Μανώλης Κοττάκης
Πριν από μία εβδομάδα περίπου τα μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν την είδηση ότι 79χρονος ο οποίος επέβαινε σε ιδιωτικό αεροσκάφος, το οποίο προσγειώθηκε αναγκαστικώς λόγω βλάβης στα χωράφια κοντά στο αεροδρόμιο της Θήβας, έχασε τη ζωή του. Άνευ λοιπών λεπτομερειών. 79χρονος.
Σκέτο. Ποιος ήταν, τι δουλειά έκανε, ποια προβλήματα είχε, γιατί πετούσε, από πού κρατούσε η σκούφια του, πώς απογειώθηκε χωρίς σχέδιο πτήσης, αδιάφορο. Δημοσιογραφία γραφείου. Ανθρώπινη προσέγγιση μηδέν. Προχθές τα μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν την είδηση ότι πυγμάχος από το Καζακστάν γρονθοκόπησε και σκότωσε 75χρονο ο οποίος τον ενόχλησε επειδή ψάρευε στην παραλία του Φλοίσβου όπου κολυμπούσε. Πάλι άνευ λοιπών στοιχείων. 75χρονος σκέτο και πάλι. Είχε σπίτι, σύζυγο, εγγόνια, προηγούμενη ζωή; Αδιάφορο.
Ανθρώπινη προσέγγιση μηδέν. Το ίδιο και για τον πυγμάχο. Ταυτότητά του ήταν η ηλικία του και η καταγωγή του. Μόνον. Προχθές αυτοκτόνησε ένας 42χρονος αστυνομικός στην Ευρυτανία. Τι τον οδήγησε στο απονενοημένο διάβημα έναν αξιωματικό της Ασφάλειας Αθηνών, κανένα ενδιαφέρον καμία περιέργεια. Άφησε σημείωμα. Σκέτο. Φεύγουν οι άνθρωποι, τους παίρνει «αέρας» και εμείς βιαζόμαστε να τους θάψουμε και να πάμε παρακάτω. Δεν έχουμε καμία απορία για τη ζωή τους. Το Σαββατοκύριακο τα μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν ότι νεαροί μαχαίρωσαν σε καντίνα, που βρίσκεται λίγα μέτρα από τη γέφυρα της Βαρυμπόμπης, τον επιχειρηματία Γιάννη Μάρκου. Με όνομα, επώνυμο και διεύθυνση. Και την προσθήκη, μάλιστα, άπειρων βιογραφικών στοιχείων, με κυριότερο ότι είναι εύπορος και ότι στο παρελθόν διατηρούσε σχέση με το μοντέλο της σόουμπιζ Τζούλια Νόβα. Ιδού σε τέσσερις ειδήσεις η ρατσιστική δημοκρατία μας.
Η δημοκρατία που μετατρέπει το επώνυμο σε αριθμό. Οποιος θεωρείται ότι δεν πουλάει και η ιστορία του δεν έχει κάτι να πει ακόμη και στον θάνατο θάβεται στην ανωνυμία του. Οποιος όμως έχει στο παρελθόν αποσπάσει τα φώτα της δημοσιότητας, ακόμη και στην ατυχία του γίνεται θέμα. Ευχόμαστε ταχεία ανάρρωση στον επιχειρηματία και να διαφύγει τον κίνδυνο. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είμαστε εμείς. Τα μέσα. Που σε μια Ελλάδα που διψά για δημιουργικότητα δίνουμε άπειρο χώρο στο τίποτα και γυρίζουμε την πλάτη στην ανθρώπινη δυστυχία. Γράφω το σημερινό σημείωμα με αφορμή όσα ειπώθηκαν προ δεκαημέρου και τα συγκράτησα στην παρουσίαση του βιβλίου του αγαπητού συναδέλφου Πάνου Σόμπολου, που κυκλοφορεί με τον τίτλο «Αμεση δράση, παρακαλώ!».
Για το οποίο μίλησαν οι εξαιρετικοί αστυνομικοί συντάκτες Βασίλης Λαμπρόπουλος, Μίνα Καραμήτρου και Πέτρος Καρσιώτης. Ο Λαμπρόπουλος, στην εισήγησή του, έκανε μια ενδιαφέρουσα επισήμανση. Πως άρεσε στον Πάνο, όταν ήταν αστυνομικός συντάκτης πρώτης γραμμής, να δίδει την ανθρώπινη διάσταση στο έγκλημα. Να συνομιλεί με τον κατηγορούμενο. Με τους συγγενείς του θύματος. Να μεταβαίνει επί τόπου στην επικράτεια, όσο μακριά κι αν ήταν, για να ζητήσει και να μάθει από την τοπική κοινωνία πληροφορίες από πρώτο χέρι για τον λόγο που απλοί πολίτες γίνονταν εγκληματίες. Το ίδιο και στα μεγάλα δυστυχήματα.
