«Ὁ ἅγιος Βονιφάτιος ἦταν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ, δοῦλος κάποιας γυναίκας συγκλητικῆς, ὀνόματι Ἀγλαΐδος, κόρης τοῦ ἀνθυπάτου τῆς Ρώμης Ἀκακίου, καὶ εἶχε παράνομες σχέσεις μὲ τὴν κυρία του.
Ἦταν μάλιστα μέθυσος, ἀλλὰ παράλληλα καὶ ἐλεήμων καὶ φιλόξενος, μὲ μαλακὴ καρδιὰ στὶς συμφορὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ στὶς ἱκεσίες τους. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ κυρία τοῦ ἦταν ἐλεήμων καὶ φιλομάρτυς.
Κάποια ἡμέρα λοιπὸν ἡ Ἀγλαΐς εἶπε στὸν Βονιφάτιο: Πήγαινε στὴν Ἀνατολή, ἐκεῖ ποὺ μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι, καὶ φέρε λείψανα μαρτύρων, ὥστε νὰ τὰ ἔχουμε γιὰ βοήθεια καὶ ψυχικὴ σωτηρία. Ὁ Βονιφάτιος εἶπε γελώντας:” Ἐὰν φέρω τὸ δικό μου λείψανο, θὰ τὸ δεχτεῖς; ” Γέλασε κι αὐτὴ κι ἀφοῦ τὸν χαρακτήρισε μέθυσο, ἔπειτα τὸν νουθέτησε, τοῦ εὐχήθηκε καὶ τὸν ἔστειλε δίνοντάς του χρήματα.
Ὁ Βονιφάτιος λοιπὸν ἔφυγε μαζὶ μὲ δώδεκα δούλους καὶ πολὺ χρυσάφι γιὰ τὴν Κιλικία, ἐκεῖ ποὺ βασανίζονταν οἱ ἅγιοι, βρῆκε ἁγίους ἄνδρες νὰ ἀθλοῦνται στὰ μαρτύρια τῆς πίστεως καὶ καταφιλοῦσε τὰ δεσμὰ καὶ τὶς πληγές τους.
Παρακινήθηκε κι αὐτὸς καὶ πῆγε ἐνώπιόν του ἡγεμόνα, ὁμολογώντας ὅτι καὶ ὁ ἴδιος εἶναι χριστιανός. Συνελήφθη ἀμέσως, ὅποτε τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι κάτω, καὶ τοῦ ἔξυναν τὶς σάρκες μὲ σκληρότητα, τοῦ ἔμπηξαν ἔπειτα μυτερὰ καλάμια στὰ νύχια του, τοῦ ἔριξαν λιωμένο μολύβι στὸ στόμα του καὶ τὸν ἔβαλαν μὲ τὸ κεφάλι μέσα σὲ καζάνι πίσσας ποὺ ἔβραζε. Σὲ ὅλα αὐτὰ διέμεινε ἀβλαβής, ἐνῶ πέθαναν πενήντα ἄνδρες ἀπὸ τοὺς δημίους.
Στὸ τέλος τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι μὲ ξίφος, ἀλλὰ ἀντὶ γιὰ αἷμα ἔρευσε γάλα, θαῦμα ποὺ ἔκανε πενήντα ἄνδρες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ καὶ νὰ βαπτιστοῦν. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ δοῦλοι ποὺ εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ποὺ δὲν εἶχαν μάθει τί εἶχε συμβεῖ, γιατί θεώρησαν ὅτι κατὰ τὴ συνήθειά του ἄργησε ἀπὸ τὴν καταφυγή του στὰ καπηλειὰ καὶ τὶς μέθες, μόλις ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τὰ ἐπὶ μέρους βασανιστήρια ποὺ ὑπέμεινε μέχρι τὴν τελείωσή του, βρῆκαν τὸ λείψανό του.
