Κολλούσαμε σὰν στρείδια πάνω στὴν γερόντισσα
Μαρτυρία Γ. Β. Ἀστυνομικοῦ
Τὴν Γερόντισσα τὴν γνώρισα μία δεκαετία περίπου. Τί νὰ πῶ; Ὑπάρχουν λόγια; Μὲ μία λέξη: ἦταν μάνα! Ἄγαμη, ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἁγνότατη, ἀλλὰ μητέρα! Παγκόσμια μάνα! Πλάτυνε τὴν καρδιά της καὶ χώρεσε ὅλον τὸν κόσμο! Ταυτίσθηκε μὲ τὰ προβλήματα καὶ τοὺς πόνους ὅλων! Ἔγινε θυσία γιὰ ὅλους! Ἀφανίσθηκε αὐτὴ γιὰ νὰ ζοῦν οἱ ἄλλοι! Τέτοια γλυκύτητα, ἠρεμία, εἰρήνη, ἀκατακρισία, ταπείνωση, φιλανθρωπία, ἔρωτα στὸν Χριστό, ἀγάπη στὸν κάθε ἄνθρωπο, οὔτε εἶδα οὔτε καὶ νομίζω πὼς θὰ δῶ στὸ μέλλον ὅσο καὶ νὰ ζήσω. Στὴ στοργική της ἀγκαλιὰ ξεκουράστηκε καὶ ἡ δική μου ψυχή. Σταθμὸς στὴ ζωή μου ἡ γνωριμία μας. Τὰ περιστατικὰ τὰ θαυμαστὰ καὶ ὡραῖα ποὺ ζήσαμε κοντὰ της εἶναι ἄπειρα. Κάθε μέρα τὰ εἴχαμε. Μὲ ἁπλότητα καὶ σιγαλιά. Δὲν εἶχε τυμπανοκρουσίες. Δὲν ἔκανε τὴ δασκάλα. Σὲ ἄλλαζε μὲ ταπείνωση, πάνω στὴν ἁπλὴ κουβέντα, μὲ ὄμορφο χιοῦμορ.
Καμία σχέση μὲ ἄλλες εὐσεβεῖς στὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα μόνο, τὶς λεγόμενες «θεοῦσες» ποὺ κάνουν ἀγώνα ἀλλὰ τὸν χάνουν μὲ τὰ ὁράματα ποὺ διαφημίζουν καὶ τὴν κακία ποὺ βγάζουν ὅταν τὶς θίξεις…. Εἶναι καὶ δικτυωμένες μὲ ὅλους τοὺς πλανεμένους ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο… Ἡ γιαγιὰ ἦταν ἁπλὴ καὶ ἀφανέστατη! Ἐκτόξευε ὅμως τιτάνια δύναμη θεϊκή! Σὲ ὅποιον μποροῦσε καὶ εἶχε ἀνάγκη νὰ τὴν εἰσπράξει. Ἐπειδὴ τὰ περιστατικὰ ποὺ ἔζησα εἶναι πάμπολλα, θὰ ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ λίγα ἐδῶ. Γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μεγαλεῖο της ψυχῆς της καὶ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεός!
Κάποτε ἔκοβα ξύλα μὲ τὸ ξυλοκοπτικό. Ἐπειδὴ ἤμουν ἀδέξιος μία καὶ ἡ δουλειά μου εἶναι ἄλλη, ξέφυγε καὶ ἔκοψα τὴν παλάμη μου βαθιὰ μέχρι τὸν ἀντίχειρα. Τὸ αἷμα ἔτρεχε ποταμός. Λίγο καὶ θὰ ἔχανα τὸ χέρι. Οἱ γιατροὶ μὲ ἔστειλαν στὸ Νοσοκομεῖο. Δύσκολη ἡ κατάσταση. Ἔγινε συγκόλληση μὲ λεπτὸ ράψιμο καὶ ἔκανα ἀλλαγές. Τὸ παράξενο εἶναι ὅτι στὶς ἀλλαγὲς δὲν πονοῦσα.
