Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ

Ὅταν πιστεύῃς ὅτι ὑπάρχει Θεὸς κι ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὰ κοράκια καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνει νηστικά, δὲν θ᾿ ἀφήσῃ τὰ παιδιὰ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, γίνονται θαύματα

Aπόσπασμα από την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, στην (Β΄ Θεσ. 3,3),
στον κύκλο ανδρών του Μητροπολίτου Φλώρινης π. Αυγουστίνου Καντιώτου Παντρεύτηκες; πρέπει νὰ κάνῃς παιδιά. Σοῦ τὸ λέει ὁ Θεὸς καὶ σοῦ ἐγγυᾶται, ὅτι ―Ἐγὼ θὰ τ᾿ ἀναλάβω, ὅ,τι καὶ ἂν συμβῇ. Δὲν θὰ τ᾿ ἀφήσω μόνα, θὰ τὰ προστατεύσω. Πίστεψε στὸ Θεό. ―Ὄχι, ἀπαντᾷ αὐτός. Ἐγώ, γιὰ νὰ ἔχω ἕνα παιδί, πρέπει καὶ νὰ τὸ ἀποκαταστήσω· νὰ ἔχω ἕνα διαμέρισμα, νὰ ἔχω τὸ αὐτοκίνητο καὶ κάποια περιουσία στὴν τράπεζα…
Ἀνόητε ἄνθρωπε, παλιάνθρωπε, ἄπιστε· τὸ διαμέρισμα εἶνε ἡ ἀσφάλεια τῶν παιδιῶν σου; Δὲν πιστεύεις στὸ Θεό, ἀλλὰ στὸ μαμωνᾶ… Αὐτὸς πιστεύει στὰ σπίτια, στὰ διαμερίσματα, στὰ αὐτοκίνητα, στὸ χρῆμα, καὶ κάνει πρόγραμμα καὶ λέει· Τόσα ἔχω, τόσα παιδιὰ θὰ κρατήσω. Τὰ χρήματα ὅμως αὐτά, στὰ ὁποῖα στηρίζεται, φεύγουν, καταστρέφονται καὶ διαλύονται. Γίνεται ἕνας σεισμός, ἕνας πόλεμος, καὶ πέφτουν καὶ χάνονται.
Ὁ Θεὸς δὲν πέφτει, εἶνε αἰώνιος. Ἂν εἶχαν οἱ ἄνθρωποι ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, θὰ ἔκαναν παιδιά. Ἐκλονίσθη ἡ πίστις, δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, γι᾿ αὐτὸ δὲν κάνουν παιδιά. Καὶ εἶνε αὐτὸ μιὰ ἀπόδειξι τῆς ἀπιστίας τους. Εἴμεθα ἄπιστοι. Ὅταν πιστεύῃς ὅτι ὑπάρχει Θεὸς κι ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὰ κοράκια καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνει νηστικά, δὲν θ᾿ ἀφήσῃ τὰ παιδιὰ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, γίνονται θαύματα.
Ἔχουμε παιδιὰ πλουσίων ἀνθρώπων, μονάκριβα, ποὺ γίνανε λωποδύτες καὶ ἀπατεῶνες καὶ πέθαναν. Καὶ ἔχουμε παιδιὰ πτωχοτάτων οἰκογενειῶν, ποὺ μένει κανεὶς κατάπληκτος πῶς μεγάλωσαν, πῶς ἐξελίχθηκαν καὶ πῶς ἀναδείχθηκαν στὴν κοινωνία. Χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτε, μόνο μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ πολυτέκνου πατέρα. Τὰ ἐγέννησε, τὰ ἔφερε στὸν κόσμο, καὶ εἶπε· Θεέ μου, σ᾿ ἐσένα τὰ ἐμπιστεύομαι. «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» (ἐκκλ. εὐχή).
Σᾶς τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ τώρα, γιατὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι. Ἑκατὸ στρατηγοὶ περάσανε ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινα ἐπίσκοπος. Ὅλοι τους εἶχαν ἕνα – δύο παιδιά. Μὲ ἐξώργισαν, μὲ ἔφεραν στὸ ἀμήν. Δὲν τὸ ὑπέφερα πλέον, καὶ στὸν τελευταῖο ἐξερράγην. ―Ἀμάν, τοῦ λέω· περάσατε ἀπὸ ἐδῶ ἐθιμοτυπικὰ ἑκατὸ ἀνώτατοι ἀξιωματικοί, ταξίαρχοι καὶ στρατηγοί, καὶ κανείς ἀπὸ σᾶς δὲν ἔχει παιδιά· μόνο ἕνα – δύο. Ντροπή, τοῦ λέω· τί πάθατε καὶ ἔχετε μόνο δύο παιδιά;…
Ἦταν ταπεινὸς ὁ στρατηγὸς αὐτός. Ἄλλοι, ὅταν τοὺς ἐλέγχω, σηκώνονται καὶ φεύγουν δημιουργώντας ἐπεισόδια στὸ γραφεῖο. Γιατὶ ―δὲν ξέρω πῶς― μὲ τοὺς μικροὺς ἀναπαύομαι. Ἂν ἔρθῃ ἕνας, ὁ πιὸ πτωχός, στὸ γραφεῖο μου, μπορῶ νὰ καθήσω καὶ νὰ κουβεντιάσω μαζί του ὥρα ὁλόκληρη· μ᾿ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ταράζομαι. Δὲν πιστεύουν στὸ Θεό. Σᾶς τὸ λέω μετὰ λύπης· μιλᾶνε γιὰ Χριστὸ Θεὸ Παναγία, καὶ στὶς γιορτὲς τὶς μεγάλες ἔρχονται μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ πέρα τούτου, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, δὲν πιστεύουν τίποτε. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄλλοι ἐγγράμματοι (δάσκαλοι, καθηγηταί, ἐπιστήμονες…), ἐπειδὴ ἔχουν ὑπερηφάνεια, δὲν πιστεύουν. Τί διαφέρουν δηλαδὴ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν κόκκινη ἀθεΐα; Αὐτοὶ εἶνε λευκὴ ἀθεΐα. Ἀλλὰ εἴτε κόκκινη εἴτε λευκὴ ἀθεΐα, τὸ ίδιο πρᾶγμα εἶνε. Εἴτε μαῦρος σκύλος σὲ δαγκάσῃ εἴτε λευκός, τὸ ἴδιο κακὸ θὰ κάνῃ. Δάγκωμα εἶνε καὶ τὸ ἕνα, δάγκωμα καὶ τὸ ἄλλο.
Ὁ στρατηγὸς ὅμως αὐτὸς ἦταν ταπεινὸς ἄνθρωπος καὶ ἄρχισε νὰ συγκινῆται. Καὶ μοῦ λέει· ―Δέσποτα, πρώτη φορὰ μοῦ ἔκανε τέτοια ἐρώτησι ἐπίσκοπος. Καὶ μοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία του. ―Εἶμαι ἀπὸ τὴ Μάνη, μοῦ εἶπε. Ὁ πατέρας μου ἦτο πάμπτωχος· τσαρούχια φοροῦσε, μάζευε ἐλιὲς καὶ κλάδευε τ᾿ ἀμπέλια καὶ ψάρευε γιὰ νὰ ζήσουμε. Πόσα, λέτε, παιδιὰ ἔκανε ὁ πάμπτωχος πατέρας μου; Δεκαπέντε παιδιά· κ᾿ ἐγὼ εἶμαι ὁ τελευταῖος!… Τὰ ἔλεγε αὐτὰ καὶ ἔκλαιγε. ―Πῶς, τοῦ λέω, ὁ πάμπτωχος πατέρας σου ἔκανε δεκαπέντε παιδιά, κ᾿ ἐσὺ μὲ λεφτά, μὲ κοῦρσες καὶ ἀξιώματα ἔκανες μόνο δυὸ παιδιά; Σηκώθηκε ἐπάνω καὶ μοῦ εἶπε· ―Πίστευε στὸ Μεγαλοδύναμο, ποὺ τρέφει τὰ κοράκια!
Ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε τὰ παιδιά, δὲν τὰ ἔδωσες σύ, βρὲ παλιάνθρωπε. Εἶνε ἕνα μεγαλούργημα τὰ παιδιά, εἶνε ἕνα θεῖο πρᾶγμα, οὐράνιον. Καὶ ἀξίωσε ὁ Θεός, αὐτὸν τὸν πάμπτωχο πατέρα, νὰ δῇ τὸ τελευταῖο παιδί του στρατηγό. Λαχεῖο εἶνε τὰ παιδιά· τὸ τελευταῖο παιδὶ ἦταν μπουναμᾶς. Εἶνε ἀποδεδειγμένο καὶ ἱστορικῶς καὶ ψυχολογικῶς καὶ βιολογικῶς, ὅτι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὰ πρῶτα παιδιὰ εἶνε μπουνταλᾶδες. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶνε στὰ τελευταῖα παιδιά. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη ἑρμηνεία, ποὺ δὲ᾿ μπορῶ αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ σᾶς τὴν πῶ. Βγῆκε στὸ Παρίσι ἕνα βιβλίο μὲ πεντακόσες σελίδες, ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ μεγαλύτεροι ἄνθρωποι (ἐφευρέται, καθηγηταί, καρδινάλιοι, πάπαι, πατριάρχαι, διαπρεπεῖς θεολόγοι, καλλιτέχναι…) εἶνε τὰ τελευταῖα παιδιὰ πολυτέκνων οἰκογενειῶν. Εὐλογεῖ ὁ Θεὸς τὰ τελευταῖα παιδιά.
Βλέπετε; Περίμενε αὐτὸς ὁ πτωχὸς πατέρας τὸ τελευταῖο του παιδὶ νὰ γίνῃ στρατηγός; Βλέπετε ὁ Θεὸς πῶς εὐλογεῖ; Θὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ ὄνομά του· στρατηγὸς Παπανικολάου· σπουδαῖος, μορφωμένος.
Δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Χριστὸς εἶνε πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις του.
Σκέπτονται νὰ ἐπενδύσουν στὶς τράπεζες καὶ στὰ ταμιευτήρια τὰ λεφτά τους. Καλά, νὰ τὸ κάνῃς καὶ αὐτό, δὲν σᾶς κατηγορῶ· ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε τράπεζα. Δὲν ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὸ Χριστό. ―Παραμύθια, σοῦ λέει, εἶν᾿ αὐτά· ἕνα – δύο παιδιὰ θὰ κάνω, γιατὶ δὲν μπορῶ περισσότερα νὰ συντηρήσω… Ἄθλιε καὶ πανάθλιε, κάνε καὶ μὴ σκοτώνεις τὰ παιδιά, καὶ ἄφησέ τα στὴ βοήθεια καὶ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Στὴν πατρίδα μου τὴν πάμπτωχη ἦταν μιὰ χήρα γυναίκα. Πέθανε ὁ ἄντρας της καὶ ἄφησε 7 – 8 παιδιά, καὶ ἦταν πάμπτωχος. Ἔκανε τὸ σταυρό της καὶ τὰ μεγάλωσε μὲ κάτι πεταλίδες καὶ μὲ πολλὲς στερήσεις. ―Θεέ μου, ἔλεγε, ἐσὺ ποὺ μοῦ τὰ ἔδωσες, ἐσὺ ποὺ ἐπέτρεψες νὰ φύγῃ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο ὁ ἄντρας μου, σὺ ἀνάλαβέ τα. Τὰ ἐμπιστεύομαι, εἶπε, στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ… Τὰ παιδιά αὐτὰ μεγάλωσαν, σπούδασαν καὶ τακτοποιήθηκαν ὅλα καλά. Πῶς τὰ σπούδασε, πῶς τὰ μόρφωσε; Μυστήριο πρᾶγμα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ ἔγινε καθηγητὴς καὶ ὁ ἄλλος στρατηγός. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11· καὶ ἐκκλ. ὕμνος).
Μὴ φοβηθῆτε, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Δὲν ὑπάρχει ὅμως ἡ πίστι· «οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις».
Ἡ πίστι στὸ Θεὸ εἶνε θεῖο πρᾶγμα, οὐράνιο πρᾶγμα, ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅ,τι καὶ νὰ σᾶς ποῦμε ἐδῶ, δὲν πιστεύετε. Πρέπει νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε· Δός μας, Χριστέ μας, πίστι· τὴν πίστι ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας, οἱ μεγάλοι αὐτοὶ ἄνθρωποι τῆς πίστεως.
 

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...