Πρόσπεσαν τότε στὸν ἅγιο καὶ ζήτησαν συγνώμη γιὰ ὅσα ἄσχημα σκέφτηκαν καὶ εἶπαν γι’ αὐτόν, ὅποτε στὴ συνέχεια ἀφοῦ ἔδωσαν πεντακόσια νομίσματα ἀγόρασαν τὸ σῶμα του καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Ρώμη. Ἡ δὲ κυρία τοῦ Ἀγλαΐς, ἀφοῦ τῆς ἀποκαλύφθηκαν ὅλα ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου, ἔτρεξε νὰ τὸν προϋπαντήσει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ. Τὸν τίμησε μὲ λαμπρὸ τρόπο καὶ τὸν κήδεψε μεγαλοπρεπῶς, πεντακόσια στάδια ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη.
Ὕστερα τοῦ ἀνήγειρε ναὸ στὸ ὄνομά του, στὸ μέσο τῆς πόλεως, στὸ σπίτι της, καὶ τὸν μετέφερε ἐκεῖ, ὅπου καθημερινὰ προχέει πηγὲς ἰαμάτων. Καὶ ἐκείνη ἔκτοτε ἔζησε ὅσια καὶ θεάρεστα, καὶ μὲ τὴν καλὴ αὐτὴ πολιτεία τῆς παρέδωσε τὸ πνεῦμα ἐν εἰρήνη στὸν Θεό».
Παράδοξα αὐτὰ ποὺ τελεσιουργοῦνται στὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Βονιφατίου. Μέθυσος αὐτός, λάγνος, πόρνος καὶ μοιχὸς μεταστρέφεται αἰφνιδίως στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Κι ὄχι μόνον αὐτό: ἡ μεταστροφὴ τοῦ συνοδεύεται μὲ θαρραλέα ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, τέτοια ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὸ νὰ ὑποστεῖ πάμπολλα μαρτύρια ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπομείνει ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα κυλιόταν στὸ βοῦρκο τῆς φιληδονίας.
Κι ἀκόμη περισσότερο: τὸ μαρτύριό του φανερώνεται ὅτι γίνεται ἀμέσως ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὸν Κύριο κ ἃ ἰ μὲ τὸ γάλα ποὺ ἔρευσε ἀντὶ αἵματος τὴν ὥρα τῆς ἀποτομῆς της κεφαλῆς τοῦ κ ἃ ἰ μὲ τὸ τίμιο λείψανό του, ποὺ ἔκτοτε πρόχεε «πηγᾶς ἰαμάτων» κατὰ τὸ συναξάρι του.
Ποῦ εἶναι ἡ συνήθης πορεία τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μέχρι νὰ φτάσουν στὸ μαρτύριο εἶχαν κατηχηθεῖ στὴν πίστη καὶ εἶχαν ἐνισχυθεῖ ἀπὸ ἐκείνους ποῦ θεωροῦνταν οἱ «ἀλεῖπτες» τους; Ποῦ εἶναι ἡ ἐπιφύλαξη ὅλων ἐκείνων ποῦ δὲν ἐπέτρεπαν τὸ μαρτύριο ὑπὲρ Χριστοῦ, ἂν οἱ ὑποψήφιοι μάρτυρες δὲν εἶχαν ἑτοιμαστεῖ γι’ αὐτό, μὲ πνευματικὰ ἀγωνίσματα, μὲ ἐξομολόγηση, μὲ συμμετοχὴ στὴ θεία εὐχαριστία, κι αὐτὸ μὲ τὸν δικαιολογημένο φόβο μήπως καμφθοῦν μπροστὰ στὰ βάσανα; Στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Βονιφατίου ἔχουμε τὴν ἀκύρωση ὅλων τῶν «κανονικῶν» αὐτῶν προϋποθέσεων.
Ἔχουμε μία ἄνωθεν ἐπέμβαση, τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ, ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀλλοίωση τῆς καρδιᾶς του, ὥστε διὰ μίας νὰ φτάσει στὸ χαρισματικὸ σημεῖο τοῦ μαρτυρίου.