Ὁ γιατρὸς ἀποροῦσε καὶ μοῦ ἔλεγε: «τί γίνεται μὲ ἐσένα. Ἔπρεπε νὰ οὐρλιάζεις». Ἐγὼ δὲν ἔνοιωθα ἴχνος πόνου. Ὅταν πῆγα στὴ Γερόντισσα, μοῦ εἶπε: «παιδί μου τὰ εἶδα ὅλα! Πρόφτασε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ καὶ σοῦ γλύτωσε τὸ χέρι νὰ μὴ σοὺ τὸ κόψει ἐντελῶς τὸ μηχάνημα ποὺ ἔκοβες τὰ ξύλα! Παροῦσα ἤμουν κι ἐγὼ ἀλλὰ ἔκλεισα τὰ μάτια μου μπροστὰ στὴ φρίκη! Παρακάλεσα ὅμως νὰ μὴν πονέσεις ἄλλο. Δὲν πονεῖς τώρα! Ἔτσι δὲν εἶναι;». Τί νὰ πῶ; Χρειάζονται σχόλια;
Κάποτε πάλι, ἐνθουσιασμένος μαζί της, τῆς τραγουδοῦσα μέσα στὸ αὐτοκίνητο τῆς ὑπηρεσίας μου ἐνῶ ὁδηγοῦσα. Αὐτομάτως μοῦ τηλεφώνησε καὶ μοῦ εἶπε τὸ ἴδιο αὐτοσχέδιο τραγουδάκι ποὺ ἔλεγα γι’ αὐτὴν ἀλλὰ ἀπευθυνόμενο σ’ ἐμένα! Τὸ ἔλεγε μὲ τὸ ὄνομά μου!
Ἀπαντοῦσε αὐτομάτως σὲ κάθε λογισμό μου. Σκεφτόμουν π.χ. κάποτε ὅτι εἶναι μεγάλα τὰ αὐτιά της. Αὐτομάτως ἀπάντησε: «εἶδες παιδί μου πόσο μεγάλα εἶναι τὰ αὐτιά μου;».
Ἄλλοτε, ἤθελε νὰ μοῦ δώσει φαγητὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἶχε μαγειρέψει ἡ Ριρίκα. Πήγαινε στὸ ἀποθηκάκι της νὰ φέρει ἕνα πράσινο μπόλ. Ἐγὼ σκέφτηκα: «ἀπὸ κεῖ ποὺ θὰ τὸ φέρει εἶναι ἄραγε καθαρό;». Στράφηκε ἀμέσως καὶ μοῦ εἶπε: «καθαρὸ εἶναι! Τὸ πρωὶ τὸ ἔπλυνα»!
Ὅταν ἀρρώστησε ὁ ἀδερφός μου, ἡ γιαγιὰ εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά: «εἶναι γεμάτος καρκίνο καὶ πεθαίνει». Ἐμεῖς δὲν ξέραμε τὴν κατάσταση ὅμως διαπιστώθηκε ὅτι ἦταν ἀκριβῶς ἔτσι… Ἔχασα τελικὰ τὸν ἀδελφό μου ἀπὸ καλπάζοντα καρκίνο 44 ἐτῶν. Ἄφησε τὴ γυναίκα του καὶ δύο μικρὰ κοριτσάκια. Ἡ γιαγιά μοῦ συμπαραστάθηκε πολύ. Ἀκόμη καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας μου μιλοῦσε συνεχῶς στὸ τηλέφωνο. Ἐκείνη εἶναι αἰτία καὶ ἀντιμετώπισα μὲ πίστη καὶ κουράγιο αὐτὸ τὸ δύσκολο περιστατικὸ τῆς ζωῆς μου. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶχε χαρούμενη καὶ φωτεινὴ ὄψη στὸ φέρετρο ὁ ἀδελφός μου γιατί ἔκανε ἀγώνα πνευματικὸ καὶ ἦταν ταπεινὸς καὶ ἄκακος. Ὅταν ἔφευγε ἦταν πολὺ χαρούμενος γιατί ἔβλεπε Ἁγίους, ἀγγέλους καὶ ἄλλες οὐράνιες καταστάσεις. Δὲν ὑπολόγιζε ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ σῶμα του ἀλλὰ βιαζόταν νὰ βρεθεῖ μαζί τους! Ἐκείνη ἡ χαρὰ ἀποτυπώθηκε στὸ πρόσωπό του εἶπε ἡ γιαγιά!
Κάποτε τῆς πῆγα, τὴν ἀνιψιά μου, τὴν κόρη τοῦ ἀδελφοῦ μου τὴν Ἀντωνία. Ἡ γιαγιὰ ἔκανε σὰν μικρὸ παιδὶ ἀπὸ τὴ χαρά της. Τὴν ἔβαλε μέσα στὸ δωμάτιό της καὶ τὴν ἀγκάλιαζε, τὴν σταύρωνε, τὴν ἐνθάρρυνε. Ἦταν μεσημέρι. Ξαφνικὰ ἦρθε ὁ π. Ἀντώνιος. Ρώτησε ἔκπληκτος: «τί εὐωδιάζει ἔτσι;». Ὄντως μία ἔντονη εὐωδία, ὄχι ἐπίγεια ἦταν διάχυτη στὸ χῶρο. Ἐρχόταν καὶ ἔφευγε. Ἡ γιαγιὰ εἶπε: «ἔχω ἐδῶ αὐτὸ τὸ κορίτσι, τὸ παραδεισένιο κρινολούλουδο καὶ φώναξα ὅλες τὶς παρθενομάρτυρες ποὺ ἦταν ἁγνὲς καὶ ὄμορφες σὰν αὐτὴν νὰ τὴν εὐλογήσουν»!
Ἕνας συνάδελφός μου σκέφτηκε κάποτε ὅτι ἦταν μεγάλα τὰ νύχια τῶν ποδιῶν της ὅπως φαινόταν ἀπὸ τὶς καλοκαιρινὲς παντόφλες. Ἀπάντησε ἀμέσως: «ναὶ μεγάλα εἶναι ἀλλὰ δὲν τὰ κόβω σήμερα. Εἶναι σταυρώσιμη ἡμέρα! Εἶναι Παρασκευή». Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σκεφτοῦμε κάτι καὶ νὰ μὴν ἔχουμε ἀμέσως τὴν ἀπάντηση.
Κάποτε τὴν κατέβαζα ἀπὸ τὰ σκαλοπάτια τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Πόμπιας μαζὶ μὲ τὴν Ριρίκα. Ἀργοποροῦσε λόγω ἀνημποριᾶς. Ἐγὼ δυσανασχέτησα μέσα μου καὶ σκέφτηκα κάτι ἄπρεπο. Αὐτοστιγμεί μοῦ ἀπάντησε καὶ μὲ ἄφησε ἄφωνο καὶ ντροπιασμένο…
Ὅταν πήγαμε τὰ μεσάνυχτα 3πμ στὴν θαυματουργὸ Παναγία τῆς Πόμπιας, τὴν Καληωρίτισσα μία παρέα φίλων καὶ λέγαμε τοὺς χαιρετισμούς της καὶ τὴν παράκληση, ἀκούσαμε μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας διακριτικὸ ἀλλὰ συνεχὲς κτύπημα στὴν πόρτα. Ἀνοίξαμε ἀλλὰ δὲν εἴδαμε κανένα…
Τὸ πρωί, μᾶς ρώτησε ἡ γιαγιά: «ποῦ ἤσασταν ἀπόψε τὰ μεσάνυχτα;». Τὸ μόνο ποὺ προλάβαμε καὶ ἀπαντήσαμε ἦταν: «φοβηθήκαμε γιαγιά». Καὶ ἐκείνη: «ἦταν ἡ Παναγία μωρέ! Περνᾶ ἀπὸ ὅλους ποὺ προσεύχονται τὴν νύχτα σ’ αὐτήν, πέρασε καὶ ἀπὸ ἐσᾶς, σᾶς ἔδωσε σῆμα μὲ τὰ χτυπήματα στὴν πόρτα, σᾶς εὐλόγησε καὶ ἔφυγε γιὰ ἀλλοῦ…».
Τῆς ζήτησα κάποτε νὰ κάνει προσευχὴ γιὰ ἕνα δικό μου ἄτομο ποὺ θὰ ἔκανε μαγνητική. Μοῦ εἶπε νὰ τῆς τηλεφωνήσω ὅταν θὰ ἔμπαινε στὸ μηχάνημα. Τῆς τηλεφώνησα καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: ἔβλεπε τὸ ἐξεταζόμενο πρόσωπο τρεῖς ὁλόλαμπρες μορφὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξέτασης! Ἡ Γερόντισσα ἀργότερα, μᾶς ἐξήγησε διακριτικὰ ποιοὶ ἦταν….
Κάποτε σὲ δύσκολη στιγμή μου, προσευχόμουνα στὴ Γερόντισσα ὅλη τὴν διάρκεια τῆς δυσκολίας. Τῆς ζητοῦσα νὰ μὲ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ μὲ βοηθήσει. Ὅταν πῆγα τὸ βράδυ, μοῦ εἶπε: «ὢ εὐλογημένε! Μὲ ζάλισες, μοῦ φούσκωσες τὴν κεφαλὴ μὲ τὶς φωνές σου σήμερα! Τὸ κατάλαβα! Ὅλα δὲν πῆγαν καλά;».
Ἄλλοτε πάλι τῆς τηλεφώνησε ἕνας Δεσπότης ἀπὸ τὴν ἀπάνω Ἑλλάδα. Ἦταν πρὶν τὸ μεσημέρι. Παραμονὲς τοῦ Προφήτη Ἠλία. Τῆς εἶπε ὅτι ἡ μάνα του πεθαίνει καὶ ὅτι σύμφωνα μὲ τοὺς γιατροὺς θὰ εἶχε φύγει μέχρι τὸ ἄλλο πρωί. Τοῦ εἶπε: «ἡσύχασε παιδί μου! Νὰ κάνεις τὰ πανηγύρια ποὺ ἔρχονται μὰ δὲν φεύγει τώρα! Θὰ φύγει παραμονὴ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ θὰ πάει πρὸς τὸ Φῶς!». Ἔτσι ἀκριβῶς ἔγινε!
Μία Κυριακή, μετὰ τὸν ἐκκλησιασμό μου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Καλυβιανῆς, πήγαινα νὰ τὴν ἐπισκεφτῶ καὶ τῆς κρατοῦσα ἀντίδωρο. Ἦταν κατάκοιτη καὶ δὲν θυμόταν κανένα. Λέει στὴ Ριρίκα: «ἔρχεται ἕνας ἀπὸ τὴν Καλυβιανὴ καὶ μοῦ κρατάει ἕνα κομμάτι ψωμάκι εὐλογημένο».
Πήγαμε παραμονὴ 28ης Ὀκτωβρίου στοὺς Τέσσερεις Μάρτυρες στὸ χωριὸ Μέλαμπες. Γυρίσαμε τὸ βράδυ. Ἔκανε πάρα πολὺ βροχὴ καὶ πλημμύρισε τὸ ὑπόγειο. Κατέβηκα ἐγὼ καὶ προσπαθοῦσα μὲ σκούπα νὰ βγάλω τὰ νερὰ καὶ ἡ σύζυγός μου κρατοῦσε μία ὀμπρέλα. Τὴν ἄλλη μέρα πῆγα στὴ γιαγιὰ καὶ μὲ ρωτάει: «πῆγες ἐκεῖ πέρα στοὺς Μάρτυρες», ἐννοώντας τοὺς Τέσσερεις Μάρτυρες στὶς Μέλαμπες. Ἀπάντησα ἔκπληκτος ὅτι πῆγα. Μετά μοῦ λέει: «εἶδα τὰ νερὰ ποὺ ἦταν στὸ ὑπόγειο καὶ τὰ ἔβγαζες! Ἤμουνα δίπλα σου καὶ δὲν μποροῦσα νὰ σὲ βοηθήσω»!
Κάποιες Πομπιανὲς γυναῖκες τὴν σχολιάζανε. Ἔλεγαν «μία καλὴ γυναίκα καὶ πράμα ἄλλο». Ἡ γιαγιὰ τὸ ἀντιλαμβανόταν καὶ τὸ ἔλεγε. Γελοῦσε καὶ ἔλεγε: «καλὰ τὸ λένε! Οὔτε καλὴ γυναίκα δὲν εἶμαι». Μία Πομπιανὴ εἶχε πάθος νὰ τὴν κατηγορεῖ. Ἔλεγε ὅπου καθόταν ἐναντίον της. Μέχρι π.χ. Ἁγίους Δέκα μέσω τηλεφώνου κλπ. Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τῆς γιαγιᾶς, ἕνας Πομπιανὸς διάβαζε τὸ κηδειόσημο. Τὸν βλέπει ἡ γυναίκα ἐκείνη μαζὶ μὲ μία ἄλλη καὶ τοῦ λένε: «ἦντα διαβάζεις; Δὲν σὲ νοιάζει νὰ πᾶς στὴν κηδεία τῆς ψευτοαγίας»! Τὸ βράδυ, ἐκεῖνος ὁ Πομπιανὸς μετὰ τὴν κηδεία, εἶδε ὁλοζώντανα τὴν γιαγιὰ μέσα σὲ φοβερὸ Φῶς! Ὄμορφη, χαμογελαστή, δοξασμένη. Τοῦ μίλησε καὶ τοῦ εἶπε: «σοῦ φαίνομαι ψευτοαγία;». Αὐτὸς τὰ ἔχασε. Πετάχτηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ μόνο μία οὐράνια εὐωδία εἶχε μείνει. Τὴν αἰσθάνθηκε καὶ ἡ γυναίκα του. Τὸ εἶπε συγκλονισμένος στὸν π. Ἀντώνιο.
Μετὰ τὴν κοίμησή της εἶχα ἕνα πρόβλημα ὑγείας. Φοβερὸ πόνο στὸ γόνατο. Πῆγα προσκύνημα στὸν τάφο της. Ἀλείφθηκα μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι της καὶ τῆς μίλησα στὸν ἴδιο τόνο καὶ μὲ τὴν ἴδια ἄνεση ὅπως πάντα τῆς μιλοῦσα. «Κοίταξε», τῆς εἶπα, «δὲν ξέρω τί θὰ κάνεις ἀλλὰ ἐγὼ θὰ σὲ ἐνοχλῶ μέχρι νὰ μὲ κάνεις καλά». Πῆγα μὲ ἕνα συνάδελφό μου. Τὸ γυρισμὸ διαπίστωσα τὴν πλήρη ἴαση ποὺ εἶχε τὸ πόδι μου!
Κάποτε ἔφυγα ἀπὸ τὸ σπίτι της μὲ ἕνα ἄτομο νὰ πάω σὲ ἕνα ἄλλο χωριὸ νὰ δῶ τὸν πνευματικό μου. Μᾶς εἶπε: «ἄδικα θὰ πάτε. Ἔχει δουλειὰ καὶ λείπει». Ἐμεῖς δὲν τὴν ἀκούσαμε. Ὄντως ἔτσι εἶχε συμβεῖ!
Τὸ 2015 τὸ καλοκαίρι ἔκανα ἀποθήκη τροφίμων γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο πολέμου. Πολλὰ ἀκουγόταν τότε. Ἐκείνη μοῦ εἶπε: «ἄδικα ψωνίσατε. Θὰ σκουληκιάσουν καὶ θὰ κατέβουν τὰ σκουλήκια μέχρι τὴ σκάλα σου. Ὅπως τὰ πῆρες θὰ τὰ πετάξεις… δὲν εἶναι ὥρα γιὰ τέτοια πράγματα…». Θυμήθηκα τὰ λόγια της, ὅταν εἶδα τὰ σκουλήκια μέχρι τὰ σκαλοπάτια τοῦ σπιτιοῦ μου. Ὄντως! Ὅπως τὰ ἀγόρασα, ἔτσι ἄθικτα τὰ ἔβαλα στοὺς κάδους τῶν σκουπιδιῶν!
Τὰ περιστατικὰ εἶναι πάρα πολλά. Ἔγραψα λίγα γιὰ νὰ καταθέσω μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν δική μου μαρτυρία. Εἶναι μεγάλη Ἁγία! Εἶναι ἡ «Γερὸ-Πορφύραινα» τῆς Κρήτης, ὅπως τὴν ὀνόμασε ἕνας ὅμοιός της κατάκοιτος μοναχὸς ποὺ εἶχε καθημερινὴ πνευματικὴ ἐπαφὴ μαζί της! Αὐτὸς στὴν Ἀθήνα ἐκείνη ἐδῶ! Δὲν ἀντάμωσαν ποτέ, μόνο στὸ τηλέφωνο μίλησαν λίγες φορές! Ἀλλὰ ἔφτανε γιὰ νὰ ὁρίσουν πνευματικὸ ραντεβού. Κάθε βράδυ 1 π.μ. ἦταν μαζί! Τὸ ἔλεγαν καὶ οἱ δύο! Κάποτε ἐμφανίστηκαν σὲ μία ἀγρυπνία ποὺ ἔκανε ἕνας παπὰς στὴν περιοχή μας! Τοὺς εἶδε ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα! Ὁ χαρισματικὸς ἐκεῖνος μοναχὸς ἔγινε καλόγερος τελευταία, μετὰ τὴν ἀναπηρία του. Μαθητὴς καὶ ὑποτακτικὸς τῶν Ἁγίων Πορφυρίου καὶ Εὐμενίου Σαριδάκη!
Κάποτε πάλι πήγαμε μὲ ἕνα ζευγάρι νιόπαντρο. Ἡ γυναίκα ἦταν ἔγκυος ἀλλὰ δὲν τὸ γνώριζε. Ἡ γιαγιὰ σηκώθηκε μὲ χαρά, πῆγε καὶ χάιδεψε τὴν κοιλιά της, τὴν σταύρωσε καὶ εὐχήθηκε γιὰ τὸ παιδί! Ἀπόρησαν καὶ ἔκαναν τέστ ἐγκυμοσύνης ποὺ ἔδειξε θετικό! Πάντα καταλάβαινε τὶς ἐγκυμονοῦσες καὶ πολλὲς φορὲς ἀποκάλυπτε τὸ φύλο τοῦ παιδιοῦ ἀκόμη καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ μάθουν γιὰ νὰ τὸ ἔχουν ἔκπληξη!
Δὲν χρειάζεται νὰ γράψω ἄλλα. Μὲ λίγα λόγια, γνώριζε μέχρι λεπτομερείας τὴν καθημερινότητά μου, τὶς σκέψεις μου, τὰ ἄγχη μου, τὶς ἀγωνίες μου, τὰ προβλήματά μου. Τὰ ἔλεγε μὲ παιδικὴ ἀφέλεια γιατί νόμιζε ὅτι τὰ ὑπερφυσικὰ αὐτὰ χαρίσματα, ἦταν φυσικὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἡλικιωμένους. Καὶ ὅτι τὰ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὰν μικρὴ καραμέλα γιὰ νὰ γλυκαθοῦν καὶ νὰ μετανοήσουν. Ἔστω τὴν τελευταία στιγμὴ γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν ψυχή τους. Ἐνῶ ἦταν πανέξυπνη καὶ γραμματισμένη γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς της, ἦταν ἁπλούστατη, γλυκύτατη, χαρούμενη καὶ παιδὶ στὴν ψυχή. Γι’ αὐτὰ περισσότερο τὰ χαρίσματά της κολλούσαμε σὰν στρείδια πάνω της καὶ ἦταν γιὰ μᾶς συγκλονιστική….
Εὔχομαι κάτι νὰ κλέψουμε ἀπὸ τὴ χάρη της, ὅλοι ὅσοι τὴν ζήσαμε. Ἔστω λίγη ταπείνωση, ἀκακία, ἀκατακρισία, ἐλεημοσύνη, ἀγάπη, θυσία, μετάνοια, θεῖο ἔρωτα, ὑπομονή, αὐτοκατάκριση, ἄσκηση, πύρινη προσευχή! Λίγο, λίγο νὰ πάρουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε ἔστω. Μὲ τὶς πρεσβεῖες της. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει. Ἀμήν!
Γ. Β. Ἀστυνομικὸς
πηγή