Ο Πάνος αναζητούσε τα αίτια και το συναίσθημα, διότι το αποτέλεσμα το γνώριζε. Οπως επισήμανε, μάλιστα, ο κύριος Λαμπρόπουλος δεν άρεσαν στον Πάνο Σόμπολο ως αστυνομικό συντάκτη τα συμβόλαια θανάτου, γιατί δεν μεσολαβούσε συναίσθημα μεταξύ δολοφόνου εκτελεστή και θύματος. Δεν είχε θέμα να διερευνήσει. Αυτή τη σχολή σκέψης, που δεν αφορά μόνο το αστυνομικό ρεπορτάζ αλλά το ρεπορτάζ γενικότερα στο σύνολό του, την έχουμε εγκαταλείψει εντελώς. Δεν ασχολούμαστε με τους ανθρώπους όσο θα έπρεπε. Δεν έχουμε την υπομονή να ψάχνουμε τις ιστορίες τους. Αλλά πίσω από τις ιστορίες, τις ζωές, τα επώνυμα, τα επαγγέλματα κρύβονται θησαυροί.
Μπορεί να ανακαλύψει κανείς γιατί οδηγείται η κοινωνία μας εκεί που οδηγείται χωρίς να χρειαστεί εγκληματολογική έρευνα ή στατιστικά στοιχεία. Ενα παράδειγμα: πάρα πολλά εγκλήματα ειδικά από νεαρούς γίνονται με σουγιά. Ο σουγιάς ήταν διαδεδομένο όπλο εγκλήματος σε μια άλλη εποχή. Στην εποχή του Κοεμτζή. Εβδομήντα χρόνια πίσω. Και σήμερα βλέπουμε πιτσιρικάδες να πηγαίνουν στα μπαρ με τον σουγιά στην τσέπη. Εχω ξαναγράψει και με άλλη αφορμή τη μεγάλη συναυλία του ΛΕΞ στη Νέα Σμύρνη το καλοκαίρι: κάτι χάνουμε, κάτι μας διαφεύγει, κάτι δεν διαβάζουμε σωστά.
Ως δημοσιογράφος έχω πάντοτε την αγωνία ότι δεν κάνουμε απολύτως όπως πρέπει τη δουλειά μας και ότι δεν διαβάζουμε σωστά την κοινωνία, με συνέπεια να βρισκόμαστε διαρκώς προ εκπλήξεως και να διερωτώμεθα πώς συνέβη ξαφνικά αυτό ή το άλλο. Συμβαίνουν πράγματα γύρω μας, αλλά περνά η μπάλα κάτω από τα πόδια μας.
Με αφορμή το βιβλίο του Σόμπολου, λοιπόν, ο οποίος καταγράφει δεκάδες ιστορίες ανθρώπων που προσέφυγαν στο 100 (14.000 ημερησίως!), θέλω να πω ότι πρέπει να επιστρέψουμε στον άνθρωπο. Στην ανθρώπινη διάσταση των γεγονότων. Οχι στην ψυχρή και ανώνυμη καταγραφή τους. Εχουμε ταυτότητα, ιδιοπροσωπία. Δεν είμαστε αριθμοί. Οι άνθρωποι, οι ανώνυμοι άνθρωποι, τα νέα παιδιά που ζουν μέσα στην αφαγία και την αφραγκία αξίζουν σεβασμό. Να πάψουμε να τους θεωρούμε αόρατους.
Οι παππούδες μας αξίζουν προσοχής. Μην τους αφήνουμε αβοήθητους στη μοναξιά τους. Για λόγους που δεν είναι της στιγμής να αναλυθούν, πιστεύω ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα βαθύ πρόβλημα δημοκρατίας. Ενα από τα στοιχεία αυτής της άρρωστης δημοκρατίας είναι ότι είναι και ρατσιστική. Δίνει σημασία στον επώνυμο και γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τον ανώνυμο. Γι’ αυτό και μεγαλώνει αγρίμια και όχι πολίτες.
ΠΗΓΗ newsbreak
https://filoinikodimou.blogspot.com/2022/10/blog-post_87.html