«Σαρκικῶν ἀνώτερον ἀποδειχθεῖς φρονημάτων, ἐν ἀλλοιώσει θεία, ἀθρόον πάσαν προσβολὴν τῶν δυσχερῶν ὑπήνεγκας γηθόμενος, μάρτυς Βονιφάτιε», σημειώνει ἔκθαμβος ὁ ἅγιος ὑμνογράφος.
(Φάνηκες ἀνώτερος ἀπὸ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτωλὰ φρονήματα, μὲ ἀλλοίωση πού σου προκάλεσε ὁ Θεός, μάρτυς Βονιφάτιε, καὶ ὑπέμεινες μὲ χαρὰ κατὰ τρόπο μαζεμένο τὴν προσβολὴ τῶν βασάνων).
Δὲν εἶναι ὁ μόνος. Σὰν τὸν ἅγιο Βονιφάτιο ἔχουμε πολλοὺς στὴν Ἐκκλησία μας, ποὺ ἐκτάκτως, ὅλως «ἀντικανονικά», ὁδηγοῦνται στὸ μαρτύριο ἀπὸ ἄλλες ὁδοὺς πέραν τῆς κανονικῆς πορείας. Ἀλλὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ καθορίσει τὴν πορεία, ὅταν δρᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς» καὶ συνεπῶς μόνος γνώστης τοῦ τί διαδραματίζεται στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Νὰ θυμηθοῦμε πρῶτα ἀπὸ ὅλα τὸν ληστὴ ποὺ συσταυρώθηκε μὲ τὸν Κύριο. Ποιὰ κανονικότητα ὑφίσταται σ’ αὐτόν; Ἤρκεσε νὰ δεῖ τὸν Κύριο καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ «ἔλιωσε», ἀλλοιώθηκε. Ἡ μετάνοιά του τὸν κάνει νὰ ζητήσει τὴ συγγνώμη ἀπὸ τὸν Κύριο, γενόμενος ἔτσι ὁ πρῶτος «οἰκιστὴς» τοῦ Παραδείσου. «Ἀμήν, λέγω σοί, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσω». Ποιὰ κανονικότητα ὑπῆρξε στὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν τὴν ὥρα τῆς δίωξης τῶν χριστιανῶν, δέχεται τὴν κλήση τοῦ Κυρίου νὰ γίνει ἀπόστολός Του; Ποιὰ κανονικότητα ὑπῆρξε στὸν ἅγιο Πορφύριο τὸν μίμο (15 Σεπτεμβρίου), ποὺ τὴν ὥρα τῆς διακωμώδησης ἀπὸ αὐτὸν τῶν μυστηρίων, ὁμολογεῖ Χριστὸ καὶ τοῦ κόβουνε τὸ κεφάλι; Ἄβυσσος ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ περισσότερο ἡ ἀγάπη τοῦ ἴδιου του Θεοῦ μας!
Κι ὅμως! Ὑπάρχει κάτι στὴν πρότερη ἁμαρτωλὴ ζωὴ τοῦ Βονιφατίου, ποὺ προφανῶς αὐτὸ ὑπῆρξε ἡ πρόκληση γιὰ τὴν πλούσια ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ: τὸ φιλεύσπλαχνό του χαρακτήρα του.
Νὰ σημειώσουμε ἀκριβῶς τὰ λόγια του συναξαρίου: «Ἢν δὲ καὶ μέθυσος, ἀλλὰ καὶ ἐλεήμων, καὶ φιλόξενος καὶ συμφοραῖς ἀνθρώπων καὶ ἰκεσίαις ἐπικαμπτόμενος». Νὰ τὸ «μυστικό». Νὰ αὐτὸ ποὺ «ἔκαμψε» τὸν παντοδύναμο Κύριο: ἡ θεοείδειά του λόγω τῆς ἐλεήμονος καρδίας του.
