Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει έναν ακένωτο θησαυρό αποδείξεων για τη ζωή μετά το θάνατο. Μία απ’ τις αναρίθμητες αποδείξεις παραθέτουμε παρακάτω: ένα παράδειγμα για το ότι οι ψυχές των ανθρώπων ζουν μετά από το σωματικό θάνατο και ότι η εκούσια υπακοή οδηγεί στη μακάρια αιωνιότητα.
Όταν ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης ίδρυσε το μοναστήρι του, είχε στην άρχη μόνον έπτά μοναχούς. Για να εδραιώσει μέσα τους τη μνήμη του θανάτου, ο άγιος τους έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο. Όταν ο τάφος ολοκληρώθηκε, ο Θεοδόσιος στάθηκε από πάνω και περιτριγυρισμένος από τους επτά μοναχούς, είπε: «Δείτε παιδιά μου, ο τάφος είναι έτοιμος! Μήπως υπάρχουν ανάμεσα σας κάποιοι έτοιμοι να πεθάνουν και να ταφούν μέσα σε τούτο τον τάφο;». Ένας απ’ αυτούς, ο ιερομόναχος Βασίλειος, έπεσε στα γόνατα και ζήτησε από το Θεοδόσιο την ευλογία του για να πεθάνει.
Ο Θεοδόσιος όρισε να τελέσουν επιμνημόσυνη δέηση για την ψυχή του Βασιλείου την τρίτη, την ενάτη και την τεσσαρακοστή ήμερα, όπως γίνεται συνήθως για τους κεκοιμημένους. Όταν ολοκληρώθηκε και το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, ο Βασίλειος, ο όποιος έχαιρε άκρας υγείας, ξάπλωσε, σταύρωσε τα χέρια του και πέθανε.
Τον έθαψαν στο νέο τάφο που είχαν σκάψει. Σαράντα μέρες μετά από την ταφή του ο Βασίλειος εμφανίστηκε ανάμεσα στους ζώντες αδελφούς του και έψαλλε μαζί τους το πρωΐ στην εκκλησία. Στην αρχή, μόνον ο Θεοδόσιος τον είδε και προσευχόταν στο Θεό να ανοίξει τα μάτια και των άλλων μοναχών. Ύστερα, πράγματι, σύσσωμη η αδελφότητα κοίταξε και είδε τον Βασίλειο εν μέσω αυτής. Ένας αδελφός, περιχαρής, άνοιξε τα χέρια του και θέλησε να αγκαλιάσει το Βασίλειο – εκείνος όμως μονομιάς εξαφανίστηκε. Ο αδελφός άκουσε μόνον τη φωνή του Βασιλείου να λέει: «Σώστε τους εαυτούς σας, πατέρες και αδελφοί, σώστε εαυτούς».
( Αγίου Νικολάου Βελιμίροβοτς, Ο Πρόλογος της Οχρίδας, Εκδ. Αθως, σ.207)
πηγή
Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέχει έναν ακένωτο θησαυρό αποδείξεων για τη ζωή μετά το θάνατο. Μία απ’ τις αναρίθμητες αποδείξεις παραθέτουμε παρακάτω: ένα παράδειγμα για το ότι οι ψυχές των ανθρώπων ζουν μετά από το σωματικό θάνατο και ότι η εκούσια υπακοή οδηγεί στη μακάρια αιωνιότητα.
Όταν ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης ίδρυσε το μοναστήρι του, είχε στην άρχη μόνον έπτά μοναχούς. Για να εδραιώσει μέσα τους τη μνήμη του θανάτου, ο άγιος τους έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο. Όταν ο τάφος ολοκληρώθηκε, ο Θεοδόσιος στάθηκε από πάνω και περιτριγυρισμένος από τους επτά μοναχούς, είπε: «Δείτε παιδιά μου, ο τάφος είναι έτοιμος! Μήπως υπάρχουν ανάμεσα σας κάποιοι έτοιμοι να πεθάνουν και να ταφούν μέσα σε τούτο τον τάφο;». Ένας απ’ αυτούς, ο ιερομόναχος Βασίλειος, έπεσε στα γόνατα και ζήτησε από το Θεοδόσιο την ευλογία του για να πεθάνει.
Ο Θεοδόσιος όρισε να τελέσουν επιμνημόσυνη δέηση για την ψυχή του Βασιλείου την τρίτη, την ενάτη και την τεσσαρακοστή ήμερα, όπως γίνεται συνήθως για τους κεκοιμημένους. Όταν ολοκληρώθηκε και το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, ο Βασίλειος, ο όποιος έχαιρε άκρας υγείας, ξάπλωσε, σταύρωσε τα χέρια του και πέθανε.
Τον έθαψαν στο νέο τάφο που είχαν σκάψει. Σαράντα μέρες μετά από την ταφή του ο Βασίλειος εμφανίστηκε ανάμεσα στους ζώντες αδελφούς του και έψαλλε μαζί τους το πρωΐ στην εκκλησία. Στην αρχή, μόνον ο Θεοδόσιος τον είδε και προσευχόταν στο Θεό να ανοίξει τα μάτια και των άλλων μοναχών. Ύστερα, πράγματι, σύσσωμη η αδελφότητα κοίταξε και είδε τον Βασίλειο εν μέσω αυτής. Ένας αδελφός, περιχαρής, άνοιξε τα χέρια του και θέλησε να αγκαλιάσει το Βασίλειο – εκείνος όμως μονομιάς εξαφανίστηκε. Ο αδελφός άκουσε μόνον τη φωνή του Βασιλείου να λέει: «Σώστε τους εαυτούς σας, πατέρες και αδελφοί, σώστε εαυτούς».
( Αγίου Νικολάου Βελιμίροβοτς, Ο Πρόλογος της Οχρίδας, Εκδ. Αθως, σ.207)
πηγή