‘Πανελλαδική συγκέντρωση διαμαρτυρίας εκπαιδευτικών έξω από τη Λάρισα’, ‘Πέθανε ο Ariel Sharon’, ‘Ελληνική Προεδρία στην Ε.Ε’ γράφουν τα κρεμασμένα πρωτοσέλιδα έξω από τον σταθμό προσπαθώντας μάταια να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου που τρέχει να προλάβει…
Καιρό είχα να κάνω αυτή τη διαδρομή. Κηφισιά κέντρο με τον ηλεκτρικό.
Σε ώρα χαλαρή, με τα βαγόνια σχεδόν άδεια, το λες και βόλτα.
Οι περιοχές διαδέχονται η μία την άλλη με ρυθμικά σαν ταινία άλλης εποχής και οι εικόνες πριν καν ζωντανέψουν, χάνονται θαμπωμένες στην ταχύτητα του συρμού.
Γειτονιές της Αθήνας, χάσκουν γέρνοντας λες προς την πλευρά του ήλιου, μήπως και φωτιστούν, τα σκονισμένα παράθυρα.
Λίγοι βαριεστημένοι επιβάτες και μερικοί πιτσιρικάδες ζωντανεύουν τη διαδρομή. Στην επόμενη στάση επιβιβάζονται οι ‘ενεργοί’ πολίτες.
Η ατμόσφαιρα αλλάζει, ο αέρας γεμίζει ψιθύρους και νευρικότητα.
Κάποιος manager ουρλιάζει πως η ώρα του meeting ήταν λάθος και οι πωλήσεις ανεπαρκής, η κυρία δίπλα τον κοιτάζει υποτιμητικά και μετά γυρίζει το βλέμμα στους νεοφερμένους.
Τακούνια, hands-free και ομιλίες του αέρα, καλοβαλμένοι υπάλληλοι, κυρίες που κρατούν από το χέρι νευρικά παιδιά που ρωτούν το καθετί κι απαιτούν επί τόπου απαντήσεις.
Κι ένας μικρός. Ένας τόσο δα μικρούλης με ένα ακορντεόν περασμένο στους ώμους δεξιά αριστερά. Μπαίνει βιαστικά το βλέμμα χαμηλωμένο.
Οι άνθρωποι παραμερίζουν τον κοιτούν με υποψία, τώρα θα παίξει κάποια μελωδία και θα απλώσει το χέρι για χρήματα. Ανοίγουν βιαστικά τις εφημερίδες τους και βυθίζονται καθησυχασμένοι.
Ο μικρός κρατά τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα κι έτσι σιγά και διστακτικά κάθεται στην άδεια θέση απέναντί μου.
Ο συρμός γρυλίζει όταν φρενάρει και τσιρίζει όταν τρέχει.
Οι άνθρωποι δίπλα λαχανιάζουν, ιδρώνουν και μετά μπαίνουν στις τετράγωνες ψυχολογικά μελετημένες φυλακές της σκέψης τους κοιτώντας το άπειρο.
Ακούγονται τα γέλια μιας παρέας στην άλλη άκρη του βαγονιού. Κανονίζουν κοπάνα από το σχολείο και μιλάνε ασταμάτητα για τα νέα τάμπλετ, τις συνδέσεις, το στέκι που θα πάνε το βράδυ και πόσο να κάνει η μπλούζα, που είδαν στη βιτρίνα την προηγούμενη.
Ο μικρός με το σκυμμένο κεφάλι και το σιωπηλό βλέμμα κοιτάζει λοξά με τρόπο προς το μέρος τους.
Ακολουθώ τη ματιά του. Έχει σκαλώσει σε μια μεγάλη σοκολάτα, που εξέχει προκλητικά, από την τσέπη του μπουφάν, ενός από τα παιδιά της παρέας.
-Παίζεις ακορντεόν τον ρωτάω για να ‘σπάσω τον πάγο’,
να ξεγελάσω την εικόνα και τη λαχτάρα του.
-Ναι μου απαντάει.
-Πού εδώ στα τρένα;
-όχι μόνο στο πεζοδρόμιο απ έξω.
-Θέλεις να παίξεις κάτι εδώ;
-όχι δεν θέλω, ούτε λεφτά θέλω, έχω
-δεν είπα για λεφτά, να έτσι, μήπως σου άρεσε
-Πως σε λένε;
-Παύλο
-Πας σχολείο Παύλο;
-Ναι πηγαίνω και θα γίνω γιατρός και μουσικός και θα πάω στην Αμερική και μετά θα κάνω ότι θέλω. Γεια σας τώρα, είπε κι εκσφενδονίστηκε σχεδόν από το κάθισμα, στην ανοιχτή πόρτα.
Προχώρησε βιαστικά στη γωνία. Μέχρι να ξεκινήσει ο συρμός έπαιζε ήδη την πρώτη μελωδία της ημέρας: ‘Το Βαλς Των Χαμένων Ονείρων’.
"Από τα πλήκτρα στην καρδιά" όπως έλεγε κι ο συνθέτης του…
Όρθιος στην άκρη του πεζοδρομίου.
Εκεί που θα μπορούμε να προσπερνάμε όλους τους μικρούς Παύλους, όπως όλους αυτούς, που μάθαμε τόσο καιρό, να μην βλέπουμε.
Εκεί στη γωνία, θα τους την έχουν πάντα στημένη, τα ακίνητα ανθρωπάκια που μάχονται για μια θέση, δίπλα στη ευδαιμονία και ησυχία τους.
Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για το πεζοδρόμιο και τους …ενοίκους του. Παραφωνίες άλλωστε παράγει ο πολιτισμός μας.
Μόνο αν την επόμενη φορά βρεθείτε εκεί, να κρατάτε μια σοκολάτα για τον Παύλο...