Τὸ συμπέρασμα εἶναι προφανές: ἄνθρωπος ἐλεήμων, ἀκόμη καὶ βουτηγμένος σὲ ὅλα τὰ σαρκικὰ πάθη κι ἂν εἶναι, δὲν πρόκειται νὰ χαθεῖ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ τὸν καλέσει, τὴν ὥρα ποὺ ἐκείνη θὰ κρίνει. Μέσα σὲ τέτοιον ἄνθρωπο λειτουργεῖ ὁ Θεός, ἔστω κι ἂν ὅλα ἐξωτερικὰ φαντάζουν ἀνάποδα καὶ ἁμαρτωλά. Καὶ τὸ ξέρουμε καὶ ἀπὸ ἄλλα ἀνάλογα περιστατικὰ τῆς ζωὴ τῶν ἁγίων μας. Ἡ Ταϊσία ἡ πόρνη γιὰ παράδειγμα. Βουτηγμένη καὶ αὐτὴ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Κι ὅμως ἐλεήμων καὶ φιλεύσπλαγχνος. Γι’ αὐτὸ κυνηγημένη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἀργότερα μετανοημένη καὶ ἁγία καὶ θαυματουργός.
Ποιὸς μπορεῖ ἔτσι νὰ βγάλει κρίσεις γιὰ τοὺς συνανθρώπους του; Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποῦ μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴ δική του ἠθικὴ ζωή; Καὶ βεβαίως καταλαβαίνουμε ἔτσι ὅτι ἂν ἡ ἐλεήμων καρδία, ἔστω καὶ μὲ τὸ περίβλημα τῆς σαρκολατρείας, φέρνει τόση χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ δεδομένη στιγμή, πόσο περισσότερη θὰ φέρει ὅταν εἶναι συνδυασμένη καὶ μὲ καλὴ καὶ ἐνάρετη ζωή;
Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ μὴ σημειώσουμε καὶ τὸ αὐτονόητο: ὁ ἅγιος Βονιφάτιος βεβαίως ὁδηγήθηκε στὸ ὕψος τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἁγιότητος λόγω τῆς καλῆς καρδιᾶς του, ὅμως ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ πυροδοτήθηκε, ὅταν εἶδε μπροστά του τὰ μαρτύρια τῶν ἄλλων ἁγίων. Ἐκεῖ, στὴν ἔμπρακτη πίστη, τὴ μέχρι θυσίας, εἶδε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Καὶ ζήλεψε τοὺς μάρτυρες. Κι αὐτὸ μεταξὺ ἄλλων ἐπισημαίνει καὶ ὁ ὑμνογράφος: «Προθύμω λογισμῶ τοὺς ἀγώνας ζηλώσας τῶν γενναίων ἀθλητῶν, ἐνήθλησας στερρῶς καὶ τὸν ὄφιν ἐνέκρωσας ἄθλοις σου τοῖς ζωηφόροις, ἱερὲ Βονιφάτιε». (Ζήλεψες μὲ πρόθυμο λογισμὸ τοὺς ἀγῶνες τῶν γενναίων ἀθλητῶν, ἱερὲ Βονιφάτιε, καὶ ἄθλησες μὲ σταθερότητα καὶ νέκρωσες τὸ φίδι μὲ τοὺς ζωηφόρους ἀγῶνες σου).
Ὁ ὑμνογράφος ὅμως τοῦ ἁγίου δὲν μπορεῖ νὰ μὴ θυμηθεῖ ὅτι ὁ ἴδιος ἑορτάζεται λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὰ ἅγια Χριστούγεννα. Καὶ ψάχνει καὶ βρίσκει ἀφορμὴ νὰ συνδέσει τὴν ἑορτή του μὲ τὸ ὑπερφυὲς γεγονὸς τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου. Καὶ τὴ βρίσκει: ἀπὸ τὴ Δύση ὀρμήθηκε νὰ πάει στὴν Ἀνατολὴ γιὰ νὰ βρεῖ λείψανα μαρτύρων. Σὰν νὰ ἦταν ἡ Ἀνατολὴ ἕνα ἀστέρι, ποὺ τὸν καθοδήγησε πρὸς τὸν γεννηθέντα Χριστό.
