Σὲ ὅλες τὶς θάλασσες τοῦ κόσμου ὑπάρχουν τὰ ἀκρογιάλια, ὑπάρχουν οἱ ἀκτές, ποὺ σκᾶν τὰ κύματα καὶ σηκώνονται βουνά,
ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ περιοχὲς ποὺ τὶς ὀνομάζουμε χοχλακάδες, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄμμος καὶ μικρὸ χαλίκι, παρὰ μεγάλες χουχοῦλες, ποὺ στὶς φουρτοῦνες συγκρούονται μεταξύ τους καὶ βγάζουνε φωνὴ ὥσπερ ὑδάτων πολλῶν. Πολλὲς φορὲς στάθηκα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς χοχλακάδες καὶ φοβήθηκα τοὺς κρότους τῆς θάλασσας, τὴν σύγκρουση τῶν πετρῶν μεταξύ τους. Δὲν σηκώνουν κύματα, ἀλλὰ πραγματικὰ σὰν νὰ βρίσκωνται μέσα σ᾽ ἕνα μεγάλο καζάνι καὶ κοχλάζουνε.
Ἀναλογίσθηκα αὐτὲς τὶς ἡμέρες πὼς αὐτὲς οἱ πέτρες ἔχουν φωνὴ καὶ μάλιστα δυνατή, τὶς τραβάει ἡ θάλασσα μέσα καὶ μᾶς τὶς ξαναφέρνει ἔξω, ἕως ὅτου οἱ χοχλοὶ αὐτοὶ γίνουν μικροί, γίνουν ἄμμος, γίνουν ὅρια τῆς μεγάλης θάλασσας μὲ τὴν ξηρά.
Οἱ χοχλοὶ αὐτοὶ ἔχουν δυνατὲς φωνές. Τὸ τράβηγμα μέσα στὴν θάλασσα καὶ ἡ ἐπιστροφή τους στὴν γῆ μᾶς δίνουν τρομακτικοὺς κρότους. Αὐτοὺς τοὺς κρότους ἂν εἶχε ἡ Ἐκκλησία, ἴσως πολλοὺς θὰ δίδασκε, πολλοὺς θὰ κρατοῦσε στὶς ἀκρογιαλιές της. Δυστυχῶς, οἱ κρατοῦντες καὶ οἱ μὴ κρατοῦντες κληρικοὶ πιστεύουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν χοχλακάδες, παρὰ μόνον ἀκρογιαλιές.
Οἱ χοχλοὶ αὐτοὶ ἔχουν δυνατὲς φωνές. Τὸ τράβηγμα μέσα στὴν θάλασσα καὶ ἡ ἐπιστροφή τους στὴν γῆ μᾶς δίνουν τρομακτικοὺς κρότους. Αὐτοὺς τοὺς κρότους ἂν εἶχε ἡ Ἐκκλησία, ἴσως πολλοὺς θὰ δίδασκε, πολλοὺς θὰ κρατοῦσε στὶς ἀκρογιαλιές της. Δυστυχῶς, οἱ κρατοῦντες καὶ οἱ μὴ κρατοῦντες κληρικοὶ πιστεύουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν χοχλακάδες, παρὰ μόνον ἀκρογιαλιές.
Ἐμεῖς ὅμως ποὺ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο ἔχουμε δυστυχῶς ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς χοχλακάδες. Κάποιος νὰ φωνάζη, κάποιοι νὰ κροτοῦν τὰ χέρια, κάποιοι νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ποῦν στὸν κόσμο «ξυπνᾶτε». Σ᾽ αὐτοὺς τοὺς χοχλακάδες δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κοιμηθῆ. Ἀκούει τοὺς κρότους καὶ φοβᾶται. Ὅλα φωνάζουν, ὅλη ἡ κτίση συγκροτεῖ φωνές, γιὰ νὰ ξυπνήση κάθε ἐξουσία, καὶ ὁ ρασοφόρος καὶ ὁ πολιτικός.
