγοι ἐκλεκτοὶ ποὺ ὑπάρχουν.
Παῖξε βρὲ μὲ ὅ,τι ἄλλο θέλεις ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ράσο καὶ τὸν σταυρό. Εἶναι θεομπαιξία. Ἐπειδὴ εἶναι ντυμένοι μασκαράδες, εἶναι τόλμη ἄτολμη, θράσος καὶ ἀναίδεια δαιμονική. Εἶναι ἡ ἐσχάτη βλασφημία, ἡ ἐσχάτη προδοσία τῆς πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία δὲν τσίκνωσε ποτὲ τὴν προσφορά της. Πάντα προσέφερε καθάρια πράγματα, ἀληθινὰ πράγματα. Ἂν ἐσύ, Ὀνοήλ, δὲν μπόρεσες νὰ πάρης τίποτα, εἶναι δική σου ἀναξιότητα.
Παῖξε μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά. Ὅποιος καὶ νὰ εἶναι ὁ ρασοφόρος, σηκώνει τὸν σταυρό του μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν χαλεπὴ καὶ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη γενεά. Ἕλληνα πληγωμένε καὶ τραυματισμένε, προσκύνα τὸ ράσο καὶ τὸν σταυρὸ καὶ μὴ χλευάζης. Ὁ χλευασμὸς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου καὶ ἐπὶ τῶν τέκνων σου καὶ τῶν ἀπογόνων σου. Δὲν φαίνεται ὁ Θεὸς νὰ γίνεται ποτὲ ἵλεως σ᾽ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις.Σὰν νὰ μὴν εἶστε ἐσεῖς παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μπάσταρδα, νόθα. Ζῆτε μέσα στὸν βοῦρκο. Μόνον βοῦρλα καὶ ψαθιὰ καὶ βούτημα φυτρώνει στὴν καρδιά σας. Ὁ γελωτοποιὸς τῶν θείων καὶ τῶν ἱερῶν εἶναι ἑφτὰ φορὲς καταραμένος. Δὲν πιστεύεις στὴν Ἐκκλησία; Μὴ προσβάλης τὸν ἀδελφό σου ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν ὑβρίζει τὸ σπίτι σου καὶ δὲν ἐμπαίζει τὸ κατάντημά σου. Ὅταν θά ᾽χης ἀνάγκη, καὶ μὲ τὰ δυὸ χέρια θὰ φθάσης στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ζητήσης βοήθεια.
Τὴν ἐποχὴ τῆς δικτατορίας, οἱ κρατοῦντες προσπάθησαν τὰ καρναβάλια νὰ εἶναι παντοῦ ὠργανωμένα. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τότε ἕνας παλιὸς δεσπότης, διδάσκαλος καὶ μεγαλο-οφφικιάλιος, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς λειτούργησε στὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν καὶ μᾶς προέτρεψε νὰ πᾶμε ὅλοι στὸ καρναβάλι, γιὰ νὰ δοῦμε τὰ μοῦτρα μας! Ἐπαναστάτησα μέσα μου. Ἂν θέλω νὰ ἰδῶ τὰ μοῦτρα μου, θὰ τὰ δῶ στὴν ἐξομολόγηση, στὸν μεγάλο αὐτὸν καθρέπτη τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία πολλὲς φορές, ἀντὶ νὰ ἀνοίγη τὶς πόρτες, τὶς μανταλώνη μὲ γύφτικους σύρτες. Παρασύρεται ἀπὸ τὸν συρμὸ τῆς ἐποχῆς καὶ δείχνει δρόμους ζερβούς, σκαιούς, καὶ τὸν ἄρχοντα νὰ εὐχαριστήση καὶ τὸν διάβολο νὰ βοηθήση στὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔκανε αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος καὶ τίποτε περισσότερο. Δεσπότη μου, ἕνα Κύριο θὰ δουλέψουμε· εἶναι ἐντολὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἢ θὰ τά ᾽χης καλὰ μὲ τὸν Χριστὸ ἢ μὲ τὸν διάβολο. Ἔκτοτε, ὁσάκις συνάντησα αὐτὸν τὸν πολιὸ Γέροντα, γιατὶ σύχναζε σ᾽ ἕνα γειτονικὸ τῆς πατρίδας μου νησί, μόνον ποὺ τὸν ἔβλεπα μ᾽ ἔπιανε ταραχή. Τὸ μουσάκι του ὑποτύπωνε τὴν ἀποτυχία του στὴν ἀρχιερατική του ἀποστολή. Θεὸς σ᾽χωρέσ᾽ τον.
Ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ ἀντισταθῆ κρούοντας πένθιμα τὶς καμπάνες. Νὰ πενθήση, νὰ κλαύση γιὰ τὸ κατάντημα τῶν παιδιῶν της. Ὤρυξαν φρέαρ συντετριμμένο καὶ ἔπεσαν μέσα σ᾽ αὐτὸ. Ἡ καρδιά μου πονεῖ ὅταν βλέπω τὸν βαπτισμένο, τὸν μυρωμένο, τὸν κοινωνημένο νὰ ἐμπαίζη τὰ σύμβολα τῆς πίστεως. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος παπᾶς εἶναι ἕνα σύμβολο καὶ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂν μπερδευτήκανε τὰ βήματά σας, ὀρθοποδῆστε, προτοῦ σᾶς βροῦνε τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο καὶ νὰ πέση ὁ ἄνθρωπος δὲν κλονίζομαι, ἀλλὰ ὅταν ἐμπαίζη τὸν Θεό του καὶ Κύριό του, τρέμω καὶ στενάζω, βλέποντας τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ἀνοησία τῶν χριστιανῶν. Καὶ μάλιστα ὅταν ἀκούω ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο «Ὁ Θεὸς δὲν μυκτηρίζεται· ὅ,τι θὰ σπείρη ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ καὶ θὰ θερίση». Τὰ πετάξατε ὅλα στὸν δρόμο, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ἡ ὑπεροχὴ τῆς ἀσέβειάς σας. Κουβαλᾶτε ἐπάνω σας τὴν κατάρα καὶ τὸν ἀφορεσμὸ ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων ποὺ φόρεσαν τὸ ράσο καὶ κράτησαν τὸν σταυρό. Μουσκέψατε περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι μπορεῖτε τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά. Τὰ σφυροδρέπανα οἱ κομμουνιστὲς ἀκόμα δὲν τὰ ἐμπαίξανε, οὔτε οἱ μουσουλμάνοι τὴν ἡμισέληνο καὶ τὸν χότζα. Σᾶς σφύριξε ὁ διάβολος στ᾽ αὐτί. Ἅμα θὰ ἀρχίση ὅμως νὰ σφυρίζη ὁ Θεός, τότε δὲν θὰ μπορέσετε νὰ σταθῆτε οὔτε στὴν γῆ οὔτε στὸν οὐρανό.
Ἐμπαίζοντας ὁ ἄνθρωπος τὰ θεῖα, γίνεται μισητὸς καὶ στὸν νοητὸ καὶ στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Στὰ μικρά μου χρόνια ἕνα εἶδα νὰ ἐμπαίζη παπᾶ καὶ ἔκτοτε εἶναι τὸ μῖσος τῆς καρδιᾶς μου. Κανεὶς τὰ σύμβολα τῆς πίστεώς του δὲν τὰ ἐμπαίζει. Ἂν αὐτὰ δὲν στήριξαν ἐσᾶς, στήριξαν ὅμως γενεὲς γενεῶν. Τὸν ἑαυτό σου νὰ ἐμπαίζης ποὺ ἀπὸ ἄνθρωπος λογικὸς κατήντησες ἄλογος καὶ ἀπὸ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κατήντησες διάβολος.
Ἀλλὰ μὲ τὸν σημερινὸ δήμαρχο τῆς Θεσσαλονίκης τὶ εἴπω καὶ τί λαλήσω; Νὰ βλέπης ἔξω ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς ἐκκλησίες μαζεμένους χαλελέδες νὰ ἐμπαίζουνε τῶν πατέρων μας τὰ προγονικὰ σύμβολα! Ἂν ἤμουν νέος, φωτιὰ θά ᾽βαζα ἀπὸ τὴν μιὰ ἄκρη τῆς Θεσσαλονίκης μέχρι τὴν ἄλλη. Ἀπὸ τὸ φτωχό μου τὸ κελλὶ σᾶς ἀφορίζω καὶ εὔχομαι νὰ μὴν ἀξιωθῆτε ἄλλη φορὰ νὰ ἐμπαίζετε αὐτὰ ποὺ οἱ αἰῶνες κράτησαν γιὰ παροχὴ θείας δυνάμεως. Ἐμπαῖκτες, φρυάξατε καὶ ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δώση τὸ ἀνταπόδομά σας, ὃ ἀνταποδίδετε τῷ παντοκράτορι Θεῷ. Ἐσεῖς ἐμπαίζετε τὴν πατρῴα εὐσέβεια, τὸ σέβας τὸ αἰώνιον. Τσικνώσατε, τσικνώσατε καὶ φρεσκάδα νὰ μὴ λάβετε. Κάθε γεύση ποὺ γεύεστε τσικνωμένη καὶ πικραμένη νὰ εἶναι. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Ἐφέτος ἀφιέρωσαν οἱ Θεσσαλονικεῖς τὴν Τσικνοπέμπτη στὸν ἐμπαιγμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ράσου. Φόρεσαν σταυροὺς καὶ ράσα καὶ μίτρες καὶ τιάρες καὶ κουκούλια μοναχικά. Ἂν αὐτοὶ εἶναι χριστιανοί, θὰ πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ τοὺς ἀφορίση καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὸν χῶρο της. Ὁ πνευματικὸς μέσα στὰ ἐρωτήματά του θὰ πρέπει νὰ ἔχη καὶ αὐτό: «Μήπως μασκαρεύτηκες καὶ ἐνέπαιξες τὰ θεῖα;», γιατὶ εἶναι ἐποχὴ ποὺ πλανῶνται καὶ οἱ ὀλίγοι ἐκλεκτοὶ ποὺ ὑπάρχουν.
Παῖξε βρὲ μὲ ὅ,τι ἄλλο θέλεις ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ράσο καὶ τὸν σταυρό. Εἶναι θεομπαιξία. Ἐπειδὴ εἶναι ντυμένοι μασκαράδες, εἶναι τόλμη ἄτολμη, θράσος καὶ ἀναίδεια δαιμονική. Εἶναι ἡ ἐσχάτη βλασφημία, ἡ ἐσχάτη προδοσία τῆς πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία δὲν τσίκνωσε ποτὲ τὴν προσφορά της. Πάντα προσέφερε καθάρια πράγματα, ἀληθινὰ πράγματα. Ἂν ἐσύ, Ὀνοήλ, δὲν μπόρεσες νὰ πάρης τίποτα, εἶναι δική σου ἀναξιότητα.
