Σχεδόν είχε κλείσει τα τριάντα του.
Είχε την δουλειά του.
Μια τακτοποιημένη ζωή.
Ζούσε με την μάνα του.
Ήταν μερικούς μήνες
που η κοπέλα του τον άφησε.
Σκεφτόταν τον γάμο, μα όλα άλλαξαν ξαφνικά.
Μετά από πέντε χρόνια σχέσης
κι όμως δεν την γνώρισε ποτέ του.
Δεν τον γνώρισε ποτέ της.
Χώρισαν άσχημα.
Ήταν ένα γερό χαστούκι της προγραμματισμένης του ζωής.
Τώρα όμως ήταν μια ευκαιρία για να αναλογιστεί την ζωή του.
Δεν ήτανε ο θυμός που τον στοίχειωνε.
Ήτανε ίσως μια απογοήτευση που ένιωθε.
Απογοήτευση προς τον εαυτό του που γεμάτος πάθη τον έκανε ότι ήθελε.
Μια μέρα η μητέρα του θύμιαζε το σπιτικό τους.
Αυτό άρωμα τον έκανε να βγει από το δωμάτιό του που για μέρες ήτανε κλεισμένος.
Η καρδιά του κατακλύστηκε από εκείνα τα βιώματα μέσα στο ιερό βήμα.
Μικρό παιδάκι πήγαινε με την μητέρα του κάθε Κυριακή στο Ναό. Του είχε ράψει και μια μικρή στολή για να διακονεί στο ιερό. Τι όμορφα που ήτανε τότε; Αθώα. Ιερά. Αγνά.
Μεγάλωσε.
Άρχισε να αμφισβητεί τα πάντα.
Να απορρίπτει τα πάντα, γιατί δεν τον βόλευαν, γιατί δεν τον συνέφεραν.
Αυτές οι μνήμες όμως, κατέκλυσαν εκείνες τις ημέρες την καρδιά του.
Του θύμισαν πόσο όμορφα ένιωθε στην Θεία Λειτουργία.
Σαν βάλσαμο θώπευαν τον πόνο του.
Του γέννησαν ελπίδα, κατάνυξη, μετάνοια.
Είχε χρόνια να εκκλησιαστεί.
Είχε χρόνια να προσευχηθεί.
Μα τώρα όλα τα ένιωθε κοντά του.
Τώρα σα να κατάλαβε γιατί ένιωθε έτσι.
Πέρασαν αρκετές ημέρες, αναλογιζόμενος αυτό το σκίρτημα της καρδιάς του μόνο με την ενθύμηση του Θεού.
Εκείνη η ανατολή τον βρήκε να ανάβει το καντηλάκι του πατρικού του.
Πήγε στο κρεβάτι που κοιμόταν η μάνα του.
Την φίλησε στο μέτωπο.
Την κοίταξε με στοργή και ευγνωμοσύνη.
Πήρε μια μικρή βαλίτσα που είχε ετοιμάσει και έφυγε.
Τα είχανε μιλήσει από βραδύς με την μητέρα του.
Είχε την ευλογία της, είχε την ευχή της.
Πέρασαν χρόνια όταν τον ξαναείδα.
Τον συνάντησα στο καράβι για το Άγιο Όρος.
Αλλιώτικος.
Απαλός.
Ειρηνικός.
Μοναχός.
Δεν έφυγε από απογοήτευση, ούτε από δειλία, μου είπε.
«Έφυγα, γιατί κατάλαβα ότι όπως ζούσα δεν είχε νόημα.
Χρειάστηκε να πληγωθεί η καρδιά μου για να σπάσει αυτό το κέλυφος που τόσα χρόνια την κάλυπτε και το είχα δημιουργήσει εγώ.
Το νόημα το βρήκα σε αυτή την ζωή που κάνω τώρα.
Μετανιώνω για πολλά, όχι μόνο για το ότι έφυγα.
Δεν έφυγα επειδή ξενέρωσα, αλλά επειδή ερωτεύτηκα.
Ερωτεύτηκα τον τρόπο που με κοιτά ο Χριστός.
Ερωτεύτηκα τον τρόπο που μου μιλά ο Χριστός.
Ερωτεύτηκα το ότι μου λέγει την αλήθεια. Δεν μου δίνει υποσχέσεις ψεύτικες. Μεγάλο αγαθό η αλήθεια!
Μου λέγει την αλήθεια ο Χριστός.
Κι ας μην με βολεύει. Κι ας με δυσκολεύει.
Όμως δεν με εξαπατά. Ξέρει ότι ίσως μου φανεί «κακός», όμως δεν Τον νοιάζει.
Αυτό που Τον νοιάζει είναι η αλήθεια και η αγάπη κι όχι να μου το παίζει καλός.
Είναι ντόμπρος ο Χριστός.
Αυτό που Τον νοιάζει είναι να με σώσει.
Και γι’ αυτό Του είμαι ευγνώμων».
Το καράβι έφτασε στον αρσανά της Σκήτης.
Με χαιρέτησε.
Ούτε το όνομά του, ως μοναχός, δεν τον ρώτησα, ούτε που μένει.
Τι σημασία έχουν όμως αυτά;
Μου αρκούν αυτά που μου είπε σε αυτήν την απρόσμενη συνάντησή μας.
Έφυγε, μα αυτό θα το θυμάμαι.
Ότι τελικά δεν έφυγε, αλλά ήρθε.
Δεν χάθηκε, αλλά βρέθηκε.
Δεν δείλιασε, αλλά τόλμησε.
Δεν ξενέρωσε, αλλά ερωτεύτηκε.
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
https://imverias.blogspot.com/2020/07/blog-post_9.html