Ὅπως λοιπὸν καὶ οἱ ἐκ Περσίδος μάγοι καθοδηγήθηκαν ἀπὸ τὸ ἀστέρι γιὰ νὰ φτάσουν στὸν Χριστό, ἔτσι κι αὐτός. Βρίσκει μάλιστα καὶ τὴν ἀντιστοιχία τῶν δώρων. Χρυσὸ καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα προσέφεραν οἱ μάγοι, πίστη, ἐλπίδα καὶ ἀγάπη προσφέρει ἐκεῖνος, κι ἀκόμη περισσότερο: τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ – τὸ πιὸ καθαρὸ καὶ ἄμωμο δῶρο.
«Ἀνατολῆς ὥσπερ ἀστὴρ τοὺς μάγους ἐκ Περσίδος, οὕτω σὲ θεία νεύσις ἐκ δυσμῶν ὠδήγησε, θεοφρον, τεχθῆναι ἐν σπηλαίω, τῷ εὐδοκήσαντι Χριστῷ προσκυνῆσαι ὡς βασιλεῖ ἁπάσης της κτίσεως, καὶ τούτω δῶρα προσαγαγεῖν, ὡς λίβανον καὶ σμύρναν καὶ χρυσόν, Πίστιν Ἀγάπην καὶ Ἐλπίδα. Ὅθεν σαυτὸν ὁλόκληρον προσήγαγες αὐτῶ ἄμωμον δῶρον».
(Ὅπως ὁ ἀστέρας τῆς Ἀνατολῆς ὁδήγησε τοὺς ἐκ Περσίας μάγους νὰ προσκυνήσουν τὸν Χριστὸ ποὺ εὐδόκησε νὰ γεννηθεῖ σὲ σπήλαιο, καὶ νὰ Τοῦ προσφέρουν δῶρα, λιβάνι καὶ σμύρνα καὶ χρυσάφι, ἔτσι καὶ σένα, θεῖο κάλεσμα σὲ ἔφερε ἀπὸ Δυσμᾶς νὰ προσκυνήσεις τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τοῦ προσφέρεις τὴν Πίστη, τὴν Ἀγάπη καὶ τὴν Ἐλπίδα. Γι’ αὐτὸ πρόσφερες στὸν Χριστὸ σὰν ἄμωμο καὶ καθαρὸ δῶρο ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό σου).
Πράγματι, σημαντικότερο δῶρο στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν εὐλογία τοῦ ἐρχομοῦ Του στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν προσφορὰ τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ, καὶ μάλιστα τὴν ἐν μετανοία κατάθεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, δὲν ὑπάρχει.
π. Γεώργιος Δορμπαράκης
http://pgdorbas.blogspot.gr
Σύντομος βίος από saint.gr
Ζητῶν Βονιφάτιος ὀστᾶ Μαρτύρων.
Ἑαυτὸν εὗρε μάρτυρα, τμηθεὶς ξίφει. Ἐννεακαιδεκάτῃ Βονιφάτιος αὐχένα τμήθη. |
Βιογραφία
Οι Άγιοι Βονιφάτιος και Αγλαΐα έζησαν τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Η Αγλαΐα ανήκε στην τάξη των ευγενών και πλούσιων Ρωμαίων γυναικών και ήταν πάντα πρόθυμη στις ελεημοσύνες και στις διάφορες αγαθοεργίες. Ο δε Βονιφάτιος ήταν γραμματέας της περιουσίας της Αγλαΐας και επόπτης των κτημάτων της. Όπως η κυρία του, ήταν και αυτός εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος. Διαχειριζόταν την περιουσία της Αγλαΐας με πολλή τιμιότητα, και απέναντι στους υπηρέτες ήταν ευγενέστατος.Η ανεξέλεγκτη όμως καλοζωία έπνιξε την πνευματικότητα του Βονιφατίου και της Αγλαΐας. Άναψε την εύφλεκτη νεότητά τους και παρασύρθηκαν από τις ένοχες σαρκικές ηδονές. Ευτυχώς όμως, ο έλεγχος των συνειδήσεών τους ήταν αυτός που τελικά επικράτησε. Αμάρτησαν. Έκλαψαν και οι δύο πικρά. Θα τους δεχόταν άραγε και πάλι ο Θεός σαν ζωντανά μέλη της Εκκλησίας του; Γιατί όχι; Άλλωστε, ο Ίδιος είπε: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκά, ΙΕ’ 10). Δηλαδή, χαρά γίνεται στους ουρανούς, με την παρουσία αγγέλων του Θεού, που συμμετέχουν στη χαρά αυτή, για έναν αμαρτωλό που μετανοεί. Με πολλή συντριβή λοιπόν, οι δύο μετανοούντες εξομολογήθηκαν το ηθικό τους ολίσθημα σε πνευματικό ιερέα και η ηθική τους επιστροφή και αναγέννηση ήταν πλέον γεγονός. Έτσι αργότερα ο μεν Βονιφάτιος πέθανε μαρτυρικά για την πίστη στην Ταρσό της Κιλικίας, η δε Αγλαΐα, αφού πούλησε τα υπάρχοντά της, αφιέρωσε τη ζωή της στην ανακούφιση των φτωχών και των πασχόντων. |
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε. Μαρτύρων τὴν εὔκλειαν ἰχνηλατήσας θερμῶς, Χριστὸν ὡμολόγησας ἐπὶ ἀπίστων στερρῶς, σοφὲ Βονιφάτιε· ὅθεν καθάπερ πλοῦτον ἀδαπάνητον, μάρτυς, δέδωκάς σου τὸ σῶμα τῇ σεμνῇ Ἀγλαΐᾳ· ἐξ οὗ τῷ κόσμῳ πηγάζει ῥώσις καὶ ἔλεος. Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον. Ἱερεῖον ἄμωμον, ἐθελουσίως, σεαυτὸν προσήγαγες, τῷ ἐκ Παρθένου διὰ σέ, τεχθῆναι μέλλοντι Ἅγιε, στεφανηφόρε σοφὲ Βονιφάτιε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. Τιμήσας τὸν Θεόν, παρ’ αὐτοῦ ἐτιμήθης, Μαρτύρων καλλονή, Βονιφάτιε μάκαρ· διὸ καὶ στεφάνῳ σε, θείας δόξης ἐκόσμησεν· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἡμῶν σὲ αἰτοῦμεν, πρεσβεύειν πρὸς Κύριον.
Ὁ Οἶκος
Ἀνατολῆς ὥσπερ ἀστήρ, τοὺς μάγους ἐκ Περσίδος, οὕτω σε θεία νεῦσις ἐκ δυσμῶν ὡδήγησε θεόφρον, τεχθῆναι ἐν Σπηλαίῳ, τῷ εὐδοκήσαντι Χριστῷ προσκυνῆσαι ὡς Βασιλεῖ ἁπάσης τῆς κτίσεως, καὶ τούτῳ δῶρα προσαγαγεῖν, ὡς λίβανον καὶ σμύρναν καὶ χρυσόν, Πίστιν Ἀγάπην καὶ Ἐλπίδα. Ὅθεν σαυτὸν ὁλόκληρον προσήγαγες αὐτῷ ἄμωμον δῶρον, τῷ Τυράννῳ δικαστῇ, ἐν παρρησίᾳ κράζων καὶ βοῶν· Χριστοῦ μου δοῦλος ὑπάρχω, στεφανηφόρε σοφὲ Βονιφάτιε. |