Σε αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιροὺς τῆς ἐπικράτησης τῆς αἵρεσης βλέπουμε
τὸ λυπηρὸ φαινόμενο νὰ πολεμοῦνται καὶ νὰ ὑβρίζονται συνήθως χωρὶς
ἐπιχειρήματα, ὅσοι σχολιάζουν καὶ ἐλέγχουν κείμενα,
κυρίως Ἐπισκόπων, ποὺ ἀποκλίνουν ἀπὸ ἢ διαστρεβλώνουν τὴν πατερικὴ
διδασκαλία.
Οἱ ἐπιτιθέμενοι εἶναι συνήθως ἄνθρωποι τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ πανεπιστημιακοῦ χώρου, ποὺ ὑποστηρίζουν μὲ λίγα λόγια καὶ δυστυχῶς χωρὶς πατερικὰ χωρία, ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ κάθε ἕνας νὰ θεολογεῖ καὶ νὰ σχολιάζει κείμενα, πόσῳ μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιὰ κείμενα τῶν λεγομένων «αὐθεντιῶν». Τὸ γεγονός, ὅτι κάποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πίστη του, δὲν τὸν βάζει αὐτόματα στὸ ἀπυρόβλητο καὶ δὲν τὸν προφυλάσει ἀπὸ ὀλισθήματα πνευματικά. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους, καὶ πρῶτα γιὰ μένα.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς δίδασκε, ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶναι ὑπεύθυνος μὲ τὰ λόγια του καὶ τὶς πράξεις του γιὰ ὅλην τὴν Ὀρθοδοξία συνολικά. Ἄρα εἶναι ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ἱερὸ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, ποὺ μὲ τὸ βάπτισμά του ἔλαβε τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει τὶς Γραφές, νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκει καὶ νὰ ἐλέγχει, ὅποιον φαίνεται νὰ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη, ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς στοὺς αἰῶνες, κατ’ ἐξοχὴν δέ, ὅταν οἱ φύλακες τῆς Πίστεως (Ἐπίσκοποι καὶ λοιποὶ Ποιμένες -ὅπως συμβαίνει στὰ ἐσχατολογικὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε) ἐπὶ δεκαετίες συμβιώνουν καὶ συμπορεύονται μὲ τὴν αἵρεση.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξάλλου, λέει γιὰ τοὺς λαϊκούς, ποὺ καταφέρονται ἐναντίον τῶν Κληρικῶν γιὰ θέματα Πίστεως: «Δὲν τοὺς κατακρίνω, τοὺς ἐπαινῶ, θὰ εὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177). Ὄχι μόνο δὲν τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἅγιος φανατικούς, ἀκραίους, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, κλπ. ἀλλὰ τοὺς ἐπαινεῖ κιόλας.
Οἱ ἐπιτιθέμενοι εἶναι συνήθως ἄνθρωποι τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ πανεπιστημιακοῦ χώρου, ποὺ ὑποστηρίζουν μὲ λίγα λόγια καὶ δυστυχῶς χωρὶς πατερικὰ χωρία, ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ κάθε ἕνας νὰ θεολογεῖ καὶ νὰ σχολιάζει κείμενα, πόσῳ μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιὰ κείμενα τῶν λεγομένων «αὐθεντιῶν». Τὸ γεγονός, ὅτι κάποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πίστη του, δὲν τὸν βάζει αὐτόματα στὸ ἀπυρόβλητο καὶ δὲν τὸν προφυλάσει ἀπὸ ὀλισθήματα πνευματικά. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους, καὶ πρῶτα γιὰ μένα.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς δίδασκε, ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶναι ὑπεύθυνος μὲ τὰ λόγια του καὶ τὶς πράξεις του γιὰ ὅλην τὴν Ὀρθοδοξία συνολικά. Ἄρα εἶναι ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ἱερὸ τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, ποὺ μὲ τὸ βάπτισμά του ἔλαβε τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει τὶς Γραφές, νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκει καὶ νὰ ἐλέγχει, ὅποιον φαίνεται νὰ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη, ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς στοὺς αἰῶνες, κατ’ ἐξοχὴν δέ, ὅταν οἱ φύλακες τῆς Πίστεως (Ἐπίσκοποι καὶ λοιποὶ Ποιμένες -ὅπως συμβαίνει στὰ ἐσχατολογικὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε) ἐπὶ δεκαετίες συμβιώνουν καὶ συμπορεύονται μὲ τὴν αἵρεση.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξάλλου, λέει γιὰ τοὺς λαϊκούς, ποὺ καταφέρονται ἐναντίον τῶν Κληρικῶν γιὰ θέματα Πίστεως: «Δὲν τοὺς κατακρίνω, τοὺς ἐπαινῶ, θὰ εὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177). Ὄχι μόνο δὲν τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἅγιος φανατικούς, ἀκραίους, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, κλπ. ἀλλὰ τοὺς ἐπαινεῖ κιόλας.