Παῖξε μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά. Ὅποιος καὶ νὰ εἶναι ὁ ρασοφόρος, σηκώνει τὸν σταυρό του μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν χαλεπὴ καὶ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη γενεά. Ἕλληνα πληγωμένε καὶ τραυματισμένε, προσκύνα τὸ ράσο καὶ τὸν σταυρὸ καὶ μὴ χλευάζης. Ὁ χλευασμὸς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου καὶ ἐπὶ τῶν τέκνων σου καὶ τῶν ἀπογόνων σου. Δὲν φαίνεται ὁ Θεὸς νὰ γίνεται ποτὲ ἵλεως σ᾽ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις.Σὰν νὰ μὴν εἶστε ἐσεῖς παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μπάσταρδα, νόθα. Ζῆτε μέσα στὸν βοῦρκο. Μόνον βοῦρλα καὶ ψαθιὰ καὶ βούτημα φυτρώνει στὴν καρδιά σας. Ὁ γελωτοποιὸς τῶν θείων καὶ τῶν ἱερῶν εἶναι ἑφτὰ φορὲς καταραμένος. Δὲν πιστεύεις στὴν Ἐκκλησία; Μὴ προσβάλης τὸν ἀδελφό σου ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν ὑβρίζει τὸ σπίτι σου καὶ δὲν ἐμπαίζει τὸ κατάντημά σου. Ὅταν θά ᾽χης ἀνάγκη, καὶ μὲ τὰ δυὸ χέρια θὰ φθάσης στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ζητήσης βοήθεια.
Τὴν ἐποχὴ τῆς δικτατορίας, οἱ κρατοῦντες προσπάθησαν τὰ καρναβάλια νὰ εἶναι παντοῦ ὠργανωμένα. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τότε ἕνας παλιὸς δεσπότης, διδάσκαλος καὶ μεγαλο-οφφικιάλιος, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς λειτούργησε στὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν καὶ μᾶς προέτρεψε νὰ πᾶμε ὅλοι στὸ καρναβάλι, γιὰ νὰ δοῦμε τὰ μοῦτρα μας! Ἐπαναστάτησα μέσα μου. Ἂν θέλω νὰ ἰδῶ τὰ μοῦτρα μου, θὰ τὰ δῶ στὴν ἐξομολόγηση, στὸν μεγάλο αὐτὸν καθρέπτη τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία πολλὲς φορές, ἀντὶ νὰ ἀνοίγη τὶς πόρτες, τὶς μανταλώνη μὲ γύφτικους σύρτες. Παρασύρεται ἀπὸ τὸν συρμὸ τῆς ἐποχῆς καὶ δείχνει δρόμους ζερβούς, σκαιούς, καὶ τὸν ἄρχοντα νὰ εὐχαριστήση καὶ τὸν διάβολο νὰ βοηθήση στὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔκανε αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος καὶ τίποτε περισσότερο. Δεσπότη μου, ἕνα Κύριο θὰ δουλέψουμε· εἶναι ἐντολὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἢ θὰ τά ᾽χης καλὰ μὲ τὸν Χριστὸ ἢ μὲ τὸν διάβολο. Ἔκτοτε, ὁσάκις συνάντησα αὐτὸν τὸν πολιὸ Γέροντα, γιατὶ σύχναζε σ᾽ ἕνα γειτονικὸ τῆς πατρίδας μου νησί, μόνον ποὺ τὸν ἔβλεπα μ᾽ ἔπιανε ταραχή. Τὸ μουσάκι του ὑποτύπωνε τὴν ἀποτυχία του στὴν ἀρχιερατική του ἀποστολή. Θεὸς σ᾽χωρέσ᾽ τον.
Ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ ἀντισταθῆ κρούοντας πένθιμα τὶς καμπάνες. Νὰ πενθήση, νὰ κλαύση γιὰ τὸ κατάντημα τῶν παιδιῶν της. Ὤρυξαν φρέαρ συντετριμμένο καὶ ἔπεσαν μέσα σ᾽ αὐτὸ. Ἡ καρδιά μου πονεῖ ὅταν βλέπω τὸν βαπτισμένο, τὸν μυρωμένο, τὸν κοινωνημένο νὰ ἐμπαίζη τὰ σύμβολα τῆς πίστεως. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος παπᾶς εἶναι ἕνα σύμβολο καὶ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂν μπερδευτήκανε τὰ βήματά σας, ὀρθοποδῆστε, προτοῦ σᾶς βροῦνε τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο καὶ νὰ πέση ὁ ἄνθρωπος δὲν κλονίζομαι, ἀλλὰ ὅταν ἐμπαίζη τὸν Θεό του καὶ Κύριό του, τρέμω καὶ στενάζω, βλέποντας τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ἀνοησία τῶν χριστιανῶν. Καὶ μάλιστα ὅταν ἀκούω ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο «Ὁ Θεὸς δὲν μυκτηρίζεται· ὅ,τι θὰ σπείρη ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ καὶ θὰ θερίση». Τὰ πετάξατε ὅλα στὸν δρόμο, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ἡ ὑπεροχὴ τῆς ἀσέβειάς σας. Κουβαλᾶτε ἐπάνω σας τὴν κατάρα καὶ τὸν ἀφορεσμὸ ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων ποὺ φόρεσαν τὸ ράσο καὶ κράτησαν τὸν σταυρό. Μουσκέψατε περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι μπορεῖτε τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά. Τὰ σφυροδρέπανα οἱ κομμουνιστὲς ἀκόμα δὲν τὰ ἐμπαίξανε, οὔτε οἱ μουσουλμάνοι τὴν ἡμισέληνο καὶ τὸν χότζα. Σᾶς σφύριξε ὁ διάβολος στ᾽ αὐτί. Ἅμα θὰ ἀρχίση ὅμως νὰ σφυρίζη ὁ Θεός, τότε δὲν θὰ μπορέσετε νὰ σταθῆτε οὔτε στὴν γῆ οὔτε στὸν οὐρανό.
Ἐμπαίζοντας ὁ ἄνθρωπος τὰ θεῖα, γίνεται μισητὸς καὶ στὸν νοητὸ καὶ στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Στὰ μικρά μου χρόνια ἕνα εἶδα νὰ ἐμπαίζη παπᾶ καὶ ἔκτοτε εἶναι τὸ μῖσος τῆς καρδιᾶς μου. Κανεὶς τὰ σύμβολα τῆς πίστεώς του δὲν τὰ ἐμπαίζει. Ἂν αὐτὰ δὲν στήριξαν ἐσᾶς, στήριξαν ὅμως γενεὲς γενεῶν. Τὸν ἑαυτό σου νὰ ἐμπαίζης ποὺ ἀπὸ ἄνθρωπος λογικὸς κατήντησες ἄλογος καὶ ἀπὸ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κατήντησες διάβολος.
Ἀλλὰ μὲ τὸν σημερινὸ δήμαρχο τῆς Θεσσαλονίκης τὶ εἴπω καὶ τί λαλήσω; Νὰ βλέπης ἔξω ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς ἐκκλησίες μαζεμένους χαλελέδες νὰ ἐμπαίζουνε τῶν πατέρων μας τὰ προγονικὰ σύμβολα! Ἂν ἤμουν νέος, φωτιὰ θά ᾽βαζα ἀπὸ τὴν μιὰ ἄκρη τῆς Θεσσαλονίκης μέχρι τὴν ἄλλη. Ἀπὸ τὸ φτωχό μου τὸ κελλὶ σᾶς ἀφορίζω καὶ εὔχομαι νὰ μὴν ἀξιωθῆτε ἄλλη φορὰ νὰ ἐμπαίζετε αὐτὰ ποὺ οἱ αἰῶνες κράτησαν γιὰ παροχὴ θείας δυνάμεως. Ἐμπαῖκτες, φρυάξατε καὶ ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δώση τὸ ἀνταπόδομά σας, ὃ ἀνταποδίδετε τῷ παντοκράτορι Θεῷ. Ἐσεῖς ἐμπαίζετε τὴν πατρῴα εὐσέβεια, τὸ σέβας τὸ αἰώνιον. Τσικνώσατε, τσικνώσατε καὶ φρεσκάδα νὰ μὴ λάβετε. Κάθε γεύση ποὺ γεύεστε τσικνωμένη καὶ πικραμένη νὰ εἶναι. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης