Δυο κείμενα που περιγράφουν τη μέρα της ιστορικής φωτογράφησης του μέγιστου Έλληνα διηγηματογράφου στην πλατεία Δεξαμενής.
1.Η μαρτυρία του Κώστα Βάρναλη
Φτωχοντυμένος
και συμμαζεμένος, με τα γένια του και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο
καφενείο του Μπαρμπαγιάννη, που είτανε καφετζής στην Αθήνα και δήμαρχος
στ’ Αγκίστρι. Εκεί ο καφές είχε μια δεκάρα· υπήρχε και τεμπεσίρι· ενώ
στο αντικρυνό καφενείο του Σωτήρη ο καφές είχε δεκαπέντε λεφτά και χωρίς
τεμπεσίρι.
Ο
Παπαδιαμάντης συνήθιζε να κάθεται έξω από το καφενείο, στο πίσω μέρος,
δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε τον
καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν’ ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα.
Μακριά
από όλους τους πελάτες, απομονωμένος σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε
δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του
ονειροπολήματα: στην πραγματική του ζωή. Απόφευγε και να κοιτάει τον
κόσμο. Τόνε φοβότανε; Ίσως. Περισσότερο όμως τον περιφρονουσε αυτός ο
«πτωχαλαζών … ο τρέφων αλλοκότους ιδέας …και ασχολούμενους εις έργα μη
παραδεδεγμένης χρησιμότητος» («Θαλασσοχώρηδες»).
Κάνε γρήγορα. Προκαλούμε την προσοχή του κοινού!
Σ’
αυτήν τη στάση τόνε φωτογράφησε μια μέρα ο Νιρβάνας. Μεγάλη φασαρία
έγινε τότε στο καφενείο. Γιατί όλοι τρέξανε να δούνε το παράξενο θέαμα. Ο
Παπαδιαμάντης, που είχε για βιωτικό του αξίωμα το «λάθε βιώσας»,
τρόμαξε. Κ’ είπε γαλλικά στο Νιρβάνα: — Κάνε γρήγορα. Προκαλούμε την
προσοχή του κοινού!
Αυτή
η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» κ’ έκανε μεγάλη
εντύπωση. Γιατί είτανε η μοναδική του μεγάλου πεζογράφου.
Αυτός
λοιπόν ο φτωχικός, ο φοβισμένος, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού μάς είχε
επιβάλει το σεβασμό χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Όταν αυτός καθότανε πέρα
ή διάβαζε, η φω- νακλάδικη κι ασεβέστατη παρέα μας, χαμήλωνε τον τόνο,
για να μην τον ανησυχήσει.
― ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, Ζωντανοί άνθρωποι.
2.
Το γεγονός, όπως το αφηγείται ο ίδιος ο Παύλος Νιρβάνας, που τράβηξε τη φωτογραφία
Kodak No. 3 Model B Folding Brownie Camera Red Bellows #EastmanKodak, 1906
2.
Το γεγονός, όπως το αφηγείται ο ίδιος ο Παύλος Νιρβάνας, που τράβηξε τη φωτογραφία
Είχα
διηγηθεί και άλλοτε την παράξενη ιστορία της φωτογραφίας του. Καμμιά
εικόνα του μεγάλου διηγηματογράφου δεν υπήρχε μέχρι τότε. Κι αυτό καθώς ο
Παπαδιαμάντης απέφευγε συστηματικά να φωτογραφηθεί. Ακόμα κι όταν το
βιβλιοπωλείο της Εστίας είχε εκδώσει μια ανθολογία, όταν κάποιος έφτανε
στη σελίδα του Παπαδιαμάντη αντίκρυζε μια σημείωση που έλεγε πως δεν
υπήρχε εικόνα του.
Πολλές
φορές είχα σκεφτεί πως ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος που γέννησε η
ελληνική γη, θα πέθαινε χωρίς να αφήσει την εικόνα του σ΄ εκείνους που
θα έρθουν ύστερα από εμάς, για να τον θαυμάσουν.
Και συλλογιζόμουν πως αυτό δεν θα μας το συγχωρήσουν ποτέ οι
μεταγενέστεροι, σε μια εποχή μάλιστα, που τα μέσα φωτογραφίας ήταν τόσο
κοινά και τόσο άφθονα, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρότερη δικαιολογία
για την αμέλειά μας. Μια αδιαφορία πραγματικά εγκληματική για μια δόξα
του καιρού μας.
Είχα
τότε αποκτήσει μια μικρή φωτογραφική μηχανούλα και η πρώτη μου σκέψη
ήταν να κλέψω με κάθε τρόπο την μορφή του Παπαδιαμάντη.
-Θα σου φωτογραφίσω τον Παπαδιαμάντη, είπα μια μέρα στον διευθυντή των «Παναθήναιων» τον αλησμόνητο Κίμωνα Μιχαηλίδη.
– Αν τα καταφέρεις μου είπε, θα είναι μια επιτυχία για τα «Παναθήναια» αλλά δεν το πιστεύω.
Από
την στιγμή εκείνη μου είχε καρφωθεί τόσο αυτή η ιδέα, ώστε ως που να
φτάσει εκείνη η στιγμή να εκστρατεύσω στη Δεξαμενή, τρεις ανησυχίες με
βασάνιζαν. Πρώτη, μήπως πεθάνει στο μεταξύ ο Παπαδιαμάντης, δεύτερη
μήπως πεθάνω εγώ και τρίτη μήπως προφτάσει κανένας άλλος και τον
φωτογραφίσει παίρνοντάς μου την προτεραιότητα, που την λογάριαζα σαν ένα
τίτλο τιμής για τον εαυτό μου. Επιτέλους πήρα τη μεγάλη απόφαση, όπλισα
την Κόντακ μου, αφού πρώτα κατάστρωσα με όλες τις λεπτομέρειες το
σχέδιο της επιχειρήσεως και ξεκίνησα για την δεξαμενή, σαν άνθρωπος που
δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη αν αυτό που κάνει είναι αγαθή πράξη ή
έγκλημα.
Τον
βρήκα όπως περίμενα μέσα στο καφενείο της Δεξαμενής, καθισμένο με τρεις
ανθρώπους του λαού. Μου είπε να καθήσω και με παρουσίασε στους φίλους
του με έναν εξαιρετικό σεβασμό στα πρόσωπά τους. Φοβόταν μάλιστα μήπως
και ρίξω το κέντρο της προσοχής μου σ΄ αυτόν παραμελώντας τους φίλους
του. Έτσι προσπαθούσε να μειώσει τον εαυτό του προβάλλοντας τους άλλους.
– Αυτός εδώ, μου είπε, είναι στωϊκός φιλόσοφος, μας λέει ωραία
πράγματα. Ήταν σα να μου έλεγε: – Για τον Θεό, μην προσέχεις εμένα, αλλά
αυτόν εδώ! ……………………………….. Σκοπός μου βέβαια δεν ήταν οι φίλοι του, αλλά
μια φωτογράφιση του ίδιου. Ακούμπησα
με τρόπο την κόντακ μου σε μια καρέκλα χωρίς να την προσέξει ο
Παπαδιαμάντης. Ήθελα να του αρπάξω κανένα ενστανταννέ, χωρίς να το
καταλάβει ή να του κάνω μια ανάλογη πρόταση. Από την άλλη φοβόμουν πως
το μάτι του έπεφτε πάνω στην φωτογραφική μηχανή θα μου χαλούσε όλη η
δουλειά. Και εκείνο τελικά για το οποίο φοβόμουν, δεν το απέφυγα.
– Τι είναι αυτό το κουτί που έχεις μαζί σου;
Τι
θα μπορούσα να απαντήσω; Έτσι απάντησα με ένα ψέμα που με κάνει να
ντρέπομαι ακόμα. – Είναι θερμοκαυστήρας… Ένα ιατρικό εργαλείο.
Χαμογέλασε πικρά για την απάτη. – Μη με γελάς. Ξέρω καλά τι είναι. Είναι αυτό που λένε Κόντακ.
Δεν
μπορούσα να κρυφτώ περισσότερο. Εξομολογήθηκα την ανομία μου με
πραγματική συντριβή και αφού έλαβα «άφεσιν αμαρτιών» από τον μεγάλο
χριστιανό, όπως ήταν ο Παπαδιαμάντης, προσπάθησα να του εξηγήσω το σκοπό
μου.
– Κι αν ήθελα να σε φωτογραφίσω Αλέξανδρε, τι κακό βρίσκεις σ΄ αυτό;
– Ού ποιήσεις σ’ αυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα…, μου είπε με ένα τόνο αυστηρό και επίσημο.
Το ρητό που είχε πει ήταν στην ουσία μια άρνηση. Προσπάθησα να του αγγίξω μια ευαίσθητη χορδή.
–
Επί τέλους δεν είσαι εσύ που μου ζήτησες να σε φωτογραφίσω. Σκέψου, πως
μπορούσα να πάρω μια φωτογραφία σου, όπως και κάθε άλλος, χωρίς να το
καταλάβεις. Έπειτα κάνουμε τη φωτογραφία όχι για τον εαυτό μας. Όταν
πεθάνουμε οι άνθρωποι που μας αγαπούν, θέλουν να μας έχουν ακόμα μπροστά
τους για να μας θυμούνται. Για συλλογίσου μια στιγμή τη χαρά που θα
νοιώσουν οι αδελφάδες σου όταν λάβουν τη φωτογραφία σου, που θα τους
στείλω.
Φάνηκε
πως άρχισε να λυγίζει. Όμως δεν ήταν τα επιχειρήματά μου που τον έκαναν
να αλλάξει γνώμη, αλλά η επιθυμία του να με ευχαριστήσει. – Ας είναι
μου είπε. Η επιθυμία νίκησε το ζομπαλίκι.
Αντιγράφω
τη φράση του κατά λέξη όπως την άκουσα. Η αντίστασή του στην ιδέα να
φωτογραφηθεί ήταν το «ζομπαλίκι», η παλληκαριά του, η περηφάνια του. –
Έλα μου είπε να τελειώνουμε.
Φανταζόταν
πως η φωτογραφία θα μπορούσε να γίνει επί τόπου, όπου το φως ήταν
άθλιο. Του είπε πως πρέπει να βγούμε έξω στο φως. Η πρότασή μου δεν του
πολυάρεσε. Για μια στιγμή φοβήθηκα, όταν όμως τον είδα να σηκώνεται και
να βγαίνει έξω από το καφενείο δεν πίστευα στα μάτια μου.
–
Πού θες να πάμε; μου είπε στενοχωρημένος. Ο ήλιος έγερνε στη δύση του
και οι τελευταίες αχτίνες έπεφταν στη δυτική πλευρά του καφενείου. Σε
μια γωνιά το μόνο σημείο που ήταν φωτισμένο ήταν μια καρέκλα! – Κάθεσαι
σ΄ αυτήν την καρέκλα Αλέξανδρε; Σε δύο λεπτά τελειώνουμε. – Να καθήσω
μουρμούρησε.
Κάθησε,
έσκυψε το κεφάλι του πάνω στο στήθος, σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο
μπαστούνι του, που κρατούσε ανάμεσα στα πόδια του. Δεν θα μπορούσε να
του καθορίσει κάποιος μια άλλη πόζα, πιο χαρακτηριστική από αυτή που
ταίριαζε με την φύση του, τον ασκητικό του χαρακτήρα, που είχε πάρει
μονάχος του. Ήταν τυχαία; Ήταν μελετημένη αυτή η πόζα; Δεν ξέρω.
Στάθηκα
αντίκρυ του βιαστικός μη μου χαλάσει τίποτε την υπέροχη αυτή σύνθεση,
που είχα μπροστά μου και του πήρα δύο «ενσταντανέ» στην ίδια πόζα. Στο
μεταξύ δύο τρεις άνθρωποι του καφενείου και ένα παιδάκι είχαν μαζευτεί
γύρω μας για να δουν από κοντά το ανέλπιστο αυτό θέαμα. Ο Παπαδιαμάντης
μόλις τους είδε γύρισε και μου είπε στα γαλλικά: – Nous excitons la
curiosite du public…
Το
κοινό που τον έκανε να ανησυχεί δεν ήταν παρά τρεις άνθρωποι του
καφενείου και ένα παιδάκι. Τον ευχαρίστησα, πήρα μαζί μου το κουτί της
φωτογραφικής μηχανής που έκλεινε έναν θησαυρό για εμένα και κατέβηκα
στον Πειραιά νικητής και τροπαιούχος. Η μόνη μου ανησυχία ήταν μήπως και
δεν πέτυχαν οι πλάκες. Το ίδιο βράδυ όμως έκανα την εμφάνισή τους και
βρέθηκα μπροστά σε μια επιτυχία.
Ύστερα
από λίγες ημέρες, η φωτογραφία του Παπαδιαμάντη, η πρώτη που είχε κάνει
στη ζωή του, δημοσιεύτηκε, μεγαλωμένη σε ολοσέλιδο στα «Παναθήναια» και
η εντύπωση που προκάλεσε ήταν μοναδική. Μέσα σ΄ αυτήν την εικόνα
βρίσκεται ολόκληρος ο Παπαδιαμάντης. Αμφιβάλλω αν θα μπορούσε ένας
γλύπτης, ένας ζωγράφος, αν θα μπορούσε να αποδώσει τόσο ολοκληρωτικά,
τόσο τέλεια, εκείνο που απέδωσε τυχαία και εντελώς περιστατικά ο
φωτογραφικός φακός. Λίγο αργότερα ο Παπαδιαμάντης έφυγε για το νησί του
τη Σκιάθο. Αργότερα, έγινε μια γιορτή στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσό»
με την παρουσία της Πρίγκιπισσας Μαρίας Βοναπάρτη του Γεωργίου, όπου
μαζεύτηκαν χρήματα για την αντιμετώπιση της ασθένειάς του που τον είχε
κτυπήσει.
Ο
αλκοολισμός απαιτούσε συστηματική θεραπεία. Ξαναπήγα στην Δεξαμενή για
να του πω για το ποσό που είχε συγκεντρωθεί και να τον πείσουμε να μπει
σε μια κλινική. Δακρυσμένος γέρος κι άρρωστος είπε ικετευτικά. – Όχι
νοσοκομείο…. Οι νοσοκόμοι είναι είρωνες. Είχε τον φόβο μήπως οι
νοσοκόμοι τον ειρωνευτούν για την αιτία της ασθένειάς του.
– Καλύτερα στην πατρίδα, πρόσθεσε. Να πεθάνω κοντά στους δικούς μου.
– Όπως αγαπάς Αλέξανδρε.
Σε λίγες μέρες έφευγε για τη Σκιάθο και την αιωνιότητα.
Πηγή: Φιλολογικά απομνημονεύματα του Παύλου Νιρβάνα (Εκδόσεις ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ – Βιβλιοπωλείο της Εστίας).