Ξέρω ὅτι ἀκόμη καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ ἡγούμενοι ἀκόμα, δὲν θὰ ἤθελαν χοχλακάδες, ἀλλὰ ἀκρογιάλια. Μὲ σχολιάζουν. Μοναχέ μου, ἐπάλξεις κρατᾶς, δὲν μπορεῖ νὰ κοιμᾶσαι στὶς ἐπάλξεις, ἀλλὰ συνεχῶς, ἀκατάπαυστα νὰ σαλπίζης καὶ νὰ φωνάζης κάθε παράκρουση ποὺ γίνεται στὸ κράτος καὶ στὴν Ἐκκλησία. Κάθησε στὴν ἄκρια τοῦ χοχλακᾶ καὶ φώναξε μαζί του «Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑποχωρεῖ στὶς ἀρχές της· μένει στὰ θεμέλια τῶν ἁγίων Ἀποστόλων». Φοβᾶσαι ὅτι θὰ κακοκαρδίσης τὸν κρατοῦντα; Εἶναι πτώση σου φοβερή.
Ἄκουσα νὰ κυκλοφορῆ μεταξὺ Μονῶν, καὶ μάλιστα τῶν πλέον ἐγκρίτων: «Δὲν μᾶς νοιάζει ὅποιος καὶ νὰ πατᾶ αὐτὸν τὸν τόπο· ἄθεος, ἄπιστος, προδότης. Ἐμᾶς –λένε– δὲν μᾶς νοιάζει»! Βάλτον στὶς ἐπάλξεις φύλακα αὐτὸν τὸν μοναχὸ ἢ αὐτὸ τὸ μοναστήρι καὶ πέσε νὰ κοιμηθῆς ξένοιαστα, ὅπως ὁ τσοπάνος στὴν σκιὰ τῆς δρυός. Φώναζε ὁ παπποῦς μου στὸν τσοπάνο: «Ἔχει ὁ ντουρᾶς ψωμί; Βάρα φαῒ καὶ ὕπνο καὶ μὴ νοιάζεσαι τὶ θὰ γίνουν τὰ πρόβατα».
Καθένας ποὺ κάθεται στὸν χοχλακᾶ ζῆ τὸν φόβο μήπως αὔριο αὐτὰ τὰ κύματα τὰ ἀγριεμένα φθάσουν καὶ στὴν πόρτα του.
Καλὲ ποιμένα, τί σὲ κάνει νὰ καθεύδης καὶ δὲν ἀκοῦς τοῦ χοχλακᾶ τὸν θόρυβο; Σήκωσε σημαία, ἕνα πανί, ἡ Ἐκκλησία καὶ θὰ δῆς πὼς ἡ παιδεία, ποὺ λέγεται ἐκπαίδευση, δὲν κυματίζει ἀπὸ τὴν μεριὰ ποὺ ἐσὺ τὸ θέλεις. Ὅλοι περιμένουμε τὸ Πάσχα νὰ ποῦμε «Χριστὸς ἀνέστη». Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ λέμε κάθε μέρα, ποτὲ δὲν θὰ τὸ ποῦμε σωστά. Ὄχι φοράω τὸ ρασάκι μου καὶ βολεύομαι μὲ τοὺς πέντε-δέκα ἐνορίτες καὶ τοὺς ὑπερήλικες ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν ἐκκλησία. Ἔχω πέντε γριὲς καὶ πέντε γέρους καὶ εἶμαι ποιμένας; Ἡ νεολαία ποῦ εἶναι; Τρώγομαι μὲ τὰ ροῦχα μου, δὲν μὲ χωροῦνε, δὲν τὰ θέλω, ἐφόσον κάθε μέρα δὲν τὰ κάνω σημαία ἐπαναστατική. Χρειάζεται πιὰ πολὺς θόρυβος, γιὰ νὰ ποῦμε στοὺς κρατοῦντες:
Καθένας ποὺ κάθεται στὸν χοχλακᾶ ζῆ τὸν φόβο μήπως αὔριο αὐτὰ τὰ κύματα τὰ ἀγριεμένα φθάσουν καὶ στὴν πόρτα του.
Καλὲ ποιμένα, τί σὲ κάνει νὰ καθεύδης καὶ δὲν ἀκοῦς τοῦ χοχλακᾶ τὸν θόρυβο; Σήκωσε σημαία, ἕνα πανί, ἡ Ἐκκλησία καὶ θὰ δῆς πὼς ἡ παιδεία, ποὺ λέγεται ἐκπαίδευση, δὲν κυματίζει ἀπὸ τὴν μεριὰ ποὺ ἐσὺ τὸ θέλεις. Ὅλοι περιμένουμε τὸ Πάσχα νὰ ποῦμε «Χριστὸς ἀνέστη». Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ λέμε κάθε μέρα, ποτὲ δὲν θὰ τὸ ποῦμε σωστά. Ὄχι φοράω τὸ ρασάκι μου καὶ βολεύομαι μὲ τοὺς πέντε-δέκα ἐνορίτες καὶ τοὺς ὑπερήλικες ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν ἐκκλησία. Ἔχω πέντε γριὲς καὶ πέντε γέρους καὶ εἶμαι ποιμένας; Ἡ νεολαία ποῦ εἶναι; Τρώγομαι μὲ τὰ ροῦχα μου, δὲν μὲ χωροῦνε, δὲν τὰ θέλω, ἐφόσον κάθε μέρα δὲν τὰ κάνω σημαία ἐπαναστατική. Χρειάζεται πιὰ πολὺς θόρυβος, γιὰ νὰ ποῦμε στοὺς κρατοῦντες:
«Ὄχι ἄλλα ψαλιδίσματα στὴν Ἑλλάδα, ὄχι ἄλλες ἀγοραπωλησίες μὲ τὴν γῆ τῶν πατέρων μας». Καὶ ἄλλος τόσος θόρυβος, γιὰ νὰ ποῦμε στοὺς ταγοὺς τῆς Ἐκκλησίας: «Ὄχι ἄλλα ψαλιδίσματα στὴν ἀκοίμητη εἰκοσιτετράωρη ἀκολουθία». «Πολλὰ Ἅγιος ὁ Θεὸς ἔχουν οἱ ἀκολουθίες, ἂς κόψουμε μερικά» ἀκοῦς ἀπὸ τὸν ράθυμο παπᾶ. Καὶ τὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι βάζουν ψαλίδι καὶ στὰ μυστήρια. Ἡ κηδεία κατήντησε ἔμπα-ἔβγα. Κόψανε πολλὲς προσευχὲς γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν κεκοιμημένων. Ἀκούγοντας κάποιος τὴν κηδεία ἑνὸς δεσπότη εἶπε: «Ἄ, γιατί αὐτοὶ λένε τόσα γράμματα γιὰ τὸν ἑαυτό τους κι ἐμᾶς μᾶς στέλνουν ἀδιάβαστους;»
Ὡς Αἰγαιοπελαγίτης ζῶ στοὺς χοχλακάδες ἀπὸ μικρὸ παιδὶ καὶ ἀκούω τοὺς θορύβους καὶ περιμένω τὸ ξύπνημα κάθε ποιμένα, κάθε διδασκάλου, κάθε πιστοῦ ἀνθρώπου. Προτιμῶ τὸν χοχλακᾶ ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιά.
Μάννα Ἑλλάδα, κράτα ὄχι μόνον τὶς ἀκρογιαλιές, ἀλλὰ καὶ τοὺς χοχλακάδες, καὶ ὅποιος ἐνοχλεῖται ἂς τραβήξη τὸ σπίτι του πιὸ μέσα. Νὰ μὴ τὸ θέλει στὸν χοχλακᾶ μόνον τὸ καλοκαίρι γιὰ τὴν δροσιά, ἀλλὰ καὶ τὸν χειμῶνα.
