Από τους Έλληνες, που συνέρεαν από διάφορα μέρη του εσωτερικού της Μ. Ασίας προς την Κωνσταντινούπολη μέσω Σκουταρίου (συγχρόνως από ό,τι φαίνεται με Αρμένιους εμπόρους της Ανατολής), οι περισσότεροι ήταν κάτοικοι της Καραμανίας, Καππαδοκίας και του Πόντου.
Οι χώρες αυτές υπήρξαν τα ζωτικά κέντρα του ελληνισμού επί τουρκοκρατίας στην Μ. Ασία, οι κιβωτοί που τον γλύτωσαν από τον μεγάλο κατακλυσμό.
Η φτώχια των κατοίκων των περιοχών αυτών, αλλά και οι επιδρομές των γειτονικών Τούρκων, και γενικά οι επισφαλείς συνθήκες ζωής, για τις οποίες μιλούν ακόμη οι αόριστες κατά τόπους παραδόσεις και οι σωζόμενες πανάρχαιες τρωγλοδυτικές οικήσεις ή καταφύγια (καπάγγια ή τρόχια, όπως λεγόνταν στην Σινασό, καταφύδια ή κεκέρια, στα Σύλατα) ή οι απόμεροι μακριά από τους δημοσίους δρόμος συνοικισμοί σε υψώματα του Ταύρου (όπως π.χ. οι γύρω από την Νίγδη), φαίνεται ότι υπήρξαν τα κύρια αίτια των μετακινήσεων.
Από την Καππαδοκία έχουμε κάθοδο κατοίκων ιδίως προς τον Εύξεινο Πόντο, με τον οποίο άλλωστε γειτονεύει (λεγόνταν και η Καππαδοκία η εν Πόντω) και είχε πάντοτε επικοινωνία.
(Γι’ αυτό τα γλωσσικά τους ιδιώματα παρουσιάζουν σαφή σημεία αλληλεπιδράσεων, ιδίως τα μεσογειότερα του Πόντου έχουν αρκετές ομοιότητες με της Καππαδοκίας).
Πραγματικά τα στατιστικά στοιχεία των τουρκικών αρχείων μας παρουσιάζουν μέσα σ’ ένα και μόνο αιώνα, τον 16ο, την αύξηση των χριστιανικών οικογενειών των λιβάδων της Άγκυρας από το 590 σε 1.347, της Κασταμονής από 570 σε 1.889, της Γάγγρας (Kiangri) από 81 σε 453, του Κοτζά Ιλί από 27 σε 1.993.
Ακόμη στον λιβά Boli, όπου δεν σημειώνονται χριστιανοί κάτοικοι, με την απογραφή του 1570 – 1580 εμφανίζονται 134 χριστιανικές οικογένειες.
Παράλληλα ο Γάλλος γεωγράφος V. Cuinet, βασιζόμενος μόνο στην προφορική παράδοση, σημείωνε πως οι Έλληνες της Γάγγρας των τελευταίων αιώνων ήταν απόγονοι εν μέρει παλιών κατοίκων της Παφλαγονίας και εν μέρει εμπόρων Ελλήνων της Καισάρειας και της Άγκυρας, που ήλθαν εκεί μεταξύ 1650 – 1700.
Είναι αυτονόητο τώρα – ύστερ’ από την γνώση των θετικών στατιστικών στοιχείων – ότι η άφιξη των πρώτων νέων Ελλήνων εποίκων στην πόλη αυτή πρέπη να αναχθή πολύ παλιότερα, ίσως στους χρόνους μετά την Άλωση.
Το ανθρώπινο αυτό ρεύμα συνεχίζοντας την πορεία του παρακάτω, προς την θάλασσα, έφτανε στο Παρθένι (Παρθενία, τουρκ. Μπαρτίν), τρεις ώρες μακριά από τον Εύξεινο Πόντο.
Η κωμόπολη αυτή κατά τις αρχές του 20ου αι. Είχε (σε σύνολο 10.000 κατοίκων) 1.500 Έλληνες, εποίκους από την Σαφράμπολη, Σινώπη, Καισάρεια, Φερτέκ, Προκόπιο και αλλού.
Στην Ποντοηράκλεια οι περισσότεροι κάτοικοι τον 15ο αι., συγκεκριμένα στα 1404, ήταν Έλληνες, αλλά φαίνεται ότι πολλοί είχαν σκορπιστή κατά την διάρκεια του 15ου αι., γιατί η πόλη παύει να εμφανίζεται στον κατάλογο των μητροπόλεων του αιώνα αυτού.
Μολαταύτα φαίνεται ότι έμεινε ένας μικρός πυρήνας του παλαιού βυζαντινού πληθυσμού της, ο οποίος ενισχύθηκε με την προσέλευση νέων εποίκων 12 πού είχαν προέλθει από διάφορα μέρη της Μ. Ασίας, από τα τέλη του 17ου αι. και εξής, και ήταν τουρκόφωνοι.
Οι Τούρκοι συζούσαν με τούς Έλληνες, αλλά κατά τα μέσα ίσως του 17ου αι. μετοίκησαν στην παραλία και έχτισαν ξεχωριστό χωριό, πού το ονόμασαν Έρεγλί, ενώ ή παλιά Ηράκλεια ονομάστηκε Τεπέκιοϊ ή Γκιαούρ Έρεγλί.
Όταν πληθύνθηκε ό χριστιανικός της πληθυσμός, γίνεται στα 1672 ή ανασύσταση της επισκοπής Ποντοηρακλείας.
Η Αμάσρα (Άμαστρις) στις αρχές του 17ου αι. κατοικείται από Τούρκους, Έλληνες και Αρμενίους. Ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πρέπει να κατάγεται από εντόπιους, αφού ή πόλη παραδόθηκε με συνθήκη στον Μεχμέτ Β’ στα 1460.
Είναι πολύ πιθανόν ότι οι Έλληνες των περιοχών Κασταμονής και Σινώπης προέρχονται, τουλάχιστο κατά ένα μέρος, από απογόνους αρχαίων Ελλήνων αποίκων της Σινώπης ό εντόπιος ελληνικός πληθυσμός ελαττώθηκε πολύ και εξαθλιώθηκε, αλλά ένα μέρος επέζησε, όπως και στην Ποντοηράκλεια.
Η Σινώπη έγινε με το πέρασμα του χρόνου το μεγαλύτερο λιμάνι του Πόντου και παρατηρήθηκε προς τα εκεί συρροή Ελλήνων από τα δυτικά παράλια τής Μ. Ασίας και από τα νησιά του Αιγαίου.
Αιτία ήταν ότι οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει εκεί μεγάλα ναυπηγεία, έδιναν φορολογικά προνόμια στους Έλληνες ναυπηγούς και τεχνίτες, για να τούς προσελκύουν. Το γλωσσικό τους ιδίωμα πρόδιδε την Ιωνική καταγωγή τους.
Στην Αμισό (Σαμψούντα) διασώθηκε πυρήνας από τον ελληνικό και ελληνόφωνο πληθυσμό τής βυζαντινής εποχής, ο οποίος και εδώ ενισχύθηκε με την κάθοδο Ελλήνων κατοίκων του εσωτερικού, κυρίως από την Περιοχή της Καισάρειας. Από την ίδια περιοχή προήλθαν και οι κάτοικοι του Μαρσουβάν και του Ζήλε.
Οι Έλληνες των Κοτυώρων (Ορντού) δεν είναι γηγενείς, αλλά προέρχονται από τα περίχωρα τής Αργυρούπολης και κατέβηκαν στα 1765, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ίσως όμως και από πολύ παλιότερα.
Μικρό ελληνικό πληθυσμό διέσωσε ή Κερασούς, ή οποία παραδόθηκε με συνθήκη στον Μεχμέτ Β’, ύστερ’ από οκτώ χρόνων πολιορκία. Σύμφωνα με την παράδοση, σωζόταν ή σχετική συνθήκη ως τις αρχές του 19ου αι. στην παλιά οικογένεια Φωτείνογλου.
Κατά τούς όρους αυτής, Έλληνες και Τούρκοι συζούσαν μέσα στο φρούριο ως τις αρχές του 20ου αι.. Η ανάπτυξη του εμπορίου συνετέλεσε, ώστε ν’ αυξηθή ό πληθυσμός της και να εκταθή ή πόλη προς ανατολάς, δυσμάς και νότο.
Το μεγαλύτερο κέντρο, προς το οποίο ξενιτεύονται οι Έλληνες τής Καππαδοκίας και Καραμανίας, οι γνωστοί και ως σήμερα για το εμπορικό τους πνεύμα Καραμανλήδες, είναι ή Κωνσταντινούπολη (βλ. υπ’ αρ. 5 χάρτη μετακινήσεων μέσα στην Μ. Ασία*).
Πότε για πρώτη φορά μετακινήθηκαν προς τα εκεί αποτελεί πρόβλημα. Εμφανίζονται πολύ νωρίς, λίγα χρόνια μετά την άλωση.
Στα 1466 αναφέρεται ότι κάτοικοι των Λαράνδων (Καραμάν) και του Ικονίου μεταφέρθησαν στην Κωνσταντινούπολη για τον ανασυνοικισμό της, αλλά είναι άγνωστο αν στην αρχή μετακινήθηκαν εκούσια ή ακούσια.
Ορισμένοι, φαίνεται, Καραμανλήδες στις αρχές μετατοπίστηκαν βίαια στην Πόλη και έπειτα ή προκοπή πολλών απ’ αυτούς έγινε κίνητρο για τούς άλλους, τούς φτωχούς συμπατριώτες τους, πού έμεναν και αγωνίζονταν να επιζήσουν στα αυχμηρά υψίπεδα τής Κεντρικής Μ. Ασίας.
Πάντως στα 1477 «οι άνθρωποι από το Καραμάν», όπως τούς ονομάζει τουρκική στατιστική, είχαν μέσα στην Πόλη 750 σπίτια (οι Τούρκοι 9.000, οι Έλληνες 3.000, οι Εβραίοι 1.500, οι χριστιανοί του Καφά 267 και οι Τσιγγάνοι 31).
Την ίδια ακριβώς εποχή δύο Έλληνες, ό Καισαρείογλου και ό Πετραβέρης, από τούς οποίους ό πρώτος είναι οπωσδήποτε Καππαδόκης, όπως μαρτυρεί το όνομά του, μισθώνουν με 1.000.12 άσπρα τούς δασμούς δημητριακών πού εισάγονται στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Καραμανλήδες κατά τον 16ο αι. αναφέρονται ως περίφημοι έμποροι και τεχνίτες, ιδίως χρυσοχόοι και κλειδαράδες. Τα καταστήματά τους είναι κοντά στο μπεζεστένι. Οι γυναίκες τους κάνουν στα σπίτια ωραία εργόχειρα με την βελόνη και τα πουλούν στο μπεζεστένι ή σε άλλους δημόσιους τόπους.
Οι φτωχότερες πουλούν μέσα στην πόλη αυγά, πουλερικά, γάλα, τυρί, χόρτα (βλ. εικ. 32. Βλ. και σ. 438, όπου αμφίεση χωρικής πιθανόν από τα περίχωρα τής Κωνσταντινούπολης*).
Οι περισσότεροι είναι πλούσιοι, κατοικούν σε μια συνοικία ονομαζόμενη Καρμανιά, μιλούν τουρκικά, δεν ξέρουν ελληνικά ή πολύ λίγα και έχουν μια επιβλητική εκκλησία, του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς και ωραία ευρύχωρα σπίτια με γραφικούς κήπους.
Δείχνουν μεγάλο σεβασμό προς τον Πατριάρχη. Η λειτουργία στην εκκλησία τους γίνεται στην ελληνική. γυναίκες των πλούσιων Καραμανλήδων βγαίνουν λίγο μόνο, για την εκκλησιά ή για το μπάνιο.
Πηγαίνουν στις εκκλησιές με τις χρυσοΰφαντες φορεσιές τους και με τα κοσμήματά τους από καθαρό χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες πού στολίζουν λαιμό, αυτιά, χέρια.
Ο βαρύτιμος αυτός στολισμός τους κάνει τόση εντύπωση στον Garlach, ώστε ομολογεί ότι στην Γερμανία ούτε μια βασίλισσα δεν θα ντυνόταν με τέτοια μεγαλοπρέπεια.
Η αποδημία των κατοίκων τής Καραμανίας και Καππαδοκίας προς την Κωνσταντινούπολη και προς τις μικρασιατικές πόλεις συνεχίζεται ως τις αρχές του 20ου αι. με έκδηλο τον αντίκτυπο στην υλική και πνευματική ανάπτυξη των πατρίδων τους.
Ως το τέλος του 19ου αι., όταν το αγόρι γινόταν 12 ή το πολύ 15 ετών, το έστελναν συντροφιά με καραβάνια (τα μεταγωγικά ήταν μουλάρια) στην Κωνσταντινούπολη.
Επέστρεφε στην πατρίδα του μόνο για να πάρη γυναίκα και ύστερ’ από τρεις ή τέσσερες μήνες ξαναγύριζε πίσω στην εργασία του, για να συντηρήση την οικογένειά του και να εξασφαλίση τα γηρατειά του.
Αξιομνημόνευτοι ήταν οι στενοί δεσμοί, πού έδεναν τούς ξενιτεμένους αυτούς με την ιδιαίτερή τους πατρίδα και με τούς δικούς των. Αργά ή γρήγορα, ανάλογα με τα οικονομικά τους συμφέροντα, την ψυχική τους αντοχή και την ηλικία έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού.
Η εικόνα αυτή της επιστροφής των αποδήμων έμεινε ζωντανή και αναλλοίωτη αιώνες ολόκληρους ως τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ενδιαφέροντα είναι όσα διέσωζε ή προφορική παράδοση ως τα τέλη του 19ου αι. για την κάθοδο των Καππαδοκών προς τα άλλα μέρη της Μ. Ασίας και προς την Κωνσταντινούπολη.
«Αλλά το μεν ή επί το αυτό συρροή πολλών, το δε και το ανεπιτήδειον διά γεωργίαν λεπτόγειον και βραχώδες έδαφος τής Σινασού και τής όλης Καππαδοκίας, εκτός ευαρίθμων μερών,
κατάλληλον δε μόνον δι’ αμπελοφυτείαν, δενδροκομίαν και λαχανοφυτείαν, και ή μη κατανάλωσις των εξ αυτών προϊόντων ηνάγκασε τούς κατοίκους τής Σινασού, ως και όλης εν γένει τής Καππαδοκίας, να ζητήσωσιν αλλαχού πόρον ζωής.
Οι Σινασείς κατ’ αρχάς μετέβαινον εις διάφορα τής Μικράς Ασίας μέρη και κατεσκεύαζον λινέλαιον, όπερ εκποιούντες κατά το έαρ επανήρχοντο και διεθέριζον εις τας πατρίδας των, ως πράττουσι σήμερον οι κάτοικοι τής Βαγδαονίτιδος πεδιάδος (Πουτάκ οβά).
Ότε δε μετά την άλωσιν τής Κων/πόλεως επέτρεψεν ό πορθητής εις πάντας τούς κατοίκους τής αυτοκρατορίας του να εμπορεύωνται εν αυτή, έκτοτε φαίνεται ήρξαντο οι Σινασείς να καταφεύγωσιν εις Κων/πολιν, εις ην βαθμηδόν αποκατεστάθησαν και ανεδείχθησαν εμπορικώς...
Κατ’ αρχάς μεν ήσαν πλείστοι και ενταύθα ελαιοτρίβαι κατασκευάζοντες λινέλαιον και σησαμέλαιον, άλλοι δε παντοπώλαι και άλλοι ιχθυοπώλαι, οι τελευταίοι δε ούτοι ταριχεύοντες τούς μη πωλουμένους ιχθύς και πωλούντες αυτούς παστούς,
εν καιρώ δε νηστείας πωλούντες χαβγιάρια, ωοτάριχον και λοιπά νηστήσιμα είδη, απετέλεσαν βαθμηδόν μίαν των εν Κωνστανντινουπόλει επισήμων συντεχνιών, την και μέχρι σήμερον υπάρχουσαν, την των Χαβγιαράδων.
Αξιοσημείωτος δε είναι ή μεγάλη αυτών φιλοπατρία, τις απ’ αρχής έτι διέκρινεν αυτούς, ότε το μόνον της συγκοινωνίας μέσον το ή ημίονος, αί δε οδοί λίαν επίφοβοι• ούτοι δεν εδίσταζον να σχηματίζωσι πολυάριθμον συνοδείαν (κερβάνιον)
και να οδοπορώσιν επί 25 - 30 ημέρας εν κακουχίαις και μόχθοις, έχοντες μεθ’ εαυτών το πτυάριον, την αξίνην και τα λοιπά της ταφής χρειώδη, ίνα εν περιπτώσει θανάτου θάψωσιν αλλήλους,
διότι πολλάκις εύρισκον καθ’ οδόν τον θάνατον, είτε εκ νόσου τινός, είτε ληστευόμενοι και εν μια στιγμή απολλύντες ού μόνον ό,τι εν κόποις και ιδρώσιν επί μακρόν χρόνον εκέρδισαν,
αλλά πολλάκις και αυτήν την ζωήν των ριψοκινδυνεύοντες, και ταύτα πάντα υφίσταντο ίνα απολαύσωσιν έστω και επί έξ μόνον μήνας την προσφιλή πατρίδα και τούς αγαπητούς αυτών συγγενείς.
Άλλοτε δε κατέστρεφον και την μόλις συμπαγείσαν εν τη ξένη εργασίαν δι’ ήν επί έτη εμόχθησαν, διότι ή νοσταλγία δεν επέτρεπεν αυτοίς να μένωσιν εν αυτή πλέον των 4 ή 5 ετών...».
Τα τραγούδια τής ξενιτειάς των Καππαδοκών, όπως και των Ηπειρωτών, ήταν πολύ τρυφερά. Σ’ ένα απ’ αυτά ή τουρκόφωνη κόρη τραγουδά το κακό ριζικό της και το τραγούδι της σε μετάφραση έχει ως εξής:
(*Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Β’ τομ., Θεσσαλονίκη 1976)
(e-istoria.com)
πηγή
trelogiannis.blogspot.gr
Οι χώρες αυτές υπήρξαν τα ζωτικά κέντρα του ελληνισμού επί τουρκοκρατίας στην Μ. Ασία, οι κιβωτοί που τον γλύτωσαν από τον μεγάλο κατακλυσμό.
Η φτώχια των κατοίκων των περιοχών αυτών, αλλά και οι επιδρομές των γειτονικών Τούρκων, και γενικά οι επισφαλείς συνθήκες ζωής, για τις οποίες μιλούν ακόμη οι αόριστες κατά τόπους παραδόσεις και οι σωζόμενες πανάρχαιες τρωγλοδυτικές οικήσεις ή καταφύγια (καπάγγια ή τρόχια, όπως λεγόνταν στην Σινασό, καταφύδια ή κεκέρια, στα Σύλατα) ή οι απόμεροι μακριά από τους δημοσίους δρόμος συνοικισμοί σε υψώματα του Ταύρου (όπως π.χ. οι γύρω από την Νίγδη), φαίνεται ότι υπήρξαν τα κύρια αίτια των μετακινήσεων.
Από την Καππαδοκία έχουμε κάθοδο κατοίκων ιδίως προς τον Εύξεινο Πόντο, με τον οποίο άλλωστε γειτονεύει (λεγόνταν και η Καππαδοκία η εν Πόντω) και είχε πάντοτε επικοινωνία.
(Γι’ αυτό τα γλωσσικά τους ιδιώματα παρουσιάζουν σαφή σημεία αλληλεπιδράσεων, ιδίως τα μεσογειότερα του Πόντου έχουν αρκετές ομοιότητες με της Καππαδοκίας).
Πραγματικά τα στατιστικά στοιχεία των τουρκικών αρχείων μας παρουσιάζουν μέσα σ’ ένα και μόνο αιώνα, τον 16ο, την αύξηση των χριστιανικών οικογενειών των λιβάδων της Άγκυρας από το 590 σε 1.347, της Κασταμονής από 570 σε 1.889, της Γάγγρας (Kiangri) από 81 σε 453, του Κοτζά Ιλί από 27 σε 1.993.
Ακόμη στον λιβά Boli, όπου δεν σημειώνονται χριστιανοί κάτοικοι, με την απογραφή του 1570 – 1580 εμφανίζονται 134 χριστιανικές οικογένειες.
Παράλληλα ο Γάλλος γεωγράφος V. Cuinet, βασιζόμενος μόνο στην προφορική παράδοση, σημείωνε πως οι Έλληνες της Γάγγρας των τελευταίων αιώνων ήταν απόγονοι εν μέρει παλιών κατοίκων της Παφλαγονίας και εν μέρει εμπόρων Ελλήνων της Καισάρειας και της Άγκυρας, που ήλθαν εκεί μεταξύ 1650 – 1700.
Είναι αυτονόητο τώρα – ύστερ’ από την γνώση των θετικών στατιστικών στοιχείων – ότι η άφιξη των πρώτων νέων Ελλήνων εποίκων στην πόλη αυτή πρέπη να αναχθή πολύ παλιότερα, ίσως στους χρόνους μετά την Άλωση.
Το ανθρώπινο αυτό ρεύμα συνεχίζοντας την πορεία του παρακάτω, προς την θάλασσα, έφτανε στο Παρθένι (Παρθενία, τουρκ. Μπαρτίν), τρεις ώρες μακριά από τον Εύξεινο Πόντο.
Η κωμόπολη αυτή κατά τις αρχές του 20ου αι. Είχε (σε σύνολο 10.000 κατοίκων) 1.500 Έλληνες, εποίκους από την Σαφράμπολη, Σινώπη, Καισάρεια, Φερτέκ, Προκόπιο και αλλού.
Στην Ποντοηράκλεια οι περισσότεροι κάτοικοι τον 15ο αι., συγκεκριμένα στα 1404, ήταν Έλληνες, αλλά φαίνεται ότι πολλοί είχαν σκορπιστή κατά την διάρκεια του 15ου αι., γιατί η πόλη παύει να εμφανίζεται στον κατάλογο των μητροπόλεων του αιώνα αυτού.
Μολαταύτα φαίνεται ότι έμεινε ένας μικρός πυρήνας του παλαιού βυζαντινού πληθυσμού της, ο οποίος ενισχύθηκε με την προσέλευση νέων εποίκων 12 πού είχαν προέλθει από διάφορα μέρη της Μ. Ασίας, από τα τέλη του 17ου αι. και εξής, και ήταν τουρκόφωνοι.
Οι Τούρκοι συζούσαν με τούς Έλληνες, αλλά κατά τα μέσα ίσως του 17ου αι. μετοίκησαν στην παραλία και έχτισαν ξεχωριστό χωριό, πού το ονόμασαν Έρεγλί, ενώ ή παλιά Ηράκλεια ονομάστηκε Τεπέκιοϊ ή Γκιαούρ Έρεγλί.
Όταν πληθύνθηκε ό χριστιανικός της πληθυσμός, γίνεται στα 1672 ή ανασύσταση της επισκοπής Ποντοηρακλείας.
Η Αμάσρα (Άμαστρις) στις αρχές του 17ου αι. κατοικείται από Τούρκους, Έλληνες και Αρμενίους. Ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πρέπει να κατάγεται από εντόπιους, αφού ή πόλη παραδόθηκε με συνθήκη στον Μεχμέτ Β’ στα 1460.
Είναι πολύ πιθανόν ότι οι Έλληνες των περιοχών Κασταμονής και Σινώπης προέρχονται, τουλάχιστο κατά ένα μέρος, από απογόνους αρχαίων Ελλήνων αποίκων της Σινώπης ό εντόπιος ελληνικός πληθυσμός ελαττώθηκε πολύ και εξαθλιώθηκε, αλλά ένα μέρος επέζησε, όπως και στην Ποντοηράκλεια.
Η Σινώπη έγινε με το πέρασμα του χρόνου το μεγαλύτερο λιμάνι του Πόντου και παρατηρήθηκε προς τα εκεί συρροή Ελλήνων από τα δυτικά παράλια τής Μ. Ασίας και από τα νησιά του Αιγαίου.
Αιτία ήταν ότι οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει εκεί μεγάλα ναυπηγεία, έδιναν φορολογικά προνόμια στους Έλληνες ναυπηγούς και τεχνίτες, για να τούς προσελκύουν. Το γλωσσικό τους ιδίωμα πρόδιδε την Ιωνική καταγωγή τους.
Στην Αμισό (Σαμψούντα) διασώθηκε πυρήνας από τον ελληνικό και ελληνόφωνο πληθυσμό τής βυζαντινής εποχής, ο οποίος και εδώ ενισχύθηκε με την κάθοδο Ελλήνων κατοίκων του εσωτερικού, κυρίως από την Περιοχή της Καισάρειας. Από την ίδια περιοχή προήλθαν και οι κάτοικοι του Μαρσουβάν και του Ζήλε.
Οι Έλληνες των Κοτυώρων (Ορντού) δεν είναι γηγενείς, αλλά προέρχονται από τα περίχωρα τής Αργυρούπολης και κατέβηκαν στα 1765, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ίσως όμως και από πολύ παλιότερα.
Μικρό ελληνικό πληθυσμό διέσωσε ή Κερασούς, ή οποία παραδόθηκε με συνθήκη στον Μεχμέτ Β’, ύστερ’ από οκτώ χρόνων πολιορκία. Σύμφωνα με την παράδοση, σωζόταν ή σχετική συνθήκη ως τις αρχές του 19ου αι. στην παλιά οικογένεια Φωτείνογλου.
Κατά τούς όρους αυτής, Έλληνες και Τούρκοι συζούσαν μέσα στο φρούριο ως τις αρχές του 20ου αι.. Η ανάπτυξη του εμπορίου συνετέλεσε, ώστε ν’ αυξηθή ό πληθυσμός της και να εκταθή ή πόλη προς ανατολάς, δυσμάς και νότο.
Το μεγαλύτερο κέντρο, προς το οποίο ξενιτεύονται οι Έλληνες τής Καππαδοκίας και Καραμανίας, οι γνωστοί και ως σήμερα για το εμπορικό τους πνεύμα Καραμανλήδες, είναι ή Κωνσταντινούπολη (βλ. υπ’ αρ. 5 χάρτη μετακινήσεων μέσα στην Μ. Ασία*).
Πότε για πρώτη φορά μετακινήθηκαν προς τα εκεί αποτελεί πρόβλημα. Εμφανίζονται πολύ νωρίς, λίγα χρόνια μετά την άλωση.
Στα 1466 αναφέρεται ότι κάτοικοι των Λαράνδων (Καραμάν) και του Ικονίου μεταφέρθησαν στην Κωνσταντινούπολη για τον ανασυνοικισμό της, αλλά είναι άγνωστο αν στην αρχή μετακινήθηκαν εκούσια ή ακούσια.
Ορισμένοι, φαίνεται, Καραμανλήδες στις αρχές μετατοπίστηκαν βίαια στην Πόλη και έπειτα ή προκοπή πολλών απ’ αυτούς έγινε κίνητρο για τούς άλλους, τούς φτωχούς συμπατριώτες τους, πού έμεναν και αγωνίζονταν να επιζήσουν στα αυχμηρά υψίπεδα τής Κεντρικής Μ. Ασίας.
Πάντως στα 1477 «οι άνθρωποι από το Καραμάν», όπως τούς ονομάζει τουρκική στατιστική, είχαν μέσα στην Πόλη 750 σπίτια (οι Τούρκοι 9.000, οι Έλληνες 3.000, οι Εβραίοι 1.500, οι χριστιανοί του Καφά 267 και οι Τσιγγάνοι 31).
Την ίδια ακριβώς εποχή δύο Έλληνες, ό Καισαρείογλου και ό Πετραβέρης, από τούς οποίους ό πρώτος είναι οπωσδήποτε Καππαδόκης, όπως μαρτυρεί το όνομά του, μισθώνουν με 1.000.12 άσπρα τούς δασμούς δημητριακών πού εισάγονται στην Κωνσταντινούπολη.
Οι Καραμανλήδες κατά τον 16ο αι. αναφέρονται ως περίφημοι έμποροι και τεχνίτες, ιδίως χρυσοχόοι και κλειδαράδες. Τα καταστήματά τους είναι κοντά στο μπεζεστένι. Οι γυναίκες τους κάνουν στα σπίτια ωραία εργόχειρα με την βελόνη και τα πουλούν στο μπεζεστένι ή σε άλλους δημόσιους τόπους.
Οι φτωχότερες πουλούν μέσα στην πόλη αυγά, πουλερικά, γάλα, τυρί, χόρτα (βλ. εικ. 32. Βλ. και σ. 438, όπου αμφίεση χωρικής πιθανόν από τα περίχωρα τής Κωνσταντινούπολης*).
Οι περισσότεροι είναι πλούσιοι, κατοικούν σε μια συνοικία ονομαζόμενη Καρμανιά, μιλούν τουρκικά, δεν ξέρουν ελληνικά ή πολύ λίγα και έχουν μια επιβλητική εκκλησία, του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς και ωραία ευρύχωρα σπίτια με γραφικούς κήπους.
Δείχνουν μεγάλο σεβασμό προς τον Πατριάρχη. Η λειτουργία στην εκκλησία τους γίνεται στην ελληνική. γυναίκες των πλούσιων Καραμανλήδων βγαίνουν λίγο μόνο, για την εκκλησιά ή για το μπάνιο.
Πηγαίνουν στις εκκλησιές με τις χρυσοΰφαντες φορεσιές τους και με τα κοσμήματά τους από καθαρό χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες πού στολίζουν λαιμό, αυτιά, χέρια.
Ο βαρύτιμος αυτός στολισμός τους κάνει τόση εντύπωση στον Garlach, ώστε ομολογεί ότι στην Γερμανία ούτε μια βασίλισσα δεν θα ντυνόταν με τέτοια μεγαλοπρέπεια.
Η αποδημία των κατοίκων τής Καραμανίας και Καππαδοκίας προς την Κωνσταντινούπολη και προς τις μικρασιατικές πόλεις συνεχίζεται ως τις αρχές του 20ου αι. με έκδηλο τον αντίκτυπο στην υλική και πνευματική ανάπτυξη των πατρίδων τους.
Ως το τέλος του 19ου αι., όταν το αγόρι γινόταν 12 ή το πολύ 15 ετών, το έστελναν συντροφιά με καραβάνια (τα μεταγωγικά ήταν μουλάρια) στην Κωνσταντινούπολη.
Επέστρεφε στην πατρίδα του μόνο για να πάρη γυναίκα και ύστερ’ από τρεις ή τέσσερες μήνες ξαναγύριζε πίσω στην εργασία του, για να συντηρήση την οικογένειά του και να εξασφαλίση τα γηρατειά του.
Αξιομνημόνευτοι ήταν οι στενοί δεσμοί, πού έδεναν τούς ξενιτεμένους αυτούς με την ιδιαίτερή τους πατρίδα και με τούς δικούς των. Αργά ή γρήγορα, ανάλογα με τα οικονομικά τους συμφέροντα, την ψυχική τους αντοχή και την ηλικία έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού.
Η εικόνα αυτή της επιστροφής των αποδήμων έμεινε ζωντανή και αναλλοίωτη αιώνες ολόκληρους ως τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ενδιαφέροντα είναι όσα διέσωζε ή προφορική παράδοση ως τα τέλη του 19ου αι. για την κάθοδο των Καππαδοκών προς τα άλλα μέρη της Μ. Ασίας και προς την Κωνσταντινούπολη.
«Αλλά το μεν ή επί το αυτό συρροή πολλών, το δε και το ανεπιτήδειον διά γεωργίαν λεπτόγειον και βραχώδες έδαφος τής Σινασού και τής όλης Καππαδοκίας, εκτός ευαρίθμων μερών,
κατάλληλον δε μόνον δι’ αμπελοφυτείαν, δενδροκομίαν και λαχανοφυτείαν, και ή μη κατανάλωσις των εξ αυτών προϊόντων ηνάγκασε τούς κατοίκους τής Σινασού, ως και όλης εν γένει τής Καππαδοκίας, να ζητήσωσιν αλλαχού πόρον ζωής.
Οι Σινασείς κατ’ αρχάς μετέβαινον εις διάφορα τής Μικράς Ασίας μέρη και κατεσκεύαζον λινέλαιον, όπερ εκποιούντες κατά το έαρ επανήρχοντο και διεθέριζον εις τας πατρίδας των, ως πράττουσι σήμερον οι κάτοικοι τής Βαγδαονίτιδος πεδιάδος (Πουτάκ οβά).
Ότε δε μετά την άλωσιν τής Κων/πόλεως επέτρεψεν ό πορθητής εις πάντας τούς κατοίκους τής αυτοκρατορίας του να εμπορεύωνται εν αυτή, έκτοτε φαίνεται ήρξαντο οι Σινασείς να καταφεύγωσιν εις Κων/πολιν, εις ην βαθμηδόν αποκατεστάθησαν και ανεδείχθησαν εμπορικώς...
Κατ’ αρχάς μεν ήσαν πλείστοι και ενταύθα ελαιοτρίβαι κατασκευάζοντες λινέλαιον και σησαμέλαιον, άλλοι δε παντοπώλαι και άλλοι ιχθυοπώλαι, οι τελευταίοι δε ούτοι ταριχεύοντες τούς μη πωλουμένους ιχθύς και πωλούντες αυτούς παστούς,
εν καιρώ δε νηστείας πωλούντες χαβγιάρια, ωοτάριχον και λοιπά νηστήσιμα είδη, απετέλεσαν βαθμηδόν μίαν των εν Κωνστανντινουπόλει επισήμων συντεχνιών, την και μέχρι σήμερον υπάρχουσαν, την των Χαβγιαράδων.
Αξιοσημείωτος δε είναι ή μεγάλη αυτών φιλοπατρία, τις απ’ αρχής έτι διέκρινεν αυτούς, ότε το μόνον της συγκοινωνίας μέσον το ή ημίονος, αί δε οδοί λίαν επίφοβοι• ούτοι δεν εδίσταζον να σχηματίζωσι πολυάριθμον συνοδείαν (κερβάνιον)
και να οδοπορώσιν επί 25 - 30 ημέρας εν κακουχίαις και μόχθοις, έχοντες μεθ’ εαυτών το πτυάριον, την αξίνην και τα λοιπά της ταφής χρειώδη, ίνα εν περιπτώσει θανάτου θάψωσιν αλλήλους,
διότι πολλάκις εύρισκον καθ’ οδόν τον θάνατον, είτε εκ νόσου τινός, είτε ληστευόμενοι και εν μια στιγμή απολλύντες ού μόνον ό,τι εν κόποις και ιδρώσιν επί μακρόν χρόνον εκέρδισαν,
αλλά πολλάκις και αυτήν την ζωήν των ριψοκινδυνεύοντες, και ταύτα πάντα υφίσταντο ίνα απολαύσωσιν έστω και επί έξ μόνον μήνας την προσφιλή πατρίδα και τούς αγαπητούς αυτών συγγενείς.
Άλλοτε δε κατέστρεφον και την μόλις συμπαγείσαν εν τη ξένη εργασίαν δι’ ήν επί έτη εμόχθησαν, διότι ή νοσταλγία δεν επέτρεπεν αυτοίς να μένωσιν εν αυτή πλέον των 4 ή 5 ετών...».
Τα τραγούδια τής ξενιτειάς των Καππαδοκών, όπως και των Ηπειρωτών, ήταν πολύ τρυφερά. Σ’ ένα απ’ αυτά ή τουρκόφωνη κόρη τραγουδά το κακό ριζικό της και το τραγούδι της σε μετάφραση έχει ως εξής:
Έστησα τη ματιά μου στο δρόμο της Πόλης,
για χάρη ενός παλικαριού έδωσα την ύπαρξή μου.
Πόλη, πόλη, που να γινόσουν ρημάδι,
να παράσερνε το ρέμα τις πέτρες και το χώμα σου!
Τι έκανα σε σένα, ξενιτειά; Τι σου ‘καμα, τι σου ‘φταιξα;
και με διπλή αλυσίδα έφραξες το δρόμο μου;
Στο δρόμο για την Πόλη ένα πουλί με το ριζικό του,
χωρισμένη απ’ το ταίρι της μια πέρδικα κελαηδάει:
- Χειρότερο κι’ απ’ το θάνατο, να χωριστείς από το ταίρι σου.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου, γρήγορα έλα, σε δύσκολη είμαι θέση.
Δέκα τρία χρόνια πέρασαν από τότε που ‘φυγες, αφέντη μου,
κάρπισαν όλα που φύτεψες τα δένδρα,
γύρισαν πίσω οι αφεντάδες που φύγανε μαζί σου.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου, δε σου φτάνει πια;
Δεν σ’ αφήνει να φύγεις η σκληρή ξενιτειά;
για χάρη ενός παλικαριού έδωσα την ύπαρξή μου.
Πόλη, πόλη, που να γινόσουν ρημάδι,
να παράσερνε το ρέμα τις πέτρες και το χώμα σου!
Τι έκανα σε σένα, ξενιτειά; Τι σου ‘καμα, τι σου ‘φταιξα;
και με διπλή αλυσίδα έφραξες το δρόμο μου;
Στο δρόμο για την Πόλη ένα πουλί με το ριζικό του,
χωρισμένη απ’ το ταίρι της μια πέρδικα κελαηδάει:
- Χειρότερο κι’ απ’ το θάνατο, να χωριστείς από το ταίρι σου.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου, γρήγορα έλα, σε δύσκολη είμαι θέση.
Δέκα τρία χρόνια πέρασαν από τότε που ‘φυγες, αφέντη μου,
κάρπισαν όλα που φύτεψες τα δένδρα,
γύρισαν πίσω οι αφεντάδες που φύγανε μαζί σου.
Έλα γρήγορα, αφέντη μου, δε σου φτάνει πια;
Δεν σ’ αφήνει να φύγεις η σκληρή ξενιτειά;
(*Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Β’ τομ., Θεσσαλονίκη 1976)
(e-istoria.com)
πηγή
trelogiannis.blogspot.gr