«Και
είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα
παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί.
Και
βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και
την φοβούνται.
Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
Εμείς,
με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε
ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε.
Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον.
Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!
Και
βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους
ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί
εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να
βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι,
πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες!»