Βλέπω τὴν ἡσυχία τῶν κληρικῶν μας καὶ γίνομαι χοχλακὰς καὶ φωνάζω. Βλέπω τὴν ἀναισθησία τῶν πολιτικῶν καὶ πραγματικὰ ἀρρωσταίνω. Τί ψαλιδίζεις τὴν σύνταξη τοῦ ἡλικιωμένου; Τὰ ἔχει δουλεμένα, τὰ ἔχει πληρωμένα καὶ ἐναποθηκευμένα στὸ κράτος, γιὰ νὰ μπορέση σήμερα νὰ ζήση. Δὲν εἶναι κλεψιὰ αὐτό, νὰ τοῦ τὰ ἀφαιρῆς καὶ κάθε τόσο νὰ τὸν κάνης νὰ φοβᾶται καὶ τὸ φῶς τοῦ σπιτιοῦ του νὰ ἀνάψη;
Κυβερνῆτα, μὴ περιμένης νὰ κρατηθῆς μὲ τὸ νὰ δίνης στὸν λαὸ ψίχουλα. Κάνε στὴν μπάντα κι ἂς ἔρθη κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ βγάλη πέρα. Ἡ ἀνέχεια διώχνει τὴν εἰρήνη καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ τὸ κράτος. Μικρὰ πεινάγαμε. Ρωτούσαμε τὴν γιαγιὰ «τί θὰ φᾶμε;» καὶ ἀπαντοῦσε «ψωμὶ καὶ δακτύλι». Ἦταν τότε σπάνιο πρᾶγμα νὰ ἔχη νὰ δώση λίγες ἐλιὲς ἢ λίγο τυρί. Μολόχες καὶ βροῦβες τρώγαμε μαζὶ μὲ τὸ ξερὸ ψωμί. Κανεὶς σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ λογαριάση τὶ χαρὰ ἤτανε, ὅταν ἄρχιζε ἡ γῆ νὰ βγάζη χορτάρι. Μὲ ἕνα σκουτέλι χόρτα μὲ ἕνα κόμπο λάδι καὶ μιὰ φέτα ψωμὶ δειπνούσαμε καὶ τὸν Θεὸ δοξάζαμε. Μήπως ἐπιστρέψαμε ἐκεῖ; Τώρα δὲν μιλᾶμε γιὰ τὴν καταναλωτικὴ κοινωνία, ἀλλὰ γιὰ τὴν πεινασμένη κοινωνία. Πῆρες πάλι ἀπὸ τὸν ἡλικιωμένο τὸ ὀγδοντάρι. Ἐπιτέλους πές μας ποῦ θέλεις νὰ τὴν πᾶς αὐτὴν τὴν σύνταξη; Ζητιάνο θά κάνης τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μάννα σου, γιὰ νὰ ζήσουν στὰ ὑστερνά τους; Πέσε τοὐλάχιστον στὸν χολχακᾶ, γιὰ νὰ μὴ βλέπεσαι καὶ ἀκούγεσαι.
Ποιμένες, δὲν μπορεῖτε νὰ κάθεστε στὶς ἐπάλξεις καὶ νὰ μὴ σαλπίζετε. Δὲν μπορεῖτε, καλογέροι, νὰ λέτε «δὲν μὲ νοιάζει ὅποιος καὶ νὰ πατᾶ τὰ ἅγια χώματα». Ζῆστε στὸν χοχλακᾶ καὶ ὄχι στὰ ἀκρογιάλια. Ἡγούμενε, μοναχέ, πάψε νὰ ζῆς σὰν μεγιστάνας, πάψε νὰ λὲς «δὲν μὲ νοιάζει». Πέταξε τὸ ἀνάκλιντρο καὶ πάρε τὸ ὅπλο γιὰ τὴν μάχη. Τὸ νὰ κάθωμαι στὴν καρέκλα καὶ νὰ κουνιέμαι δὲν εἶναι δεῖγμα ποιμένος, εἶναι χαλίφη. Τὸν ποιμένα δὲν τὸν ξέρει οὔτε ἡ καρέκλα οὔτε τὸ κρεβάτι. Ἐμπρὸς καὶ ὄρθιος. Ὁ πόλεμος ἐγγύς. Ἑτοιμάσου, καλόγερε, καὶ μὴ σχολιάζης, εἴτε μοναχὸς εἶσαι εἴτε ἡγούμενος, τὸν Δοχειαρίτη.
Δὲν πλουμίζω τὸ πάπλωμα, ἀλλὰ τὸ ἁπλοποιῶ καὶ φωνάζω: Ἀγωνισθῆτε. Ὄχι μόνον νὰ λέτε «Ἔχει ὁ Θεός». Ἔχει δώσει καὶ σ᾽ ἐμᾶς καὶ ἔχουμε κι ἐμεῖς. Ἂχ χρυσέ μου, δοτήρας ὁ Χριστός, δοτῆρες καὶ ἐμεῖς στὸν κόσμο. Μεταδῶστε ὅ,τι ἔχετε.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης