“Ένα πρωινό του μηνός Μαϊου 1994 ήλθε στην Ιεραποστολή μας ένας μεσόκοπος ιθαγενής. Τον δέχθηκα στο γραφείο και εκείνος άρχισε να μου διηγήται το πρόβλημα
που τον απασχολούσε και φαινόταν αρκετά ανήσυχος και ταραγμένος.
- Πάτερ, εγώ εργάζομαι στην εταιρεία “Τζεκαμίν” των μεταλλευμάτων. Αρρώστησα βαρειά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Έκανα προσευχή στον Θεό να με λυπηθή.
- Ποιά εκκλησία ακολουθείς;
- Είμαι στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, πάτερ.
Μια νύκτα είδα στον ύπνο μου πολλούς κληρικούς σαν και εσάς που ήταν ντυμένοι με λαμπρά ρούχα και λειτουργούσαν μέσα σε μιά Εκκλησία, σαν τη δική σας. Ένας απ' αυτούς με πλησίασε και μου είπε:
“Ο Θεός άκουσε την προσευχή σου, αλλά για τη σωτηρία σου θα'λθης στη δική μας Εκκλησία. Αυτή είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία”
Εγώ πάτερ, δεν ξέρω ούτε καν εσάς, ούτε ποιό είναι το όνομα της Εκκλησίας σας, αλλά ήλθα εδώ, διότι είδα στον ύπνο μου παπάδες σαν εσάς με ράσα και γένεια και ρούχα λαμπρά.
Ρώτησα κι άλλους και μου είπαν ότι “μόνο οι ορθόδοξοι έχουν γένεια και φορούν τέτοια ρούχα. Η Εκκλησία τους είναι στο τάδε μέρος. Εκεί θα πας”.
Τον συμβούλευσα, του έδωκα βιβλία και του πρότεινα, αν θέλη να έρχεται κάθε Κυριακή στην Εκκλησία μας και στις κατηχήσεις. Έκτοτε έγινε πιστό μέλος της Εκκλησίας μας”(ΔΓΜ, 72)
(στο: Αντιαιρετικά Εφόδια, αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Σταματα 2013, σελ. 209-210)