ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος της ιστορίας του ελληνισμού, είναι αυτή της αποκαλούμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως τη βάπτισαν κάποιοι δυτικοί συγγραφείς διαστρέφοντας το πραγματικό όνομα της μοναδικής αυτοκρατορίας στον κόσμο που έζησε πάνω από χίλια χρόνια, δηλαδή της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Την ίδια περίοδο που στην δυτική Ευρώπη, που σήμερα προβάλλεται σαν η πιο εξελιγμένη περιοχή της ανθρωπότητας, οι κάτοικοι ζούσαν κάτω από φρικτές συνθήκες σκοταδισμού και αγνοούσαν βασικά πολιτιστικά στοιχεία, στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία το πνευματικό επίπεδο είχε φτάσει σε ύψιστα επίπεδα. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε μετουσιωθεί, με τη χριστιανική διάσταση που είχε αποκτήσει, στο ελληνορθόδοξο χριστιανικό πρότυπο, το οποίο καθοδήγησε την αυτοκρατορία σε όλη τη διάρκεια της ζωής της.
            Ένας από του μεγαλύτερους πνευματικούς φάρους της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ουσιαστικά το πρώτο πανεπιστήμιο σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων, το γνωστό από την πρώτη του περίοδο σαν «Πανδιδακτήριο», το οποίο από τον ένατο αιώνα όταν μεταφέρθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας έγινε πιο γνωστό σαν πανεπιστήμιο της Μαγναύρας.
Το Πανδιδακτήριο  ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, το 425 και έκτοτε …η λειτουργία του τελούσε υπό την αιγίδα των εκάστοτε αυτοκρατόρων. Λειτούργησε σχεδόν αδιάλειπτα μέχρι το 1453 και ανέδειξε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους στον χώρο των επιστημών αλλά και της θεολογίας.  Ένας από τους ανθρώπους που συντέλεσε στην ίδρυση του ήταν η Πουλχερία, αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, μια ευσεβής και θεοσεβούμενη γυναίκα καθώς και η Ευδοκία, (Αθηναΐς), σύζυγος του αυτοκράτορα, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτορίου, Κύρο Πανοπολίτη, γνωστό τότε Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Στις 27 Φεβρουαρίου του 425, εκδόθηκε το πρώτο σχετικό διάταγμα από τον Θεοδόσιο το Β’ που ρύθμιζε  τις λεπτομέρειες λειτουργίας της Σχολής.Τα πρώτα μαθήματα που διδάσκονταν στο Πανδιδακτήριο, που λειτουργούσε πλέον σαν ανεξάρτητο πνευματικό ίδρυμα, την ίδια περίοδο που στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπήρχε ουσιαστικά καμία πνευματική αλλά και συγγραφική δραστηριότητα, (ήταν δηλαδή η εποχή του σκότους του ευρωπαϊκού μεσαίωνα), ήταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Στην εποχή του Ιουστινιανού αναβαθμίστηκε η Νομική Σχολή, η οποία απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε.  Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Φωκά, (602-610), το Πανδιδακτήριο διέκοψε τη λειτουργία του αλλά γρήγορα επαναλειτούργησε, υπό τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, (610-641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα για να εποπτεύσει στην αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου.
Σταθμός στην εξέλιξη του Πανδιδακτηρίου ήταν όταν ο Βάρδας, θείος του αυτοκράτορα  Μιχαήλ Γ’, (842-867 μ.Χ.) ανέλαβε με προσωπική του παρέμβαση την αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου. Ο Βάρδας, λίγο μετά το 843, (ή κατά τον Ch. Diehl το 850 ή κατά τον Paul Lemerle το 855 με 856),  στελέχωσε το  Πανδιδακτήριον με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό και το εγκατέστησε σε αίθουσες του ανακτόρου της Μαγναύρας, τμήμα του οποίου είχε φροντίσει να διατεθεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Έκτοτε το Πανδιδακτήριο ονομάστηκε πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Το ενδιαφέρον του Βάρδα για τους σπουδαστές της Μαγναύρας ήταν πολύ μεγάλο. Χάρη στο συνεχές του ενδιαφέρων παρατηρήθηκε μια πραγματική αναγέννηση   των γραμμάτων και των επιστημών   που την προηγουμένη περίοδο είχαν παραμεληθεί και παρακμάσει όπως  μας μαρτυρεί ο χρονογράφος της εποχής, Γεώργιος Κεδρηνός, «τῇ τῶν κρατούντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθείᾳ» (επειδή οι κρατούντες ήταν αγροίκοι και αμαθείς).
Πρώτος καθηγητής στην Μαγναύρα διορίστηκε ο Λέων,  ένας γνωστός φιλόσοφος και μαθηματικός της εποχής, (790-869), που είχε προηγουμένως διδάξει ιδιωτικά και δημόσια στην Κωνσταντινούπολη, για 15 έως 20 έτη, (820-838 περίπου) και είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη λόγω της ευρείας μόρφωσής του.  Ο Λέων υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές στον χώρο των γραμμάτων  τον 9ο αιώνα. Ήταν ουσιαστικά  μία μορφή πανεπιστήμονα που ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τη γεωμετρία, την αστρονομία και την αστρολογία, ενώ του αποδίδονται και διάφορες πρακτικές εφαρμογές.
Το πανεπιστήμιο  βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά τους διδάσκοντες και τους σπουδαστές. Αναφέρεται  ότι  την εποχή εκείνη δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά.
Τον 11ο αι. ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ενδιαφέρθηκε για την διεύρυνση των σπουδών στο  πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον», (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο «Διδασκαλείο των Νόμων». Στο Γυμνάσιο, δηλαδή στη φιλοσοφική σχολή, διευθυντής, («Ύπατος των Φιλοσόφων»), τοποθετήθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός. Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους.
Μεγάλο ενδιαφέρον για το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας έδειξαν επίσης οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας, (867-1059), Βασίλειος Α’, (867-886), Λέων ΣΤ’, (886-912) και Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, (913-959). Ο τελευταίος μάλιστα για τις ανανεωτικές του πρωτοβουλίες εξυμνήθηκε από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους στην εποχή του.
Την περίοδο  από τα μέσα του ενδεκάτου μέχρι και  αρχές του δέκατου τρίτου  αιώνα, ενδιαφέρον για τα γράμματα έδειξαν οι αυτοκράτορες Ισαάκιος Α’ Κομνηνός, (1057-1059), Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας, (1059-1067) και Αλέξιος Α’ Κομνηνός, (1081-1118).  Κατά τον χρονογράφο Ιωάννη Ζωναρά, (12ος αι.), ο Ισαάκιος Α’, «Μολονότι ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει μόρφωση φρόντιζε τα γράμματα και συναναστρεφόταν τους λογίους». Ο δε Αλέξιος Κομνηνός μερίμνησε επίσης για τη δημιουργία «σχολής γραμματικού» στο ορφανοτροφείο που είχε ήδη συστήσει.
Μετά την μαύρη περίοδο της Φραγκοκρατίας και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, το 1261, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, (1261-1282), ανέθεσε την διεύθυνση του πανεπιστημίου της Μαγναύρας στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη, τη διδασκαλία της λεγόμενης «τετρακτύος», (δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) στο αποκαλούμενο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».
Πολλά ήταν τα μεγάλα πνευματικά ονόματα που λάμπρυναν με την παρουσία τους το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι  κατά τον 9ο αιώνα πολλοί ιστορικοί συγκαταλέγουν και τον Θεσσαλονικέα ιεραπόστολο των Σλάβων, Κύριλλο – Κωνσταντίνο, (περίπου 827-869), καθώς και τον λόγιο, μετέπειτα  μέγα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Φώτιο, (δύο πατριαρχίες: 858-867 και 877-886).  Ειδικά για τον Κύριλλο έχουμε πληροφορίες ότι ανέλαβε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα την έδρα της φιλοσοφίας στην Μαγναύρα,ενώ ο Βρετανός ιστορικός D. Nicol, αναφέρει ότι «διαδέχθηκε τον φίλο του Φώτιο στην έδρα της φιλοσοφίας», στο ίδιο πανεπιστήμιο.Όσον αφορά  τον μέγα πατριάρχη Φώτιο, υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για το αν πραγματικά δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας ή ότι δίδαξε ιδιωτικά.
Ο πνευματικός φάρος της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων και η μέγιστη πνευματική κίνηση που είχε αναπτυχτεί με το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, έσβησαν οριστικά με την πτώση της Πόλης στον Μωάμεθ τον Πορθητή. Παρ όλα αυτά οι σπίθες δεν έπαψαν να σιγοκαίουν και κατά την περίοδο της δουλείας. Η εκκλησία και η ορθόδοξη πιστή, ήταν αυτές που διέσωσαν την ταυτότητά μας στους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας, μακριά από τον «θανατηφόρο εναγκαλισμό» της παπικής εκκλησίας που προσπάθησε τα τελευταία χρόνια της ανατολικής αυτοκρατορίας να  στραγγαλίσει οριστικά  την ελληνική ορθοδοξία. Δυστυχώς, όμως, ό,τι διασώθηκε τετρακόσια και πλέον χρόνια σκλαβιάς, κινδυνεύει σήμερα να χαθεί οριστικά από τη συμπεριφορά μας ως νεοέλληνες (νεοελληνική «εκσυγχρονιστική λαίλαπα»;).

 *ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Β΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2010