Ο Μαυροκορδάτος με το μασονικό "κρυφό χέρι" |
Διαβάστε μεταξύ άλλων τι έπαθε η σορός του Κωλέττη αυτού που έδωσε την εντολή για την δολοφονία του Οδυσσέα και των παραπάνω που αναφέραμε.
του Δημήτρη Φωτιάδη
ΟΤΑΝ φέρανε τον Αντρούτσο στην Αθήνα, τον κλείσανε στο φράγκικο πύργο της Ακρόπολης, την Κούλια όπως τη λέγανε [Βρισκόταν στην είσοδο της Ακρόπολης και τη γκρέμισαν το 1878] , βάζοντάς του βαριά σίδερα στα χέρια και στα πόδια. Για δεσμοφύλακα είχε τον παλιό του οχτρό, τον φοβερό Παπακώστα. Ο Pecchio, που επισκέφτηκε εκείνες τις μέρες την Αθήνα κ' έμαθε πως μέσα στον πύργο βρισκόταν φυλακισμένος ο Οδυσσέας, γυρεύει να τον δει μα δεν του δίνουν την άδεια.
Στ' αναμεταξύ ο Γκούρας, παρ' όλα όσα τούλεγε ο Τριανταφυλλίνας,
ο άλλος μεγάλος οχτρός του Ανδρούτσου, δίσταζε να τον σκοτώσει. Τον
στέλνει, λοιπόν, στ' Ανάπλι για να πάρει την τελική απόφαση της
κυβέρνησης. Γυρίζει έπειτα από λίγο στο στρατόπεδο, που βρισκόταν κάπου
όξω από την Αράχωβα, φέρνοντας ένα γράμμα του Κωλέτη προς τον Γκούρα, όπου σ' αυτό ο παλιός γιατρός τού
Αλήπασα τούγραφε να κάνει ό,τι θα τού πει ο Τριανταφυλλίνας.
Αφού
κάθησαν κάτω από μια ελιά και τα κουβέντιασαν, ο Γκούρας δε φωνάζει το
γραμματικό του, μα γράφει ο ίδιος, με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε,
δυο λόγια σ' ένα χαρτί για τον Μαμούρη, που τον είχε αφήσει φρούραρχο
στο κάστρο της Αθήνας. Το διπλώνει και γυρεύει να το σφραγίσει με
βουλοκέρι, μα όπως φύσαγε δεν τα καταφέρνει και το δίνει στο Γεωργαντά
να πάει σε κάποιο απάγγειο μέρος να το βουλώσει. Αυτός, που
υποψιάστηκε, μπαίνει σ' ένα ξωκκλήσι που είταν παρακεί και πριν το σφραγίσει το ξεδιπλώνει και ρίχνει μια γρήγορη ματιά. Ο Γκούρας πρόσταζε, με τόση μυστικότητα τον Μαμούρη, «να πουλήσει το λάδι γιατί η τιμή του θα πέσει». Κι ο Γεωργαντάς μπαίνει με μιας στο συνθηματικό νόημα τούτης της παραγγελίας και γράφει:
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ
συνέχεια
Η ΣΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΩΛΕΤΤΗ
Από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη
Τότε ἔβγαλαν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κωλέτη ἄλυωτο ἀπὸ τὸν τάφο του. Ἀφοῦ ἀρρώστησε
ὁ γκενερὰλ Κωλέτης καὶ φώναζε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ βούιξε καὶ γκάριξε καὶ βγῆκε ἡ
ψυχή του, κοντὰ σὲ τρία χρόνια θέλησαν οἱ συγγενεῖς του νὰ τὸν ξεχώσουνε· κι᾿ ὁ
φίλος του ὁ στενὸς πρέσβυς Πισκατόρης, ὁποῦ ἐργάζονταν μαζὶ ἐδῶ καὶ ξόδιαζαν καὶ
κατηχοῦσαν τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ τοὺς κάνουν δυτικούς, στέλνει νὰ φκειάση
τάφον μαρμαρένιον του φίλου του τοῦ Κωλέτη. Καὶ τὸν βγαίνουν καθὼς τὸν θάψαν· μόνον
τὰ μάτια του ἦταν βουλιασμένα καὶ ἡ μύτη του ὀλίγον πειραμένη – τὰ μάτια του ὅτι
ἔβλεπαν τῆς πράξες ὁποῦ ῾κάνε διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του καὶ τόσους ἄδικους
φόνους τῶν ἀγωνιστῶν, τοῦ Νούτζου, τοῦ Παλάσκα, τοῦ Δυσσέα κι᾿ ἀλλουνῶν, κι᾿ ἀχώρια
πόσους νέους τάφους ἄνοιξε εἰς τῆς ἐκλογές, πόσοι σκοτωμοὶ ἔγιναν καὶ γίνονται,
πόσες μείναν χῆρες κι᾿ ὀρφανά, τί ἔπαθε ἡ πατρίδα γενικῶς, πόσοι ἀγωνισταὶ πῆγαν
εἰς τοὺς Τούρκους, κι᾿ ὅλες οἱ φυλακὲς γιομάτες ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τὴν σήμερον διὰ ν᾿
ἀναστηθῆ ἡ παρανομία κι᾿ ἀδικία, νὰ μὴ μείνη φωνὴ εἰς τὸν λαόν, οὔτε ψῆφος, ἀλλὰ
ἡ δύναμη ἡ στρατιωτικὴ καὶ οἱ ὑπάλληλοι νὰ γιομίζουν τῆς κάλπες καὶ νὰ βγάζουν ὅσους
ἤθελαν· καὶ μᾶς ἔκαμεν ὅπως εἴμαστε διὰ νὰ φανῆ πιστὸς καὶ τίμιος εἰς τοὺς ξένους
του φίλους. Τότε ἡ βρῶμα τοῦ πεθαμένου δὲν ἄφινε νὰ ζυγώσουν οἱ ἄνθρωποι πλησίον
του· κ᾿ ἔτρωγε ἀναθέματα πλῆθος ἀπὸ τοὺς μαστόρους ὦσο νὰ τοῦ χτίσουν τὸν μαρμαρένιο
του τὸν τάφο.